Friday, December 30, 2011

WUTHERING HEIGHTS/ ANEΜΟΔΑΡΜΕΝΑ ΥΨΗ


Ανεμοδαρμένα Ύψη, φιλμ σε σκηνοθεσία της Andrea Arnold, βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Έμιλυ Μπροντέ. Με τους Kaya Scodelario και James Howson.

Καημό το 'χω να δω μια ταινία που να μπορεί να ανταποκριθεί στη μαγική ατμόσφαιρα αυτού του βιβλίου. Και να που μετά από καιρό, από το 1992, έρχεται μια καινούργια παραγωγή που ναι μεν, έχει την καλύτερη και πιο πειστική αναπαράσταση της εποχής (όπως πριν λίγο καιρό η Τζέην Έϋρ), αλλά τίποτα από την ομιχλώδη, παθιασμένη, αποπνικτική ατμόσφαιρα του βιβλίου. Συν το γεγονός ότι "κάνει ζουμ" στην ψυχοσύνθεση των ηρώων, τύπου "πώς χτίστηκε το πάθος ανάμεσα στην Κάθυ και τον Χήθκλιφ", και καταλήγει CSI-Σκωτία.
Τέτοιο κρύο, τέτοιο γυαλιστερό τραπέζι ανατομίας, τέτοια έλλειψη συναισθήματος, είναι ακατανόητη. Και όλα αυτά, από μια σκηνοθέτιδα Αγγλίδα, που για την Αγγλία και το -εκεί- γυναικείο φύλο οι αδερφές Μπροντέ είναι τεράστιο κεφάλαιο διαρκούς αναζήτησης. Άβυσσος η ψυχή του σκηνοθέτη όμως, και παρά το καλό καστ, κάπου έρχεται η...νύστα, σαν να το σκηνοθέτησε ο Αγγελόπουλος ένα πράμα...
Εντάξει, καταλάβαμε, ο Χήθκλιφ ήταν ψυχοπαθητικάρα με νεκροφιλικές τάσεις, η Κάθυ Έρνσω υστερική ή καταθλιπτική ή με ψυχωσικό επεισόδιο στο παρελθόν της, ο αδελφός της Χίντλεϋ αλκοολικός και χαρτοπαίκτης με σαδιστικές τάσεις και ο πατέρας Έρνσω θρησκόληπτος με μαζοχιστικές τάσεις. Μόνο που αυτά θα είχαν σημασία αν δεν μπορούσε να τα πεί με ιδιοφυή τρόπο η Έμιλυ Μπροντέ και χρειαζόταν διαμεσολάβηση από το σενάριο της Άρνολντ. Που δεν το χρειαζόταν όμως, οπότε γιατί να δώσετε 9 ευρώ και να σας φύγει και η μασέλα απ' το χασμουρητό;
Τα ισοπέδωσε η σκηνοθέτις, παρά την προφανή μελέτη του έργου, ακόμη και τις ακριβείς ώρες-ώρες αναφορές στους διαλόγους του βιβλίου. Κρίμα, διότι εκείνο το ανατριχιαστικό χτύπημα στο τζάμι, το παγωμένο χέρι του Χήθκλιφ, η ακινησία του στον κήπο τη βραδιά του θανάτου της Κάθυ, αλλά και η κάθοδος στην κόλαση της Ιζαμπέλα και του Χίντλεϋ, πέρασαν στο ντούκου. Φυσικά, τα Ανεμοδαρμένα Ύψη, είναι Βρετανικό patrimoine γυναικείας "αμαρτωλής" γραφής εν είδει νεότερης τραγωδίας, οπότε οι γηγενείς καλλιτέχνες της "Νήσου" μπορούν να το ψάξουν το θέμα και να προτείνουν ερμηνείες. Μήπως εμείς δεν έχουμε δει τέρατα και σημεία, τακούνια, σεγκούνια και τσιγαρούκλες με αφορμή το αρχαίο δράμα;

Να πω εδώ ότι κατά περίεργο τρόπο, η επιθυμία του Χήθκλιφ να ταφεί μαζί με την Κάθυ, διά χειρός Έμιλυ Μπροντέ, συνάντησε τον Μάρκο (Βαμβακάρη) στο τραγούδι του "Να πεθάνεις", και στους στίχους: "Να πεθάνεις (Χ3) Κωνσταντίνα, να μας βάλουν και τους δυό μας σ' ένα μνήμα". Τι να πει και η Άρνολντ μετά...

http://www.youtube.com/watch?v=JXbvAx2PeGA



©

Wednesday, December 28, 2011

My WEEK WITH MARYLIN/ Η ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΜΟΥ ΜΕ ΤΗ ΜΑΙΡΙΛΥΝ


Στα απομνημονεύματα του Κόλιν Κλαρκ, συγγραφέα και ντοκυμαντερίστα, σχετικά με την υποτιθέμενη (;) εβδομάδα που πέρασε με τη Μέριλυν Μονρόε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας "Ο πρίγκιπας και η χορεύτρια", βασίστηκε η ταινία του Σαϊμον Κέρτις. Στο ρόλο της Μέριλυν, η Μισέλ Γουίλιαμς. Στο ρόλο του Λώρενς Ολίβιε, ο πολύς Κέννεθ Μπράνα.
Οι κινηματογραφικές βιογραφίες είναι επικίνδυνο είδος, μπορούν να συνδέσουν έναν ηθοποιό επικίνδυνα με ένα ρόλο, ιδίως αν είναι στο ξεκίνημά του. Είναι επίσης απίστευτα λαϊκό είδος και ελάχιστες φορές καταλήγει σε αξιομνημόνευτες στιγμές.
Η επιπλέον δυσκολία του εγχειρήματος είναι πως η "περίπτωση Μέριλυν" έχει αναλυθεί πολλάκις και ποικιλοτρόπως, το ίδιο και ο θάνατός της, ενώ μύρια όσα έχουν ακουστεί γι' αυτήν, απόι τις σχέσεις με τους Κέννεντι, με την αμαρτωλή παρέα Σινάτρα, την εμμονή της με τη "Μέθοδο", το σεξ-απήλ της, τις καταχρήσεις, τους συζύγους, και βάλε.
Η "ανθρώπινη πλευρά" της εκκεντρικής σταρ είναι το θέμα της ταινίας, καθώς και τα dessous ενός μύθου της Αγγλικής σκηνής του περίφημου "Λάρρυ" (Ολίβιε), και των παρασκηνιακών βεντετισμών και ανταγωνισμών. Ο πιτσιρικάς -τότε- Κόλιν Κλαρκ, τρίτος βοηθός σκηνοθέτη, βοήθησε την Αμερικανίδα ηθοποιό να έχει ένα "αποκούμπι" τις δύσκολες ώρες της ανασφάλειας και της κατάρρευσης. Επί της ουσίας, αυτό που φαίνεται, και αξίζει τον κόπο στην ταινία, είναι η διαφορά μεταξύ Βρετανικού και Αμερικανικού σταρ-σύστεμ. Ιδίως σε μια ταινία (Ο Πρίγκιπας και η Χορεύτρια), που είχε ως ατού τις γρήγορες βιτριολικές ατάκες και το "Βρετανικό" θεατρικό παίξιμο των μεγάλων ονομάτων της εποχής.
Αν δει κανείς την ταινία στην οποία αναφέρεται "Η εβδομάδα μου με τη Μαίριλυν", δηλαδή το ορίτζιναλ "Ο πρίγκιπας και η χορεύτρια", βλέπει κανείς τη βαθιά αντίφαση στην παρουσία της Μονρόε: το καλό παίξιμο, την (απόλυτα μελετημένη και φτιαγμένη) ομορφιά, και την διαρκή επίδειξη των οπισθίων (που είχε απελευθερώσει εκείνη πρώτη από τον κορσέ στην ταινία "Νιαγάρας"). Εντέλει όμως, η Μαίριλυν παίζει καλύτερα από τα περίφημα "φυσικά της προσόντα" που -δικαίως- την έκαναν διάσημη. Μάλλον στο αυτό συμπέρασμα καταλήγει και η ταινία.
Καλοκουρδισμένη και ατμοσφαιρική, αλλά μάλλον για νοσταλγικές βραδιές. Εντυπωσιακή η προσέλευση κυρίων και κυριών: καταφανώς η Μονρόε, ακραίο σύμβολο απελευθέρωσης -μέσα από τα πλέον βαριά δεσμά του Χόλλυγουντ- έχει πολλά να τους θυμίσει.

©


SYNOPSIS of the review:

Biographies on the silver-screen can be a very difficult endeavour. For all sides concerned: the actors, the person whose life is recounted, the audience. Curtis' film with a firm script to guide him ended-up in a recount of Marylin Monroe's "days in the (British) country", which is rhythmical and pleasant to watch, no matter what one's stance in regard to the American star's talent, life and choices. Nonetheless, deep down, what is discernible, and probably most interesting is the ancient quest: what is to be British, through the interpolation of two star-systems, the British and the American respectively.
Humour and subversion have helped create a trully "national" art with international appeal; that's what is to be British. Well done!

Monday, December 19, 2011

Βιβλίο: "Να νιώθεις μπλε, να ντύνεσαι κόκκινα" της Έρσης Σωτηροπούλου

"Να νιώθεις μπλε, να ντύνεσαι κόκκινα" της Έρσης Σωτηροπούλου (εκδ. Πατάκη)

Επτά διηγήματα γραμμένα από επαγγελματία που σέβεται τον εαυτό και τη γραφή του. Που κάνει προσπάθεια να αφήσει το ίχνος ενός προσωπικού στυλ: με όπλα την ιδιαιτερότητα στην καταγραφή "μικρών στιγμών" εμμένοντας στην τόλμη και την εξόρυξη κάθε λεπτομέρειας.
Ένας προθάλαμος ψυχιάτρου, ένα ταξίδι σε μια χώρα α λα Γκράχαμ Γκρήν (το ομότιτλο, και πιο σουρεαλιστικό και ατμοσφαιρικό της συλλογής), ένα ζευγάρι με μια ακόμη δυσλειτουργική σχέση, μια μάνα-φρικιό με τα παιδιά της, μια αλλοδαπή οικιακή βοηθός-καλλιτέχνις, μια συγγραφέας και ο ξεκούρδιστος θαυμαστής της, όλοι συνωστίζονται σε μια ιδιόμορφη ταξινόμηση, δραματική, όπου μεγαλύτερη είναι η αφηγηματική διαδρομή της εύρεσης του θέματος ώστε (;) να συνιστά έκπληξη, παρά το υπόλοιπο τςη διαδρομής, όπου οι χαρακτήρες πρέπει και να αποδείξου την δραματουργική τους αξία.
Είναι στιγμές που ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι διαβάζει ιστορίες γραμμένες από ένα άτομο στην ωριμότητα, αλλά που η συναισθηματική τους αξία βρίσκεται στην πολύ παλιότερη περιοχή της εφηβείας. Ίσως γιατί η συγγραφέας παίρνει πολύ στα σοβαρά τους ήρωές της, ενώ καταφανώς εκείνοι ασφυκτιούν κοστουμαρισμένοι. Οι μεγεθυμένες "μικρές στιγμές" της καθημερινότητας, η ανθρωπιστική ματιά σ' αυτές είναι φαίνεται "γυναικεία δουλειά", κι όμως αν έλειπε η δραματικότητα αλλά οι χαρακτήρες αφήνονταν να βουλιάξουν σε μια ανελέητη σάτιρα/σαρκαστική ματιά, η συλλογή αυτή θα είχε εντελώς άλλες βλέψεις. Το χιούμορ δεν αναιρεί την "λογοτεχνικότητα" και οι στιγμές που η συγγραφέας αφήνεται να χαλαρώσει είναι ελάχιστες. Ο πανταχού παρών οφθαλμός που κρίνει φαίνεται να υποχωρεί μόνο στο ομότιτλο με το βιβλίο διήγημα, όπου μειώνεται και το άγχος του αναγνώστη από την υφέρπουσα ανασφάλεια.
Κατά τα λοιπά, υπάρχει ατμόσφαιρα, και ενίοτε σασπένς. Στα συν της συλλογής και η μοναδικά υπομονετική καταγραφή καθημερινών πραγμάτων που σχεδόν προσπερνά κανείς και ξεχνά. Η Έρση Σωτηροπούλου δίνει φωνή και λεκτικοποιεί απίθανες λεπτομέρειες, εύρημα που βοηθάει στο σασπένς και φυσικά στην πειστική αναπαράσταση του περιβάλλοντος του κάθε ήρωά της. Σαν μετέωρο βήμα πριν το νέο μυθιστόρημα η συλλογή αυτή.

©

Sunday, December 11, 2011

FAUST -cinema


FAUST/ΦΑΟΥΣΤ by ALEXANDER SOKUROV

Θα ήθελα πραγματικά να απολαύσω μια μεταφορά του έργου του Γ.Β. Γκαίτε (Goethe) στη μεγάλη οθόνη. Η εκδοχή του Μουρνάου (1926) είναι εκπληκτική, αλλά μου λείπει κάτι που να είναι "της εποχής μου."
Ο Αλεξάντερ Σοκούρωφ, που δικαίως πήρε το Χρυσό λιοντάρι στο Φεστιβάλ της Βενετίας το 2011, έφτιαξε ένα αποπνικτικό, κλειστοφοβικό έργο σε μια "δύσβατη" κοινότητα του 19ου αι.
Η μεταφυσική σε έναν επίγονο ενός αιώνα υλισμού και θετικιστικής σκέψης είναι μάλλον δύσκολη υπόθεση, οπότε ο Μεφιστοφελής μετατράπηκε σε ενεχυροδανειστή της "Μεσαιωνικίζουσας" πόλης που βρίθει από πάθη και ανομολόγητους πόθους, δεισιδαιμονία και "αμαρτία". Ένα όν πολύ κοντά στον Νοσφεράτου του Μουρνάου (και πάλι), που κυκλοφορεί ανάμεσα στους ανθρώπους και κλείνει επικερδείς συμφωνίες -για τον ίδιο. Οι λαϊκές ιδέες και δοξασίες για το Διάβολο διαπερνούν το έργο του Σοκούρωφ, ενώ αυτό που σεναριακά είναι αριστουργηματικό, είναι η απεικόνιση της εξαπάτησης, και μάλιστα χωρίς την παραμικρή αίσθηση ενοχής ή μετάνοιας. Καθένας είναι υπεύθυνος για τις πράξεις και τις αποφάσεις του, και έλεος δεν υπάρχει. Ο Σατανάς υπόσχεται, ο άνθρωπος πιστεύει σε αυτό που ακούει, μόνο για να ανακαλύψει ότι δεν είχε διαβάσει "τα ψιλά γράμματα της συμφωνίας", ωσάν να συναλλασσόταν με κάποια τράπεζα που του έταζε σπίτι, ενώ είχε παίξει και τον δανειζόμενο/οφειλέτη και τα λεφτά του και την υπεραξία του, ήδη, στα hedge funds. Ο Διάβολος ως ενεχυροδανειστής βρίσκει την αντιστοιχία του στα καλόπαιδα του τραπεζικού συστήματος.
Το έργο του Γκαίτε επανέρχεται στη σκηνή στο καπηλειό, στο αθώο πρόσωπο της Μαργαρίτας/Γκρέτσεν, στην ερώτηση του Φάουστ "Τι είναι αυτός ο καπνός;" -που στο πρωτότυπο τον οδηγεί στη φυλακή και την τελευταία συνάντηση με την αγαπημένη του πριν εκτελεστεί για τους φόνους που της καταλογίζονται και βεβαίως, πριν κριθεί Άνωθεν, και σωθεί. Εδώ η πλάστιγγα τελικά μάλλον κλίνει υπέρ της καταδίκης του Φάουστ, ή τουλάχιστον προς μια αέναη περιπλάνηση για τη σωτηρία, που την αναλαμβάνει μόνος του.
Είναι δικαίωμα του δημιουργού να κάνει ό,τι εκδοχή θέλει ενός αριστουργήματος, και ο Σοκούρωφ με την ομάδα του του σεναρίου, (για να μην αναφερθεί κανείς στους απίθανους ηθοποιούς, Johannes Zeiler, Anton Adasinsky, Isolda Dychauk)έχουν προφανώς τα φόντα να το αποφασίσουν par excellence. Παρ' όλα αυτά, θα ήθελα το σύγχρονο έπος του Ρώσου σκηνοθέτη, να απέδιδε τις τεράστιες προκλήσεις του Φάουστ του Γκαίτε, κατά τρόπο πιστό στο πρωτότυπο κείμενο.

©

Faust by A. Sokurov (synopsis of the review in English)

A materialist Faust disappointed by poverty and lack of understanding for science, entrusts his soul to the pawnbroker of his small city. Devil, or his advocate, helps him win Margaret/Gretchen while the scientist tries to kill him and begins his eternal wandering through Hell or Kosmos, depending on the viewer's stance.
An interpretation of J.W. Goethe, Sokurov's Faust occasionally draws exactly on the former's work, when the hero wonders about the "smoke coming from afar", in the scene at the inn, in "Margaret's" absolutely angelic face. The Devil and the bankers are closely linked, thus making it clear that money, as traditionally seen, has a strange, devilish power over people. Sokurov's script is philosophical and rational, therefore such notions coming straight from the "heart" of the folklore, is a little puzzling.
I would personally prefer to have seen a challenging version of Goethe's work and not an entirely diversified interpretation, despite this film's artistry and interest. An amazing cast contributed a lot to the film's success.

©

Friday, December 9, 2011

CAN WE TALK ABOUT THIS? by DV8 PHYSICAL THEATRE


"Can we talk about this?"
DV8 Physical Theatre
Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών, 9/12/2011
Ο λόγος και η κινηματογραφική εικόνα υπήρξαν ανέκαθεν δυναμικά εργαλεία στα χέρια του Λόυντ Νιούσον (Lloyd Newson), του χαρισματικού χορογράφου των DV8. Αυτή τη φορά, με το Can we Talk about This? ο λόγος κυριαρχεί.
Το έργο, μια στρατευμένη περφόρμανς για τα προβλήματα της πολυπολιτισμικότητας στις Δυτικές κοινωνίες, θα το έβλεπα περισσότερο ταιριαστό σε ένα μεγάλο χώρο στο ίδιο ύψος με τους θεατές, παρά σε υπερυψωμένη ιταλική σκηνή που το έκανε λιγάκι lecture demonstration. Το πρόβλημα βέβαια δνε ήταν αξεπέραστο...
Κατά μια έννοια, μ' αυτό το έργο, ο Νιούσον κλείνει έναν μεγάλο κύκλο της academia και του χορού ως πράξη με το έργο αυτό. Και βεβαίως εναπόκειται στους μεγάλους καλλιτέχνες που ορίζουν την τέχνη των καιρών τους να κάνουν κάτι τέτοιο. Μαγκιά του! Αυτός και ο Μάϊκλ Κλαρκ ξεκίνησαν την "επανάσταση" με τα έργα τους ενάντια στους ομοφοβικούς νόμους, και πλέον κλείνει ο Αυστραλός των DV8 την όλη ιστορία, αλλάζοντας πάλι τους κανόνες του παιχνιδιού.
Το τρομερό και αγαπημένο παιδί της εποχής (δλδ. του '80 και του '90) που η πανεπιστημιακή κουλτούρα ανακατευόταν στην τέχνη και επιχειρούσε να την καθορίσει ελέγχοντας τη σκέψη και επιλέγοντας τους "εκλεκτούς συνοδοιπόρους", έκλεισε με συνοπτικές (;) διαδικασίες διά χειρός Λόυντ Νιούσον: το λατρεμένο παιδί ενηλικιώθηκε και σκέπτεται γαι λογαριασμό του, το χειρότερο που μπορεί να συμβεί για τους ελεγκτές της academia.
Με λίγα λόγια, το έργο, αναφέρεται στα προβλήματα και το φόβο της Βρετανικής, κατ' επέκταση της Ευρωπαϊκής, κοινωνίας, vis a vis με την περίφημη πολυπολιτισμικότητα και την άνοδο των ισλαμιστών. Στέλνεις φυλακή κάποιον που βγαίνει με πλακάτ και λέει "σκοτώστε τον Ρούσντι", αλλά υπάρχει άλλος που ζώνεται τα εκρηκτικά και του τη στήνει έξω απ' το σπίτι του, και αυτό πώς το πολεμάς; Πώς πολεμάς το φόβο, θέλοντας να παραμείνεις δημοκράτης; Με κορώνες τύπου Λεπέν -που η Γαλλία εν προκειμένω είναι και αλλουνού παπά Ευαγγέλιο- με τάχα μου πολιτικά ορθές συμπεριφορές, με υποταγή της κουλτούρας σου που έχει άλλες (δημοκρατικές- συνιστώσες που έχουν κερδηθεί σε βάθος χρόνου/αιώνων...πώς; Τα όρια των νέων κοινωνιών και γενεών αλλάζουν. Κοντολογής, μετά από 40 χρόνια ενσωμάτωσης, οι δύο κουλτούρες καταμεσής της Δύσης, αντιμάχονται σαν να ξεκίνησε μόλις χθες ο Πέτρος ο Ερημίτης την Α' Σταυροφορία με τ' ασκέρια και τα μπουλούκια του.
Με 10 μαγικούς χορευτές, πήρε τα σώβρακα ολωνών κι έφυγε ο Νιούσον, κι έμειναν οι θρασείς νεοσσοί της Ελληνικής κουλτούρας να αναρωτιούνται τι στα κομμάτια θα αποστηθίσουν τώρα που τα πράγματα άλλαξαν στο "Νησί" και ποιά κουλτούρα θα αγοράσουν με τα μπικικίνια του μπαμπά στα περί το Λονδίνο κολλέγια. Διότι η κουλτούρα αλλάζει και βρίσκονται οι ίδιοι Ελληναράδες περικυκλωμένοι από τα σημαίνοντα του κυρίου DV8 να παραζαλίζονται και να αποτελούν το καλύτερο παράδειγμα του πολιτισμού που δεν τους περιλαμβάνει, και ενός συστήματος το οποίο τροφοδοτούν στην αρχαϊκή μορφή του, της αποικιοκρατίας δηλαδή, προκειμένου αυτό, να ανθίσει για εκείνους και με εκείνους που αντιλαμβάνονται τη δυναμική του.

©

Can we Talk about This? - DV8 Physical Theatre (synopsis of the review)
Athens, 9/12/2011

Lloyd Newson, the enfant gate of both the British scene and the British academia, takes over his thought in this mature performance with his 10 magical performers.
Like all great artists, he comes full circle setting a new trend and finishing off what he and Michael Clark started almost 30 years ago.
He frees his art controlling his expressive means in a work that is sparkling, and which I would see more suitably set in an open space with performers and audience on the same level, than in the setting of an Italian stage. Nonetheless, the message came through. After 40 years of ardent efforts for integration, things between the Islam -or rather certain Muslims- and the West, are as hostile as if Peter the Hermit had just left with his followers to take over the territories of the "Saracens". How do you fight fear and life threats, while keeping up with freedom of speech and democracy? How do you avoid a hateful response and what goes wrong at the bottom of all this tension? Well the facts are there, it is up to each and everyone to think and come up with a response adequate to the Western ideals of freedom and equality.

Wednesday, December 7, 2011

ΤΟ ΤΑΝΓΚΟ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ


Τα ερεβώδη στρατόπεδα της δικτατορίας και ο...ερωτισμός τους, μου φαίνεται ότι αποτελούν αντικείμενο δράματος της γκέι τέχνης και αντικείμενο χαβαλέ της αντίστοιχης στρέϊτ, μου έλεγε ένας φίλος πρόσφατα.
Εδώ, στο φιλμ το Τανγκό των Χριστουγέννων, ανάμεσα σε ειρωνικές αναφορές στην εποχή Παπαδόπουλου, με τα ανάλογα σύμβολα-φετίχ, δηλ. φοίνικας, ιδεοληπτικοί εορτασμοί, φόβος κ.ο.κ., παίζεται και το δράμα του πεθαμένου γάμου ενός πιστού στο γράμμα του νόμου (έστω κι αν οσμιζόμαστε ότι νογάει περισσότερα απ' όσα η στρατιωτική του παιδεία του επιτρέπει αν παραδεχθεί) με την κατά πολύ (μα πάρα πολύ βρε παιδιά) σύζυγό του, που -ας μου επιτραπεί, διότι συμπαθώ τις μουλαροπεισματάρες- είναι εντελώς κακομαθημένο.
Η οικιακή βοηθός όπως σ' όλα τα καλά λαϊκά κουζινοδράματα μπαλώνει τα πράγματα ανάμεσα στο αφεντικό και την κυρία του, ενώ το στρατόπεδο είναι Grey's Anatomy απ' τους πόθους τους ανομολόγητους: ο τηλεφωνητής θέλει τον υπολοχαγό, ο υπολοχαγός την υστερικιά σύζυγο, η υστερικιά σύζυγος δεν ξέρει ακριβώς τι θέλει, και δώσ' του το γαϊτανάκι, που υποτίθεται μας φανερώνει ότι μέσα στην τάξη βασιλεύει μια γοητευτική αναρχία. Ναι, πες το κι έτσι, αλλού μαζοχισμό θα το λέγανε, κι ο σκηνοθέτης δεν ξέρει από πού να πρωτοκάνει (Ν. κουτελιδάκης). Ρίχνει λοιπόν κι αυτός το βάρος στην ανάπλαση της εποχής, πράγμα στο οποίο αρέσκεται το Ελληνικό μεϊνστρήμ σινεμά τα τελευταία σχεδόν 10 χρόνια, διότι έχει φάει και χοντρή στέρηση και αυστηρότητα μεταπολιτευτικά, καθότι το μπαρόκ -μεταφορικά- ήτανε για την εφησυχασμένη μπουρζουαζία.
Καλό το στρατόπεδο, καλό και το καστ, θα 'τανε καλύτερο άμα είχε γίνει ένα με το ρόλο και δεν προσπαθούσε -ακόμα- ώρες-ώρες να είναι ο ρόλος. Αλλά είπαμε καλό το καστ, καλός κι ο τόπος. Αυτά για το φλας μπακ. Διότι το σήμερα το τρώει η μαρμάγκα, και τέτοιο μεϊκ-απ, είχα να δω από τότε που ανεβάσαμε στο δημοτικό τους Σουλιώτες, κι η συμμαθήτριά μου Μαρία έπρεπε να κάνει τη μάνα μας.
Ατμοσφαιρικός ο Γ. Στάνκογλου αλλά όχι πολύ "μοναχικό αγριόσκυλο", πειστικός ο Αντίνοος Αλμπάνης ως δάσκαλος χορού ερωτευμένος με τον μουστακαλή υποχολαγό. Ο Γ. Μπέζος κρατιέται στις στιγμές-κομεντί να μη βγει από μέσα του ο κωμικός και τα καταφέρνει θαυμάσια(αν και το κοινό μπαίνει σε πειρασμό να θυμηθεί τον "Κάκαλο"). Σύζυγος αντισυνταγματάρχου και οικιακή βοηθός πράττουν τα αναμενόμενα: πόζα και μούτρα η μια, νεορεαλιστική αρχέγονη απεικόνιση η άλλη.
"Μετρώντας κεφάλια" στο σινεμά, και χωρίς πρόθεση παράθεσης στατιστικού δείγματος, μάλλον ο Γ. Ξανθούλης έχει πέραση στις γυναικοπαρέες, χωρίς να λείπουν και οι άνδρες-συνοδοί, νεότερης ηλικίας. Οι κυρίες "κάποιας ηλικίας" δηλαδή, ήρθαν με φίλες, τα παππούδια μάλλον δε θελήσανε να ζήσουν μια κινηματογραφική βραδιά με το μελόδραμα του στρατοπέδου, καθότι προφανώς ξέρανε την αλήθεια του εν λόγω χώρου από πρώτο χέρι. Επίσης, έπρεπε να θεωρήσουμε ανατρεπτικό το γεγονός ότι στο στρατόπεδο -σ' αυτό το προπύργιο/σύμβολο τάξεως και ηθικής- όταν η φύσις ησυχάζει, οι άνθρωποι "λυσσάνε"; Ε, καλά το '50 αυτά κάνανε αίσθηση, τη σήμερον ημέρα, ξέρουμε ότι γκέι δεν είναι μόνο οι ευαίσθητοι (αλλά και γόμαροι), επίσης ότι οι γκέι δεν γίνονται μόνο μοντελίστ, κομμωταί και χορευταί, αλλά επίσης γιατροί, δικηγόροι και άλλα σεπτά επαγγέλματα.

Friday, December 2, 2011

ALLES WALTZER -NATIONAL OPERA HOUSE, Athens 2/12/2011


Με ένα τρίπτυχο παλαιάς κοπής, διά χειρός του καλλιτεχνικού διευθυντή του Μπαλέτου της ΕΛΣ Ρενάτο Τζανέλλα, έκανε πρεμιέρα το Μπαλέτο της ΕΛΣ, στις 27/11.

Το ένα μέρος του Alles Waltzer -γενικός τίτλος του τρίπτυχου αλλά και του πρώτου κομματιού- είχε παρουσιαστεί με μικροαλλαγές το 2002 στην Αθήνα, όταν ο Τζανέλλα ήταν ακόμη διευθυντής του Μπαλέτου της Όπερας της Βιέννης, και θυμάμαι ότι τότε, ενθουσιασμένος από τον ερχομό του στην Αθήνα, μου είχε πει σε συνέντευξη ότι θέλει να "μαγειρέψει ενδιαφέρουσες γεύσεις για το κοινό του."
Στο κάποιας ηλικίας κοινό της 2/12, που δεν γέμισε το θέατρο, άρεσε καταφανώς το πρώτο και ομώνυμο μέρος, Alles Waltzer σε μουσική Γιόχαν Στράους, Γιόζεφ Στράους και Μάλερ, καθώς και το Μπολερό, στο τρίτο και τελευταίο μέρος πάνω στην πασίγνωστη και υπνωτική μουσική του Ραβέλ. Το μεσαίο Empty Place (Στο κενό) σε μουσική Λώρι Άντερσον, Μπράϊαν Ίνο και Τζων Χάσσελ, μάλλον μικρή αμηχανία προκάλεσε. Αλλά είπαμε, επρόκειτο για balletomanes κάποιας ηλικίας.
Ήταν επίσης περίεργο και χρήσιμο -μετά από καιρό που είχα να δω παράσταση της ΕΛΣ- να βρω μαζεμένους επί σκηνής όλους τους ξένους χορευτές που 13 (!) χρόνια πριν ξεκινούσαν την καριέρα τους -λίγο-πολύ- και να θυμηθώ πώς ήταν και τι δήλωναν τότε, για το άρθρο Dancers as Immigrants: foreign artists in Greece (Ballet/Tanz). Δίνει άλλη διάσταση στην αίσθηση της ιστορίας του χορού αυτή η συνάντηση.

Ο Τζανέλλα έχει κάνει δουλειά, μάλλον ο Ίρεκ Μουχαμέντωφ είχε ήδη αρχίσει να αλλάζει προς το καλύτερο το συγκρότημα. Ένα συγκρότημα αποτελούμενο από χορευτές σε κρίσιμη ηλικιακή καμπή, αλλαγές και ακαμψίες διευθυντών και παραδιευθυντών, και μια καλλιτεχνική κοινότητα διχασμένη ακόμη ανάμεσα στο "μοντέρνο" και το μπαλέτο, για να πούμε τα ελάχιστα και πλέον εμφανή. Αστέρια της βραδιάς η Ευριδίκη Ισαακίδου (Alles Waltzer) και η Μαρία Κουσουνή (Μπολερό). Επίσης ο Αλεξάντερ Νέσκωφ, παρτεναίρ της Ισαακίδου.
Στο πρώτο μέρος και ομότιτλο της βραδιάς, προϊόν της δημιουργικότητας του Ρενάτο Τζανέλλα από την εποχή που διηύθυνε το Μπαλέτο της Όπερας της Βιέννης, είχε κανείς την αίσθηση ότι αφήνοντας την "κρίση" έξω απ' το θέατρο, ήταν όπως η αυστριακή καλή κοινωνία της Μπελ Επόκ: "όλα τα ξεχνώ και στριφογυρίζω." Το συγκρότημα φιλότιμα προσαρμόστηκε στο ραφιναρισμένο στυλ του νέου διευθυντή και χορογράφου, και η αλληγορία ανάμεσα στις σχέσεις μέσα στο χορό και ανάμεσα στα πραγματικά ζευγάρια αποδόθηκε επιτυχώς. Σε εντελώς άλλο στυλ, μια ανάλογη εξερεύνηση είχε ιδιοφυώς επιτύχει ο Χοζέ Λιμόν στο Moor's Pavane.
Το δεύτερο έργο, προγενέστερο (1992) και "Forsythesque", με τίτλο Στο Κενό, ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον, ιστορική μαρτυρία της εποχής που οι χορεύτριες εμφανίζονταν υποχρεωτικά με μαύρο κολλάν, φορμάκι και πουκαμισάκι με μίιμαλ μουσική συνοδεία. Ο Τζανέλλα "το είχε" όμως, και παρά τις συγκρίσεις και αναφορές, κατάφερε η χορογραφία του να έχει άνετα το προσωπικό του στίγμα, που είναι και πολύ πιο "ανθρώπινο" από του Φορσάϊθ.
Το Μπολερό όπως και η αντίστοιχη εκδοχή του Μωρίς Μπεζάρ είχε έναν ερμηνευτή, το λέω έτσι επειδή ο Μπεζάρ το έχει παρουσιάσει με άνδρα και γυναίκα, και ο Τζανέλλα βάζει γυναίκα στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, για να μην μπλέκουμε με πολύπλοκο συντακτικό. Τέσσερεις άνδρες συνόδευαν το χορό της: εκείνη στο υπερυψωμένο βάθρο, οι άνδρες στα τέσσερα σημεία ενός νοητού τετραγώνου. Πάρα πολύ καλό, και η Μαρία Κουσουνή άψογη. Ανδρική φαντασίωση par excellence, κορυφώνεται και διαλύεται με την κορύφωση της μουσικής. 100 χρόνια πριν κόντεψαν να σταυρώσουν τον Νιζίνσκυ για ανάλογα πειράματα, ευτυχώς το 2011, καταχειροκρότησαν τους χορευτές, την ορχήστρα και τον χορογράφο.

©

Synopsis of the review:

With a triptych of early works of Renato Zanella, the new artistic director of the Ballet of the National Opera House, the company started its season.
In front of -mostly- old balletomanes, the ballet company presented Alles Waltzer, Empty Space and Bolero. The first was an elegant esquisse on variations of waltz and an allegory which had at its center the relations between men and women, on the dancing space and off it. Euridice Isaakidou, the protagonist, gave a wonderful performance; she has come a long way since she started out and has mastered her temperament to portray subtler nuances. Empty Space, to the music of Eno, Anderson and Hassell, came from the early '90s, when black tights and corseted ladies was a must in performance. Quick, lyrical and witty, it did not particularly satisfy the audience's appetite. Bolero, in the hypnotic music by ravel, had -like Bejart's version- one performer put on a pedestal, a female one, while four male dancers formed a virtual rectangular space around her. A male phantasy moving to frenzied passion, was superbly danced by Maria Kousouni.