Tuesday, September 1, 2015

Still Life, a performance by Dimitris Papaioannou - Review

Με την ευκαιρία της επικείμενης έναρξης των παραστάσεων στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά και πριν την έναρξη της παγκόσμιας περιοδείας του έργου Still Life, του Δ. Παπαϊωάννου,  παραθέτω την κριτική που έγραψα από την περσινή του παρουσίαση στη Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών. 

[Πέμπτη, 19 Ιουνίου 2014

Την παράστασή του με τίτλο Still Life, παρουσιάζει για λίγες ακόμη μέρες ο Δ. Παπαιωάννου στη Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών.]

Επιμένοντας στη στροφή προς την εννοιολογική τέχνη, το νέο έργο του Δ. Παπαιωάννου, είναι ένα κολλάζ οκτώ (;) εικόνων μεγάλης διάρκειας. Μετά το υστερικό, ξέφρενο ύφος της "Αρκαδίας" του Κ. Ρήγου, η αντίθεση στο περίκλειστο, σχεδόν ψυχαναγκαστικό περιβάλλον του έτερου διδύμου των πάλαι ποτέ prodigies της Ελληνικής χορευτικής σκηνής, ήταν εντυπωσιακή.

Εξίσου στυλιζαρισμένο με τα παλιότερα έργα του, τα οποία ξαναχρησιμοποιεί, και πάλι με οπτικές αναφορές από Magritte μέχρι Lucian Freud, το "Still Life" ήταν και πάλι ασφυκτικό -αν και περισσότερο υπαινικτικό από άλλα έργα του χορογράφου-σκηνοθέτη. Ο τοίχος της αρχής με τους σοβάδες που ξεφτίζουν και πέφτουν ενώ μπαινοβγαίνουν άνθρωποι από τρύπα στο κέντρο του μπερδεύοντας ταυτότητες και σώματα, δεν μετέτρεψε τον κ. Παπαιωάννου σε σκηνικό illusionist, απεναντίας φάνηκε παλιό και πολυχρησιμοποιημένο.

Για να πω την αλήθεια, όλο το έργο φάνηκε παλιό, τόσο που αισθάνθηκα την ανάγκη να αναφωνήσω "ευτυχισμένο το 1988": η "αμεσότητα" με το κοινό στο δείπνο των περφόρμερς στο τέλος της παράστασης, το λεπτεπίλεπτο "πανί"-ουρανός που με το φτυάρι του ανακινούσε ένας εκ των περφόρμερς δίνοντάς του για ώρα το ίδιο "εκρηκτικό", ταξιδιάρικο μοτίβο ανάλογα με τις πτυχώσεις του υφάσματος (και λιγάκι Truman Show) η εμφάνιση του κρεβατιού με τα τσαλακωμένα σεντόνια ως αναπαράσταση γνωστού πίνακα -στην πίσω πλευρά του τοίχου της αγωνίας (λιγάκι σαν εκ του φυσικού ξαναστήσιμο σημαντικών πινάκων που είναι και της μοδός εσχάτως), με έκαναν να νιώσω σαν να ξαναζωντάνευαν τα πολύ παλιά "Τραγούδια", για παράδειγμα, αγαπητό σε πολύ κόσμο έργο του Δ. Παπαιωάννου.

Όλο αυτό το αλύγιστο, σιωπηλό, καταπιεστικό σύμπαν μοιάζει να έρχεται θυμωμένο από τον ίδιο τον beautifier σκηνοθέτη, αλλά αυτό που θεωρείται προσήλωση στην τελειότητα, νομίζω είναι μια εμμονή -εξ ού και η καταπιεστική εκ των έσω αφόρητη "σιωπή" και έλλειψη ανάληψης οποιασδήποτε συναισθηματικής "ευθύνης"- με την υπακοή σε κανόνες savoir vivre, στην ανάγκη εσωτερίκευσης και γειτνίασης κανόνων της υψηλής τέχνης, από την οποία, παρά την προσπάθεια να αλλάξει ύφος, δεν καταφέρνει να απαλλαγεί. Κρίμα γιατί φαίνεται να το χρειάζεται επειγόντως. Πιστεύω ότι αν κατάφερνε να απαλλαγεί από τις αναφορές per se σε έργα, σε σημείο στερεοτυπίας, είτε προκειται για τον Rubens, τον Viola, τον Freud, τον Moreau και οποιονδήποτε άλλο, και αφηνόταν στην αυθεντικότητα της εμπειρίας του, θα άφηνε κάτι άξιο λόγου.  Εν πάση περιπτώσει αξίζει να δοκιμάσει. Τα χρόνια περνάνε, αν δε σχολιάσει και τώρα την εμπειρία του "αυθεντικά" πότε θα το κάνει...;

Παραμένει προβληματική η σκηνική διαπραγμάτευση της γυναικείας μορφής. Συνήθως η αναπαράσταση των γυναικείων μορφών στα έργα του υπακούουν σε εντελώς παραδοσιακές θεωρήσεις έως τα όρια του μισογυνισμού. Αυτη τη φορά, άφησε τα πράγματα σχεδόν μετέωρα, πιο υπαινικτικά, σχεδόν αναποφάσιστος για το ποιά γραμμή έπρεπε να ακολουθήσει, πράγμα όχι απαραίτητα αρνητικό.

Στο σημείο που βρίσκεται, πρέπει να πάρει σοβαρές αποφάσεις ο γνωστός χορογράφος. Εντάξει sold out ήταν η παράσταση, μερικοί από εμάς είχαν και κυάλια για να βλέπουν, άλλοι ξεγοφιάστηκαν να σκύβουν απ' τα θεωρεία αφού άλλαξαν θέση από τα ψηλοκρεμαστά μετόπισθεν σε κοντινότερες στη σκηνή θέσεις -πλην όμως, περιορισμένης ορατότητας. Μου θύμισε την Θεσσαλονίκη-Πολιτιστική (σε καλό μας!) που είχε φροντίσει η οργανωτική ομάδα, η κριτικός της παράστασης να βλέπει το ρεβέρ της σκηνής, και μ' έπιασε γέλιο. Τελοσπάντων, έλεγα ότι ο πρώην τελετάρχης ης Αθήνας 2004, πρέπει να πάρει ένα σφουγγάρι και να σβήσει μεγάλο κομμάτι του παρελθόντος του με θάρρος, και να μιλήσει ειλικρινά για το savoir vivre και savoir faire που του φαίνεται τόσο αποπνικτικό. Αφορά τον ίδιο, όχι κάποιους άλλους, άπου, κάπως, κάποτε. Προς το παρόν, αναλίσκεται σε causerie, ωσάν ελαφρύ salon όπου η μεγαλύτερη αποκάλυψη είναι οι μπαναλιτέ του Paolo Coelho. Στο κομμωτήριο που πάω, πιο αληθινές κουβεντες έχω ακούσε βρ' αδερφέ...

Να προσθέσουμε ότι εντυπωσιακά η εργατική τάξη του "Still Life", σε μια κρίση marxisto-sessuale αναβίωση του ύφους των '70s, ξεβρακώθηκε και καβαλήθηκε από την ασπροντυμένη μπουρζουαζία. Τόσο hard-core συμπαραδηλωση, θα ξυπνούσε τον θαυμασμό καλλιτεχνών όπως ο Marco Ferreri.

Τελοσπάντων, επειδή ανυστερόβουλα πάντα, συμβαίνει να ξυπνάει την ανάγκη του λογοπαίγνιου ένα έργο, ασχέτως ποιότητος, θα έλεγα ότι το Still Life, παρά τους σοβάδες, τα τούβλα, τα φτυάρια και τους (γ)κασμάδες, δεν ήταν για τα μπάζα.

©