Friday, October 20, 2023

ΚΡΙΤΙΚΗ - ΜΠΑΜΠΑΔΕΣ ΜΕ ΡΟΥΜΙ (Θέατρο "Αλίκη", 19/10/2023)


Το 1996, χρονιά που πρωτοπαρουσιάστηκε το έργο, ο κόσμος ήταν αλλιώς. Η Ελλάδα ήταν αλλιώς.  Ακόμη καπνίζαμε, ξενυχτούσαμε και τις καθημερινές, το λεξιλόγιό μας δεν είχε περιοριστεί πολύ από την εικόνα και την πολιτικά ορθή ιδεολογία που τότε ανακαλύπταμε ως επιθυμητό, εξωτικό προϊόν, και τα "κέντρα με αλλοδαπές" συζητιούνταν ανοιχτά και ευρέως, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του '80. Η ιδιωτική τηλεόραση κι αυτή τη δεκαετία του '90, παραφορτωμένη και υπερφίαλη, με τα πρώτα "ρεπορτάζ"-κουτσομπολιά, προσέγγισε από τη δική της σκοπιά το ζήτημα των "χαμένων περιουσιών" λόγω γάμων πολλών υπέργηρων ή απλά γηραιών συνταξιούχων με "αλλοδαπές" που τους φρόντιζαν -καθότι η φροντίδα ηλικιωμένων, όπως οι αγροτικές εργασίες περνούσαν στα χέρια του εισαγόμενου εργατικού δυναμικού, μαρτυρώντας μια ιδεολογική και πρακτική "αστικοποίηση" που εξαπλωνόταν και στην περιφέρεια. 

Το 1996, το χρήμα έρρεε άφθονο στον πολιτισμό, ενώ οι επιχειρήσεις και το Δημόσιο δήλωναν ένδεια, οι μισθοί ήταν παχυλοί, και στη σκηνή, διά χειρός Μ. Ρέππα και Θ. Παπαθανασίου ήρθε το αγαπημένο θέμα της καθωσπρέπει οικογένειας που όμως κρύβει μεγάλη λαμογιά -λίγο αργότερα, ο "Ακάλυπτος" θα γινόταν ένας εθνικός αναγνωρίσιμος τύπος που θα περνούσε σε σήριαλ και ταινίες για δεκαετίες, όπως ο "ροκ" Βαλκάνιος. 

Το μυθιστόρημα αλλά και η θεατρική παράδοση είχαν ήδη παραθέσει παραδείγματα ανάγνωσης συμπεριφορών και ψυχολογικής ανάλυσης χαρακτήρων ικανών να φέρουν σε δύσκολη θέση τους πιο παραδοσιακούς θεατές, αναδεικνύοντας τις ρωγμές στην οικογένεια. Ο Μανιώτης είναι ένα από τα πολλά παραδείγματα. Αλλά εκεί μιλάμε για δράματα. Οι Μιχάλης Ρέππας και Θανάσης Παπαθανασίου, ανήκουν στο εξίσου δύσκολο είδος της κωμωδίας και το είδαν αλλιώς. Το 1996 λοιπόν, ανέβηκε το έργο τους Μπαμπάδες με ρούμι, εξαιρετικά επίκαιρο τότε, με δύο γιους-πικραμένα λαμόγια, δύο νύφες που αλληλοφαγώνονται όπως οφείλουν οι συνυφάδες, και φυσικά μια εκπρόσωπο του κοινωνικού επαρχιακού περίγυρου και μια Βουλγάρα που φρόντιζε τον "γέρο" πατέρα. 

Η μαύρη κωμωδία του πασίγνωστου συγγραφικού διδύμου, διατρέχει διάφορα επίπεδα: το προαναφερθέν των γάμων με αλλοδαπές για νομιμοποίηση και άδεια παραμονής (που αλλιώς θα παρουσιαζόταν σήμερα), την κλοπή της σύνταξης και των ακινήτων από τις εισαγόμενες συζύγους, τα χρέη της οικογένειας με τους απογόνους να προσβλέπουν στην πατρική περιουσία για να σωθούν (αυτό είναι το πιο δυνατό δραματουργικά σημείο αλλά είπαμε δεν είναι δράμα το έργο), την ελαφρότητα της εποχής (το χρήμα βρισκόταν εύκολα σε δάνεια και Χρηματιστήριο, κι αυτό όμως θα παρουσιαζόταν αλλιώς σήμερα). Όπως σε πολλά έργα της νέας ελληνικής δραματουργίας, υπάρχει κι εδώ ο διαχωρισμός των δύο αδελφών, αλλού θα ήταν ο αριστερός κι ο δεξιός, ο αντάρτης κι ο χωροφύλακας, εδώ είναι το χοντρολαμόγιο-υπερφίαλος επιχειρηματίας με μεγάλες ιδέες κι εξίσου μεγάλες αποτυχίες, κι ο συνετός οικογενειάρχης, καλός γιος. Και οι δύο, δυνητικά βίαιοι, άδικοι, σκληροί και άρπαγες. Στο βάθος όμως απ' όλο αυτό το γαϊτανάκι, αχνοφαίνεται η κριτική για τους δύο γιους που μάλλον θα ήταν το καμάρι του πατέρα, που πραγμάτωσαν όλες τις αναμενόμενες κοινωνικές συμβάσεις, κι όμως είναι εξαρτημένοι απ' τον "γέρο", και είναι κατά βάθος χειρότεροι από παιδιά που μπορεί να μην ήταν τόσο επιθυμητά ή ακόμη και εξοστρακισμένα λόγω τρόπου ζωής, για παράδειγμα ομοφυλόφιλοι, αλλά που θα στέκονταν στα πόδια τους, και ίσως να είχαν καλύτερες αρχές για τη ζωή τους και τη ζωή γενικότερα. Αλλά είπαμε, είναι κωμωδία, όχι δράμα. 

Κωμωδία που τα 'χει τα χρονάκια της, έχει καλύτερη σκηνική (από εικαστική και ατμοσφαιρική άποψη) στιγμή το ανέβασμα της σκηνής για αλλαγή χώρου,  και παρά τη μανιέρα και το εμπορικό ανέβασμα, έχει ρυθμό και ωραίους ηθοποιούς (Χρήστος Χατζηπαναγιώτης, Τζόϋς Ευείδη, Κώστας Κόκλας, Σοφία Βογιατζάκη, Βίκυ Σταυροπούλου, Μαρία Λεκάκη). Μου άρεσαν πολύ, περισσότερο η Βίκυ Σταυροπούλου που όσο πέρναγε η ώρα γινόταν όλο και πιο λιτή και όλο και πιο ουσιαστική. Δεν θα πω για τα σημεία που το καστ (;) έκλεινε το μάτι στο θεατή με ατάκες και εκφορά λόγου που υπενθύμιζε παραστάσεις και τηλεοπτικές παραγωγές όπου ξανασυναντήθηκαν [με το κοινό], αυτό το έκανε και η παλιά ιδιοκτήτρια του θεάτρου, η Αλίκη, πρώτη διδάξασα. 

Sold-out η βραδιά, κάντε τα κουμάντα σας αν θέλετε να το δείτε. 


φωτο από το πρόγραμμα της παράστασης




Monday, August 28, 2023

PREVIEW - ΙΣΡΑΗΛΙΝΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ σε ΣΙΚΙΝΟ και ΔΡΑΜΑ




"Friendly Fire"


Ο Ισραηλινός κινηματογράφος ταξιδεύει στην Ελλάδα. Τέσσερις ταινίες προβάλλονται σε Σίκινο  και Δράμα, με τη στήριξη της Πρεσβείας του Ισραήλ.
Στο 5ο Little Islands Festival (Σίκινος, 28-31 Αυγούστου) προβάλλονται οι ταινίες “Friendly Fire” του Tom Koryto Blumen και “The building at 9 Etzel Street” των Bar Vaknine και Tamar Sharvit.
Στο 46ο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας (4-10 Σεπτεμβρίου) προβάλλονται οι ταινίες “Nool” της May Grosman και I asked him to take me dancingτου Hillel Rate


“The building at 9 Etzel Street” 

"Nool" 

"I asked him to take me dancing" 





PREVIEW- 51ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΒΙΒΛΙΟΥ

 

51ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΒΙΒΛΙΟΥ
ΠΕΔΙΟΝ ΑΡΕΩΣ

1 - 17 Σεπτεμβρίου 2023
Ώρες λειτουργίας
Δευτέρα-Πέμπτη: 18:00-22:30
Παρασκευή & Σάββατο: 18:00-23:00
Κυριακή: 10:30-15:00 & 18:00-22:30

 Διοργάνωση: Σύνδεσμος Εκδοτών Βιβλίου (Σ.ΕΚ.Β.),

Περιφέρεια Αττικής, Οργανισμός Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας Δήμου Αθηναίων, σε συνεργασία με το Μικρό Παρίσι των Αθηνών και το Δίκτυο για τα Δικαιώματα του Παιδιού.

Υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού, του Δήμου Αθηναίων, του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού και του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών

Με την υποστήριξη της Vestart.


Την 1η Σεπτεμβρίου, η μεγαλύτερη γιορτή του βιβλίου «ανοίγει τις πύλες της» στο Πεδίον
του Άρεως για να υποδεχτεί τους φίλους του βιβλίου και να προσελκύσει νέους
αναγνώστες. 210 εκδότες, 275 περίπτερα, 180 πολιτιστικές εκδηλώσεις, συναυλίες,
θεατρικές παραστάσεις, διαδραστικά εκπαιδευτικά δρώμενα και πολλά άλλα στο μεγάλο
51ο Φεστιβάλ Βιβλίου 2023.
Το 51ο Φεστιβάλ Βιβλίου διοργανώνει ο Σύνδεσμος Εκδοτών Βιβλίου (Σ.ΕΚ.Β.), η
Περιφέρεια Αττικής και ο Οργανισμός Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας Δήμου
Αθηναίων (Ο.Π.Α.Ν.Δ.Α.) σε συνεργασία με το Μικρό Παρίσι των Αθηνών και το Δίκτυο
για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Πραγματοποιείται υπό την αιγίδα του Υπουργείου
Πολιτισμού, του Δήμου Αθηναίων, του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού, του Εμπορικού
Επιμελητηρίου Αθηνών και με την υποστήριξη της Vestart.
Το Φεστιβάλ Βιβλίου, αναγνωρισμένο, πλέον, ως το μεγαλύτερο εορταστικό γεγονός στον
χώρο του βιβλίου, πραγματοποιεί το 2023 μία μεγάλη επιστροφή. Το σύνολο, σχεδόν, της
ελληνικής βιβλιοπαραγωγής παρουσιάζεται στο Πεδίον του Άρεως, εγκαινιάζοντας τη νέα
εποχή του Πάρκου. Στον αναμορφωμένο και ιστορικό -για το βιβλίο- χώρο, οι επισκέπτες
του Φεστιβάλ, με φόντο τα χιλιάδες βιβλία, θα έχουν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν και
να συμμετάσχουν σε ένα πολυποίκιλο, πολιτιστικό γεγονός. Μεταξύ πολλών άλλων
εκδηλώσεων, θα πραγματοποιηθούν: Συναυλία με τη μεγάλη ερμηνεύτρια, Ελένη Δήμου,
συναυλία από το Marios Strofalis Quartet & Ειρήνη Τουμπάκη, συναυλία με την υψίφωνο
Κρίστυ Καθαρίου, παιδική θεατρική παράσταση «Το καρναβάλι των ζώων» από την
εταιρεία θεατρικών παραγωγών ΜΕΘΕΞΙΣ, παράσταση Καραγκιόζη από το Θέατρο Σκιών
«Νικόλα Τζιβελέκη», εκδήλωση της Ελληνικής Ακαδημίας Κόμικς, διημερίδα
πρωτοεμφανιζόμενων λογοτεχνών.
Το κεντρικό αφιέρωμα του 51ου Φεστιβάλ Βιβλίου 2023 έχει τίτλο «Γυναίκα -
πολυσύνθετο ανάγνωσμα» και είναι επικεντρωμένο στην προσφορά των γυναικών στις
Τέχνες και τα Γράμματα, αλλά και στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες στο
πέρασμα των χρόνων και στο σήμερα.
Την αφίσα και το εξώφυλλο του καταλόγου του 51ου Φεστιβάλ Βιβλίου 2023 κοσμεί έργο
του κορυφαίου Έλληνα ζωγράφου, Γιώργου Ρόρρη.
Είμαστε βέβαιοι, ότι το 51ο Φεστιβάλ Βιβλίου θα επιτύχει, για ακόμη μία χρονιά, να
επιτελέσει τον πνευματικό, κοινωνικό και πολιτιστικό του στόχο, με τη συμπαράσταση
όλων όσοι μοχθούν για την παραγωγή και την προβολή του βιβλίου, αλλά, κυρίως, με την
υποστήριξη των φίλων αναγνωστών. Σας περιμένουμε όλους στο 51ο Φεστιβάλ Βιβλίου στο Πεδίον του Άρεως, στη μεγαλύτερη Γιορτή του Βιβλίου, καθημερινά, από 1 έως 17 Σεπτεμβρίου 2023 με ελεύθερη είσοδο. 
Τα επίσημα εγκαίνια θα πραγματοποιηθούν τη Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου 2023 και ώρα 20:00.


Το Πεδίον Άρεως αλλάζει - Το Βιβλίο επιστρέφει σπίτι του! Περισσότερες πληροφορίες: Σύνδεσμος Εκδοτών Βιβλίου (Σ.ΕΚ.Β.)

Τηλ: 210 3303942, 210 3302523 URL:www.sekb.gr

Sunday, January 30, 2022

ΚΡΙΤΙΚΗ - ΣΙΝΕΜΑ/ "R.E.M.-ΤΑΧΕΙΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ ΟΦΘΑΛΜΟΥ"

 

REM-Ταχείες Κινήσεις Οφθαλμού, του Κάρολου Ζωναρά

Με τους: Δημήτρη Κίτσο, Νατάσσα Εξηνταβελώνη, Κάτια Leclerc-Ο’ Wallis, Μάνο Πίντζη, Δημήτρη Φραγκιόγλου.

Για τον έρωτα έχουν ειπωθεί πολλά. Πάρα πολλά. Με ποιήματα, ταινίες, μυθιστορήματα, τραγούδια, πίνακες ζωγραφικής και βάλε. Ο έρωτας έχει αξιολογηθεί, εκτιμηθεί και απολογισμοί επί του θέματος περιλαμβάνουν παθιασμένες εξομολογήσεις, ιστορίες σατανικής προδοσίας, έργα με ευτυχισμένο τέλος, περιπτώσεις ανομολόγητου κυνισμού. Οι απόψεις ποικίλουν με την εποχή και τις γενεές. Με το τι επιτρέπεται και τι φαντασιώνονται οι άνθρωποι ότι θα έπρεπε να επιτρέπεται, και κάπως έτσι, γίνονται και οι σεξουαλικές επαναστάσεις, με θύματα και θύτες.

Στο REM-Ταχείες Κινήσεις Οφθαλμού, την νέα του ταινία, ο Κάρολος Ζωναράς, καταγράφει ποιητικά και κάνοντας πεισματάρικα “σλάλομ” ανάμεσα στα κλισέ του είδους, μια εκδοχή ερωτικών πιθανοτήτων: το ζευγάρι, που γίνεται κουαρτέτο με τις εκατέρωθεν απιστίες, τη ζήλεια, την προδοσία και τις πιθανές λύσεις τέτοιων καταστάσεων, που σε πολλούς όταν τις αντιμετωπίζουν φαίνονται αδιέξοδες, και είναι αιτία βιαιοπραγιών κυρίως εναντίον γυναικών, πράγμα που αναφέρεται και στην ταινία.

Το REM-Ταχείες Κινήσεις Οφθαλμού, θίγει πολλά θέματα σε διπλοτυπίες: αρχικά, ο χρόνος που περνάει, και οι αλλαγές που φέρνει στις ερωτικές σχέσεις. Βαθαίνουν ή γίνονται πιο ρηχές, πιο αποκαλυπτικές εκείνου που ίσως δεν υπήρξε ποτέ; Έπειτα, η απιστία. Είτε με κατάληξη την ανοχή ή ακόμη και τη συγχώρεση, είτε την αλληλοεξόντωση, η απιστία είναι κάτι πολύ πιθανό να συμβεί. Επιθυμία, ματαιοδοξία, γοητεία, φαντασίωση, φόβος, μοναξιά, οι αιτίες ή η δικαιολογίες μπορεί να είναι πάρα πολλές, και απ’ ό,τι φαίνεται στην ταινία, τις μαθαίνει κανείς από πολύ νεαρός. Ίσως και να ‘ναι συστατικό μέρος της ανθρώπινης ερωτικής συμπεριφοράς. Ύστερα, η απροσδιοριστία της επιθυμίας στους συμμετέχοντες σε μια σχέση, που οδηγεί σε παρανοήσεις, σαν να παίζουν “πέτρα-ψαλίδι-χαρτί” και να μη βγάζουν ποτέ ίδιο αποτέλεσμα . Και βέβαια, η ομορφιά, ό,τι κι αν εντάσσει καθένας σ’ αυτό τον όρο, η κτητικότητα και η απληστία της κατάκτησης του άλλου. 

Η ταινία, φτιαγμένη με μια με ύφος (μεταμοντέρνας) περφόρμανς, βγάζει απ’ τη "ζώνη ασφαλείας του" τον θεατή, όχι λόγω μιας σφιχτής δραματουργίας που κατευθύνει το σασπένς, αλλά γιατί μέσα από τα αφηγηματικά θραύσματα, κορυφώνεται η αγωνία να αντιληφθεί [ο θεατής], με ποιόν χαρακτήρα μπορεί να ταυτιστεί, τι σημαίνει αυτή η “ταινία-μέσα-στην-ταινία” ή μήπως απατηλή ως όνειρο περιγραφή της ζωής-ως-ταινίας. 

Το κοινό παίρνει μαζί του όλη την παραπάνω προβληματική περί έρωτος και σχέσεων μέσα από αναφορές στο νουάρ, στην νουβέλ-βάγκ, το Ιταλικό σινεμά, πλάνα μιας Αθήνας όμορφης, και να αναρωτηθεί κάνοντας άλματα στον χρόνο όπως η ταινία  REM-Ταχείες Κινήσεις Οφθαλμού, τι απ’ όσα βλέπει αναφέρονται στο πλαίσιο μιας συλλογικής εμπειρίας στην οποία ανήκει κι εκείνος.

Εν κατακλείδι: μια όμορφη ταινία, με εξαιρετικό καστ. Υπέροχοι οι νέοι ηθοποιοί (Δ. Κίτσος, Ν. Εξηνταβελώνη), με προσωπικό στυλ και ωριμότητα οι Μ. Πίντζης, Κ. Leclerc-Ο’Wallis, Δ. Φραγκιόγλου. Το REM-Ταχείες Κινήσεις Οφθαλμού, έχει ατμόσφαιρα, χιούμορ, σασπένς και φιλοσοφική διάθεση γύρω από τον έρωτα, την απιστία και το σινεμά που αποκαλύπτει τα μυστικά του με κάμερες, σενάριο και μικρόφωνα μπροστά στα μάτια του θεατή.






Thursday, February 4, 2021

ΚΡΙΤΙΚΗ θέατρο- ΩΝΑΣΗΣ ΤΑ ΘΕΛΩ ΟΛΑ

Προφανώς τα θέλει όλα ο κ Φασουλής, αφού επέλεξε να αλωνίσει επί σκηνής ώρες ολοκληρες για να ξαναπεί όσα ήδη ξέρουμε για την πολυτάραχη και άκρως ενδιαφέρουσα ζωή του Αριστοτέλη Ωνάση.

Μερικές φορές οι αναμνήσεις μιας εποχής με όσα αυτό μπορεί να σημαίνει, από τα μπουζούκια και το θρύλο Ζαμπέτα, μέχρι τον Κόκκοτα και την εκκεντρική φαβορίτα, και από την Ολυμπιακή, το ιδιωτικό νησί και τη θαλαμηγό μέχρι την παρέα προσωπικοτήτων της σκηνής και της πολιτκής από τη μια, αλλά και  το αίνιγμα των τριών σημαντικών γυναικών με τις εξίσου μυθιστορηματικές ζωές με του Ωνάση (ίσως και περισσότερο) από την άλλη, είναι αρκετό κίνητρο για να φέρει ένας καλλιτέχνης στη σκηνή τον "ήρωα" μιας ολόκληρης χώρας, πάνω στη σκηνή. 

Το έργο ακολουθεί τον "Αρίστο" από την εφηβεία στην άγαρμπη ενηλικίωση της Μικρασιατικής Καταστροφής, στην Αθήνα, στην Αργεντινή και στα πρώτα βήματα στα σαλόνια του διεθνούς τζετ-σετ, ωσότου ο ίδιος να ορίζει πολλές απ' τις παραμέτρους του. Όμως η ζωή του πληθωρικού Έλληνα πλοιοκτήτη έγινε καρικατούρα παρά τις άκρως φιλότιμες προσπάθειες των συμμετεχόντων ηθοποιών. 

Λίγο το τέλος εποχής, λίγο το λυκόφως των ειδώλων, λίγο η αλλαγή της σύστασης του τζετ-σετ, λίγο ο διαφορετικός τρόπος που απόγονοι και επίγονοι επιλέγουν να χειριστούν το όνομα που τους κληρώθηκε να φέρουν ή να υπηρετούν, μαζί και άλλα που δεν είναι της παρούσης, έκαναν το θεατρικό εγχείρημα αμήχανο για τον θεατή, άκαιρο, στην καλύτερη σαν αναμνήσεις και παραινέσεις ενός γέρου θείου. 

Ίσως μερικά χρόνια πριν, να είχε νόημα. Με άλλο καστ ει δυνατόν, παρά τις υπερφιλότιμες προσπάθειες των πρωταγωνιστών, και άλλη προοπτική πέραν του mainstream biopic. Που μια χαρά μπορεί να είναι, αλλά δεν το σηκώνει άλλο η υπερεκτεθειμένη ζωή και ο μύθος του σπουδαίου αυτού Έλληνα. 

(Ιανουάριος, live streaming. θέατρο Παλλάς. Στον ρόλο της Μαρίας Κάλλας η Κατερίνα Παπουτσάκη, στον ρόλο τςη Τζάκυ Κέννεντυ-Ωνάση η Δήμητρα Ματσούκα.)


Friday, December 11, 2020

ΚΡΙΤΙΚΗ - ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΣΤΕΦΑΝΙ

 Θεάτρο Παλλάς, live streaming, 6/12/2020.

Πρωτοδιάβασα το Τρίτο Στεφάνι πριν πολλά χρόνια. Με ενθουσίασε αν και μου φάνηκε μια σπουδή στη δυστυχία. Η Εκάβη με τα συνεχή πάνω-κάτω, μια ευτυχία που δεν έλεγε να στεριώσει, μια ευτυχία που δεν μπορούσε να την ελέγξει όσο κι αν προσπαθούσε. Ίσως και δεν την ήξερε πώς ήταν στ' αλήθεια ή πώς να τη διεκδικήσει. Η ευτυχία του ενός, της Εκάβης, ήταν φτιαγμένη από τις διαθέσεις και την ανθεκτικότητα στη δυστυχία των άλλων, του άντρα της, των παιδιών της. Ήταν κι αυτή λιγάκι σαν το Δημήτρη, τον αυτοκαταστροφικό αγαπημένο της γιό, και πρόσωπο σχεδόν συμπρωταγωνιστικό της Εκάβης στην χειμαρρώδη αφήγηση παθών και παθημάτων μάνας και γιού, από τον Κώστα Ταχτσή.

Οι παροιμιώδεις αντοχές της Εκάβης και της Νίνας σχεδόν συμπαρασύρουν όποιον δεν είναι φτιαγμένος απ' το ίδιο τσαγανό στο περιβάλλον τους. Μερικές φορές οι δύο γυναίκες φαντάζουν εξωπραγματικά ανθεκτικές και έξω από τα κοινωνικά πρέπει και κανόνες. Η ντροπή για παράδειγμα, ή το πένθος, δύο συναισθήματα τεράστιας δυναμικής, δεν έχουν δύναμη πάνω σ' αυτές τις δυό, που εξυψώνονται από τον συγγραφέα γιατί υπερέχουν κάπου αλλού: μπορούν και αγαπούν. Ιδιόρρυθμα, επίμονα, υπερβολικά, με τρέλλα, αλλά αγαπούν. Παίρνουν δύναμη και αξιοπρέπεια από μια διαφορετική αίσθηση και κανόνες σχετικά με την αξιοπρέπεια, το φαίνεσθαι, την ηθική. Η ηθική τους προσαρμόζεται στις ανάγκες της οικογένειάς τους και στα λάθη τους, κι έτσι συνεχίζεται η ζωή και η αγάπη παρά τις αναταράξεις και τις συγκρούσεις.

Δεν ξέρω αν η παράσταση του Παλλάς (6/12/2020), υπό τη σκηνοθετική μπαγκέτα του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη, θα μπορούσε να μεταδώσει μια σε βάθος οπτική της αφήγησης του Ταχτσή σε θεατές που δεν έχουν εμπειρία του έργου του. Και μιλάμε για μια παράσταση-ποταμό, σχεδόν τρίωρη διαδικτυακά, χωρίς τα διαλείμματα της κανονικής παράστασης σε θέατρο, με το γνωστό εδώ και χρόνια πολυ-σκηνικό, τα τραγούδια και το χειρισμό της σκηνικής οικονομίας των καλών εμπορικών θεαμάτων.

Παρά τα προαναφερθέντα στάνταρντ στοιχεία μιας εμπορικής πράστασης, πρέπει να πω ότι Το Τρίτο Στεφάνι καταφέρνει και κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον, και έχει θαυμάσιες ερμηνείες από όλο το θίασο, Γ. Ψυχογυιό, Κ. Ανταλόπουλο, Σ. Κεκέ, Ντ. Γιαννακοπούλου, Ελ. Σκολίδη, Τ. Λέκκα. Η Μαρία Καβογιάννη, παρά τις αρχικές λίγες επαφές με τη μανιέρα της, ξέφυγε θριαμβευτικά προς μια θαυμάσια “Εκάβη”, συγκλονιστική όσο περνούσε η ώρα και βάθαινε η πίκρα στη ζωή της ηρωίδας. Η Μαρία Κίτσου παραήταν νέα για “Νίνα”. Υπάρχουν ρόλοι που η ηλικία έχει σημασία, η συλλογή εμπειριών, το ύφος, που κάνουν αληθοφανέστερη την σκηνική παρουσία του χαρακτήρα. Άξια όμως, επωμίστηκε μεγάλο βάρος παλληκαρίσια. Έκτακτη και έκπληξη από την Καλλιρόη Μυριαγκού ως “Ερασμία”.



Monday, November 30, 2020

ΚΡΙΤΙΚΗ - ΑΡΙΣΤΟΣ

Αρίστος (Θέατρο Πορεία, live streaming 29/11/2020).

Ο Αρίστος “είναι παράσταση βασισμένη στο μυθιστόρημα του Θωμά Κοροβίνη Ο γύρος του θανάτου”, σε σκηνοθεσία του Γιώργου Παπαγεωργίου.

Ένα έργο για τον Αριστείδη Παγκρατίδη, είναι κάπως σαν το Μακρύ Ζεϊμπέκικο για τον Νίκο του Σαββόπουλου, την Παραγγελιά του Τάσσιου για το ίδιο θέμα, δηλαδή τον Νίκο Κοεμτζή, είναι κάπως σαν το ενδιαφέρον Κοκτώ για τον Ζενέ. Ο Αριστείδης (Αρίστος) Παγκρατίδης, ήταν ο εκτελεσθείς ως “δράκος του Σεϊχ Σου”, τον Φεβρουάριο του 1968, στα 28 του χρόνια. Η Θεσσαλονίκη περισσότερο γνωστή σήμερα για το φαγητό και την ξενοιασιά, κάπως σαν ήρεμη επαρχία με καταλαγιασμένα πάθη και εξαντλημένες τις δυνάμεις της, γνώρισε παράξενες στιγμές στο παρελθόν με πυρκαγιές και πολιτικές δολοφονίες που άλλαξαν τον ρου των γεγονότων και ίσως της Ιστορίας. Άντρο πολιτικής βίας, δοξάστηκε και ανακαλύφθηκε και για τα ερωτικά της πάθη. Ίσως είναι η μόνη πόλη της επικράτειας που ξεμπρόστιασαν τα ιδιαίτερά της, ιστορικοί, μελετητές, ποιητές και ερασιτέχνες ανθρωπολόγοι, δείχνοντας πως η πόλη αυτή έχει δυνατότητες πέρα από την τακτοποιημένη ζωή της επιφάνειάς της.

Ο Παγκρατίδης, φτωχοδιάβολος με επιβαρυμένο ατομικό και οικογενειακό προφίλ, καλώς ή κακώς (ο ίδιος παρά την αρχική ομολογία του αρνιόταν ως το τέλος την ενοχή του), εκτελέστηκε ως κάτι σαν ελληνική εκδοχή του Jack the ripper, για τα ειδεχθή εγκλήματα στο δάσος του Σεϊχ Σου. Οι επιθέσεις έδωσαν τροφή στη φαντασία όχι μόνο αναφορικά με το φονιά αλλά και με τα ζευγαράκια που κατέφευγαν εκεί. Η γαργαλιστική παρανομία αποκαλυμμένη, ξάναβε για δεκαετίες τη φαντασία των καθωσπρέπει αστών που δεν ήξεραν αν ο φόνος ή η αποκάλυψη ήταν το χειρότερο.

Ο Παγκρατίδης μέσα στη δυστυχία και την ανέχεια του, είχε τα στοιχεία να εξάψει τη διάθεση για μυθοπλασία αλλά και να εξιτάρει τη φαντασία των πολιτικοποιημένων αφού ενδεχομένως -κατά ορισμένους - να υπήρχε συγκάλυψη του πραγματικού δολοφόνου, βασισμένη σε βρώμικη συναλλαγή, στην οποία έπαιξαν ρόλο οικονομικά και κοινωνικά μεγέθη της εποχής. Άλλωστε και το δημοφιλές κωμικό, σαπουνοπερικό “Παρά πέντε” επί δύο σαιζόν έπαιξε επιτυχημένα και σχετικά συγκαλυμμένα με τον μύθο του “Αρίστου”, αφήνοντας την ιστορία του άδικα (με βεβαιότητα δηλώθηκε στο σήριαλ) καταδικασμένου “Βενετόπουλου” (ο κατά Καπουτζίδη Αρίστος), να ξεδιπλωθεί και να επιλυθεί (επιτέλους) το μυστήριό της. Μόνο όμως με τη συμμετοχή μιας “πολύχρωμης”/πολυσυλλεκτικής ομάδας (όπως το ουράνιο τόξο της LGBTQR κοινότητας).

Αυτή η “πολύχρωμη”, “περιθωριακή” ομάδα εμφανίζεται και στον Αρίστο του θεάτρου Πορεία και είναι οι άνθρωποι με τους οποίους σχετιζόταν ο ήρωας: τραβεστί, τραγουδίστριες β’ διαλογής, κ@λομπαράδες της εποχής, “σεμνοί και αξιοπρεπείς κύριοι” που ψωνιζόντουσαν ή ψώνιζαν το βράδυ, αλλά και η μάνα του, το πολιτικό και κοινωνικό σκηνικό της εποχής, μια κοινωνία που προσπαθούσε να ξαναζήσει και να ξεχάσει. Η παράσταση δεν διατρέχει μόνο τη ζωή του Αριστείδη Παγκρατίδη, διατρέχει και την πόλη, τις γειτονιές της, τα σοκκάκια, αλλάζει φως, διάθεση και χρώμα. Με τρεις ηθοποιούς θαύμα, την Φιλαρέτη Κομνηνού να αρθρώνει περίφημα αισθήματα και σκέψεις, με βάθος, με ουσία. Ο Γιάννης Λεάκος και ο Ιωάννης Αθανασόπουλος, οι άλλοι δύο της παράστασης, εξαιρετικοί. Ο Λεάκος μου πάει περισσότερο ως στυλ, έχει βάρος, βάθος, είναι πολύ συγκροτημένος. Σαν αερικό ο Αθανασόπουλος, άξιος και αυτός. Οι τρεις τους, με μουσική σύμπραξη επί σκηνής από τον Γιώργο Δούσο που ντύνει ωραία την παράσταση.

Υ.Γ. Πέρασα θαύμα, καλό το live streaming, είναι ένας τρόπος να λειτουργούν τα θέατρα και να έχουν δουλειά οι καλλιτέχνες. Εννοείται πληρώνουμε εισιτήριο και δεν το θέλουμε τζάμπα. Χωρίς τέχνη θα ήταν χάλια ο κόσμος, άρα ενισχύουμε όσο μπορούμε!


Sunday, January 26, 2020

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ - ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΡΑΓΚΙΟΓΛΟΥ

Γνώρισα τον Δημήτρη Φραγκιόγλου πριν αρκετά χρόνια, και από την αρχή μου έδωσε την εντύπωση ενός "γουντυαλλενικού" τύπου, με αίσθηση του χιούμορ, διάθεση για ανατροπές και μια γερή δόση αυτοσαρκασμού που έχουν τα γνήσια κωμικά ταλέντα. Όπως πολλοί ηθοποιοί, ταυτίστηκε για πολλά χρόνια στη συνείδηση του κοινού με τον χαρακτήρα που του έφερε τη μεγάλη επιτυχία και που δεν ήταν άλλος από τον "Τρύφωνα Σπιουνέα" στο επιτυχημένο σήριαλ "Της Ελλάδος τα παιδιά". Συγγραφέας, μεταφραστής, ηθοποιός, δάσκαλος, ο Δημήτρης Φραγκιόγλου από τον Φεβρουάριο, θα εμφανίζεται στο θέατρο Άλφα, στη δημοφιλή κωμωδία του Γκόγκολ, "Ο Επιθεωρητής."

Ν.Χ.: Πόσα χρόνια βρίσκεσαι στο θέατρο; (σινεμά, τηλεόραση)
Δ.Φ.: Τα πρώτα μου δειλά επαγγελματικά – αναγνωριστικά βήματα στον χώρο έγιναν το 1983 ενώ ήμουν ακόμη φοιτητής στο πανεπιστήμιο.
Ν.Χ.: Πώς αποφάσισες να γίνεις ηθοποιός;
Δ.Φ.: Η δραστηριοποίηση μου στο θεατρικό του Πανεπιστημίου – σαν ηθοποιός, μου έφερε επαγγελματικές προτάσεις πριν ακόμα φοιτήσω στη δραματική σχολή. Αυτό ήταν για μένα μια είδους επιβεβαίωση ότι άξιζε να τολμήσω να ασχοληθώ με το θέατρο και την ηθοποιία. Ήταν κάτι που το ήθελα πολύ αλλά χρειαζόμουν κι ένα πρώτο οκ για να κάνω το βήμα.
Ν.Χ.: Ποιά θεωρείς πιο σημαντική στιγμή στην πορεία σου;
Δ.Φ.: Ήταν η παρουσίαση του Γελώντας Άγρια του Christopher Durang το 2000 με την ομάδα μου τους Χρυσοθήρες.
Ν.Χ.: Γιατί;
Δ.Φ.: Ήταν έργο πρόταση εκείνη τη στιγμή. Όσοι το είχαν διαβάσει με είχαν αποτρέψει να προχωρήσω στο ανέβασμά του. Ευτυχώς το τόλμησα. Και αποδείχτηκε ότι δεν έκανα λάθος.
Ν.Χ.: Έχεις ασχοληθεί με πολλά είδη, σενάριο, ηθοποιός κλπ., και συχνά χαρακτηριστικό σου ήταν η προσπάθεια να φέρεις μια άλλη προσέγγιση, ένα στυλ "αντι-σταρ", και μάλιστα σε εποχές όπως η δεκαετία του '90 που όλα ήταν glossy και επιδεικτικά. Καταρχάς το έχω αντιληφθεί σωστά;
Δ.Φ.: Είναι απολύτως σωστό αυτό που λες. Είμαι παιδί της δεκαετίας του ’80. Η περιπέτειά μου με το χώρο τότε ξεκίνησε. Το τότε ελληνικό σταρ σύστεμ δεν είχε κάτι που να μου αρέσει, να με γοητεύει - αντίθετα πιστεύω ότι ήταν και πολύ περιοριστικό. Με αυτή την έννοια ήμουν και παραμένω αντισταρ.
Ν.Χ.: . Ήταν συνειδητή απόφαση;
Δ.Φ.: Η στάση μου ήταν συνειδητή. Ήμουν στην τηλεόραση, στις εμπορικές ταινίες και τις μετέπειτα βιντεοταινίες εκείνης της δεκαετίας – που μου πρόσφεραν κάποια χρήματα – αλλά συνειδητά όχι στο αντίστοιχο θέατρο.
Ν.Χ.: Ήταν επιλογή ιδεολογική;
Δ.Φ.: Μεγάλες κουβέντες. Ήταν κάπως ιδεολογικό-αισθητική επιλογή.
Ν.Χ.: Ήταν κατεύθυνση θεατρική;
Δ.Φ.: Αισθανόμουν ότι το αν υπηρετούσα το τότε «εμπορικό θέατρο» δεν θα εξελισσόμουν και δεν θα είχα συνέχεια.
Ν.Χ.: Ποιές είναι οι επιρροές σου;
Δ.Φ.: Όταν ξεκινούσα δεν μπορώ να πω ότι είχα συγκεκριμένες επιρροές γιατί στην πραγματικότητα είχα δει και είχα διαβάσει πολύ λίγα πράγματα τότε.
Ν.Χ.: Τι θέατρο ήθελες ή/και θέλεις να κάνεις;
Δ.Φ.: Μου αρέσουν όλα τα είδη του θεάτρου. Και γενικά είμαι ανοιχτός στην περιπέτεια του θεάτρου. Τώρα μεγαλώνοντας μου αρέσει να επιστρέφω στα παλιά κείμενα – τα ας τα πούμε κλασσικά δλδ κατά κάποιο τρόπο και στις απαρχές του θεάτρου.
Ν.Χ.: Αν ταυτιστείς με κάποιο στυλ μπορείς να ξεφύγεις; Και γενικά υπάρχει δόση αλήθειας όταν ένας ηθοποιός ταυτίζεται με κάποιο χαρακτήρα;
Δ.Φ.: Δύσκολα ξεφεύγεις από κάποιο στυλ αν το υπηρετείς κατ’ εξακολούθηση. Αν επιλέγεις να κάνεις συνέχεια το ίδιο πράγμα είτε από ανασφάλεια είτε για βιοποριστικούς λόγους – το πράγμα δυσκολεύει και φυσικά δεν ευθύνονται οι άλλοι. Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση της στενότητας να μπορούν να σε δουν - φανταστούν σε κάτι διαφορετικό. Γι αυτό δεν ευθύνεσαι – δεν ευθύνεται ο ηθοποιός. Είναι κάτι που το έχω ζήσει και που πάλεψα για να το αντιστρέψω.
Ν.Χ.: Having said that, μπορείς να πεις ότι ελέγχεις το θεατρικό σου "πεπρωμένο" -μετά από κάποια χρόνια κιόλας που βρίσκεσαι στο επάγγελμα;
Δ.Φ.: Μπορώ να πω ότι ελέγχω μόνο το που δεν θα θέλω να είμαι – χωρίς να λέω μεγάλες κουβέντες. Τώρα για τις υπόλοιπες επιλογές ποτέ δεν ξέρεις. Πάντα έχουμε προσδοκίες και θέλω να πιστεύω ότι ξεκινάμε με καλές και αγνές προθέσεις. Να είμαστε σε μια καλή δουλειά με καλούς συνεργάτες κλπ κλπ… αλλά αυτό δεν βγαίνει πάντα.
Ν.Χ.: Ποιά είναι η σχέση σου με το κοινό; Θα έλεγες ότι το έχεις προκαλέσει, και πώς; Αν ναι, τι αποτέλεσμα έφερε η πρόκληση;
Δ.Φ.: Γενικά δεν ανήκω στην κατηγορία των ανθρώπων που τους αρέσει να προκαλούν στην ζωή. Τώρα αν χρειαστεί να το κάνω στο θέατρο θα το κάνω. Φυσικά όχι για να προκαλέσω αλλά για να υποστηρίξω την επιλογή που έχω κάνει και πιστεύω.
Ν.Χ.: Τι ρόλο κάνεις στον Επιθεωρητή;
Δ.Φ.: Είμαι ο Κυβερνήτης.
Ν.Χ.: Πες μου λίγα για το ρόλο, την προσέγγιση και τη σχέση ανάμεσα στη σκηνοθετική καθοδήγηση και τη δική σου παρέμβαση/ερμηνεία.
Δ.Φ.: Ο ρόλος μου είναι ορισμός της διαφθοράς. Αυτό που λέμε λαμόγιο - αλλά με πολλά πτυχία.
Ν.Χ.: Τι ενδιαφέρον έχει ο Επιθεωρητής;
Δ.Φ.: Είναι ένα έργο που γράφτηκε το 1835 και ωστόσο είναι σαν να γράφτηκε σήμερα – γι αυτά που συμβαίνουν σήμερα. Διαδραματίζεται σε μια επαρχία ξεχασμένη από το Θεό και τα κέντρα εξουσίας – ωστόσο ο «μηχανισμός της εξουσίας» είναι πάντα και παντού ο ίδιος. Λειτουργεί με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Το ίδιο και στον Επιθεωρητή μας – με τον χειρότερο. Το πλαίσιο της σκηνοθεσίας στη παράσταση μας είναι πολύ συγκεκριμένα οριοθετημένο οπότε υπηρετώντας το πιστά αναδεικνύεις και φωτίζεις ακόμα καλύτερα τον ρόλο.
Ν.Χ.: Στρέφεσαι προς ένα πιο κλασικό ρεπερτόριο;
Δ.Φ.: Νομίζω ότι μεγαλώνοντας - το ρεπερτόριο κάνει κάποιες φορές εκείνο το πρώτο βήμα.
Ν.Χ.: Δεν μπορώ να μην αναφερθώ στον iconic ρόλο του "Χλαπάτσα". Πού βρίσκεται στην ιστορία σου, στην πορεία σου εκείνη η δουλειά που έχει γίνει σημείο αναφοράς σε διαφορετικές γενιές;
Δ.Φ.: Ο Χλαπάτσας με ακολουθεί αλλά δεν μπορεί να μου βάλει πια τρικλοποδιές όπως τον πρώτο καιρό. Χαίρομαι που οι νεότερες γενιές ανακαλύπτουν τη σειρά και αρέσει το χιούμορ της κι ας έχουν περάσει 25 χρόνια από τότε.
Ν.Χ.: Θα επέστρεφες στην τηλεόραση;
Δ.Φ.: Ναι, με χαρά. Έχει δημιουργηθεί η εντύπωση ότι δεν θέλω να κάνω τηλεόραση κάτι που δεν ισχύει.
Ν.Χ.: Τα σχέδιά σου για το μέλλον.
Δ.Φ.: Έχω σχέδια αλλά δεν τα ανακοινώνω ποτέ πριν οριστικοποιηθούν. Κι αυτό επειδή την πάτησα κάποιες φορές.
Ν.Χ.: Ο ρόλος που ονειρεύεσαι.
Δ.Φ.: Δεν ονειρεύομαι ρόλους. Δεν έχει νόημα να παίξεις έναν μεγάλο ρόλο για λόγους ματαιοδοξίας σε μια κακή παράσταση. Νομίζω ότι κάποιες φορές είναι ωραίο να καταφέρεις να βάλεις «την σφραγίδα σου» σε ένα καινούργιο – άγνωστο ρόλο. Αυτό το έζησα το στις αρχές της σεζόν – υποδυόμενος τον Πανδοχέα-Αφηγητή στο Χειμωνιάτιο Ταξίδι του Σταμάτη Πολενάκη σε σκηνοθεσία της Έφης Ρευματά.
Ν.Χ.: Πώς μελετάς ένα ρόλο;
Δ.Φ.: Δίνω μεγάλη σημασία στην κατανόηση εμβάθυνση του κειμένου. Τα υπόλοιπα έρχονται μετά από μόνα τους.
Ν.Χ.: Ποιά η σχέση με τον -εκάστοτε- σκηνοθέτη;
Δ.Φ.: Είναι μια σχέση που αρκετά συχνά εξελίσσεται ολέθρια. Ο ηθοποιός έχει την τάση να αμφισβητεί τον σκηνοθέτη. Και ο σκηνοθέτης να αμφισβητεί και να μετανιώνει για τον ηθοποιό που «επέλεξε» ή του επέλεξαν. Δεν βγάζει πουθενά. Επειδή σκηνοθετώ – φροντίζω όταν με σκηνοθετούν να ακούω σαν πρωτόβγαλτος μαθητής. Δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά.
Ν.Χ.: Αν άλλαζες κάτι στην Ελληνική πραγματικότητα του 2020 τι θα ήταν;
Δ.Φ.: Θα ήθελα να έχουμε καταλάβει καλύτερα όλα όσα μας συνέβησαν την προηγούμενη δεκαετία. Νομίζω ότι βρισκόμαστε ακόμα στην φάση του θυμού.
Ν.Χ.: Πώς αντιμετωπίζεις την αναγνωρισιμότητα; Σε ενοχλεί η τη θες; η άλλο; 
Δ.Φ.: Επειδή έμαθα να ζω μαζί της από πολύ μικρός – δεν της δίνω ιδιαίτερη σημασία. Μπορώ να την διαχειρίζομαι και να μην με διαχειρίζεται. Δεν μπορώ να πω ότι με ενοχλεί. Και σαφώς τη θέλω σαν επιβράβευση – επιβεβαίωση της δουλειάς μου – αλλά μέχρι εκεί.
Ν.Χ.: Τηλεόραση, θέατρο ή σινεμά η μεγάλη αγάπη;
Δ.Φ.: Μου αρέσουν και τα τρία το ίδιο. Έχουν διαφορετικούς κώδικες βέβαια, αλλά μου αρέσει να υπηρετώ και τα τρία.
Ν.Χ.: Σ' ευχαριστώ.
Δ.Φ.: Εγώ. 
 

Thursday, January 16, 2020

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΧΟΡΟΣ: ΝΑΝΤΙΑ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ

Η Νάντια Παλαιολόγου, χορογράφος και δασκάλα χορού, επανέρχεται φέτος στο θέατρο Άλφα, με την ομάδα της New_ton Company, και το έργο Four No Reason, βασισμένο στη ζωγραφική του Ρενέ Μαγκρίτ. Το έργο στην αρχική του εκδοχή παρουσιάστηκε το 2017 στο Rabbithole, κατόπιν ακολούθησαν παραστάσεις στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά και το θέατρο Άλφα πέρυσι, για να επανέλθει στον φιλόξενο χώρο του για δύο παραστάσεις στις 30/1 και την 1/2/2020.

Ν.Χ.: Θέλετε να μου πείτε για τη σχέση σας με τον σύγχρονο χορό; Προέρχεστε από τη σχολή Γρηγοριάδου που είχε κλασικό προσανατολισμό.
Ν.Π.: Ναι, προέρχομαι από τη σχολή αυτή όπως λέτε, έχω ειδίκευση στο σύστημα Vaganova, παρ' όλα αυτά, έχω παρακολουθήσει όλα τα χρόνια μετά τη σχολή πάρα πολλά σεμινάρια σύγχρονου χορού, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, και μάλιστα τα τελευταία χρόνια και πολλά σεμινάρια physical theatre (σωματικό θέατρο).
Ν.Χ.: Με ποιούς; Δηλαδή ποιοί σας επηρέασαν εντέλει;
Ν.Π.: Στην Ελλάδα με πάρα πολλούς, την Αλίκη Καζούρη, την ομάδα Sine qua Non παλιότερα, γενικά έχω περάσει από πάρα πολλά μαθήματα. Στο εξωτερικό στη Βιέννη στο ImpulsTanz, επίσης ρεπερτόριο Rosas, και διάφορα...Έχω δοκιμάσει πράγματα, όχι για να κατασταλάξω κάπου, αλλά επειδή πιστεύω ότι ένας καλλιτέχνης γενικότερα, όχι μόνο οι χορευτές, πρέπει όσο έχει τη δυνατότητα, να ανοίγεται σε πολλά και διαφορετικά πράγματα. Αυτός ήταν ο στόχος μου.
Ν.Χ.: Και ποιό στυλ σας κέρδισε;
Ν.Π.: Νομίζω ότι το σωματικό θέατρο είναι κάτι που πλέον με ενδιαφέρει περισσότερο.
Ν.Χ.: Καλλιτεχνικά και όχι μόνο εκπαιδευτικά, ποιές είναι οι επιρροές σας;
Ν.Π.: Θαυμάζω πολλούς καλλιτέχνες...Από Έλληνες, μου αρέσει η δουλειά του Δημήτρη Παπαϊωάννου. Τον παρακολουθώ από τα πρώτα του βήματα και τον θαυμάζω κυρίως για τον τρόπο που έχει εξελίξει τη δουλειά του. Και βλέποντας τα τελευταία του έργα, η ωριμότητα και η εσωτερικότητα που βγάζει είναι εντυπωσιακή. Από ξένους καλλιτέχνες θαυμάζω τη δουλειά των DV8 πολύ, τη Sasha Waltz. Να πω για τους DV8, ότι ιδίως τα βίντεό τους, και μάλιστα την εποχή εκείνη, τα θεωρώ πολύ σπουδαία δουλειά. Κι από τους πολύ καινούργιους, μ' αρέσει η Μαρλένε Μοντέϊρο Φρέϊτας, η Ισπανίδα, που είχα δει δουλειές της όταν είχε έρθει στο φεστιβάλ Αθηνών. Μου άρεσε πολύ ο τρόπος που συνδέει τα πράγματα, τη μουσική με τους περφόρμερς και γενικότερα η δυναμικότητα που βγάζει στη σκηνή.
Ν.Χ.: Πώς μπήκε η χορογραφία στη ζωή σας;
Ν.Π.: Νομίζω ότι αυτό ήταν ανάγκη. Θα σας πω πώς άρχισα να δημιουργώ. Πάντα φανταζόμουν πράγματα, ούτως ή άλλως δημιουργούσα και μέσω της σχολής μου, με τους μαθητές μου. Που μπορεί να φαίνεται απλό, αλλά δεν είναι γιατί πάντα ανεβάζαμε ολόκληρα έργα. Στα 17 χρόνια της σχολής απόκτησα μεγάλη εμπειρία στο χορογραφικό κομμάτι γιατί ανεβάζαμε έργα σε διασκευή μεν, αλλά ολοκληρωμένα. Η πιό πρόσφατη παραστασή μας ήταν στο Ακροπόλ ο Πινόκιο, όλη η ιστορία του Πινόκιο, με επαγγελματίες στους κεντρικούς ρόλους. Ηθοποιοί, παιδιά, πάνω από 150 άτομα...οπότε μαθαίνει κανείς πολλά πράγματα. Αυτό με έβαλε στη διαδικασία της χορογραφίας, για την οποία είχα επίσης παρακολουθήσει σεμινάρια. Στην πορεία όμως, δουλεύοντας με ομάδες, ήμουν πολλά χρόνια και στην ομάδα Ακροποδητί, μπήκα πλέον στη δημιουργία ατομικά, ως καλλιτέχνης η ίδια, για μένα. Φεύγοντας από τους Ακροποδητί, ένιωσα ότι αυτή η ανάγκη είναι πολύ πιό έντονη, και αμεσως μετά, το 2017 άρχισα με την ίδρυση της ομάδας μου, της New_ton Company, πιό πολύ για να εκφράσω αυτή την εσωτερική ανάγκη και να αρχίσω να δουλεύω και δικά μου πράγματα που ήθελα να επεξεργαστώ. Νιώθω ότι στην ηλικία που βρίσκομαι τώρα, είχα και την ωριμότητα να το κάνω, δηλαδή όλη αυτή η εμπειρία που είχα αποκτήσει και ηλικιακή και τεχνική, με βοήθησε να νιώσω πιό έτοιμη να ξεκινήσω κάτι τέτοιο, να καλύψω αυτή μου την ανάγκη.
Ν.Χ.: Τι σημαίνει για σας αυτή η διαδικασία της χορογραφίας και πως χορογραφείτε, πρακτικά μιλώντας.
Ν.Π.: Όταν μπαίνω στη διαδικασία να χορογραφήσω ηρεμώ, με συντονίζει ως άνθρωπο όλο αυτό και ως καλλιτέχνη. Τώρα πώς δουλεύω...Χρησιμοποιώ πάρα πολύ τον αυτοσχεδιασμό. Δεν μπαίνω δηλαδή και λέω "κάντε αυτό", "έτσι θα πάει", "έχω αυτή την ιδέα". Δουλεύω πολύ με τη μελέτη και κυρίως θέλω να πάρω το υλικό του περφόρμερ, που φέρνει μέσα από τους αυτοσχεδιασμούς. Δουλεύουμε για το λόγο αυτό και πάρα πολύ με βίντεο. Μετά από αυτό το υλικό προσπαθώ να κρατήσω ό,τι είναι ενδιαφέρον, και με αφορμή ακριβώς αυτό που έχει προκύψει από τους αυτοσχεδιασμούς, αυτό το υλικό να το πάω προς την κατεύθυνση που θέλουμε με βάση το συγκεκριμένο έργο.
Ν.Χ.: Έχετε σενάριο, δραματουργική επεξεργασία κάποιου είδους;
Ν.Π.: Αυτό εξαρτάται. Αν ένα έργο βασίζεται σε ένα βιβλίο ας πούμε, εκεί τα πράγματα είναι πιό καθορισμένα, γιατί αφορμή είναι το βιβλίο. Ένα σόλο, για παράδειγμα, που είχα δουλέψει, το Pas de deux, και είχε πάει καλά και ήταν αποδεκτό κι από διάφορα φεστιβάλ, ξεκίνησε απλά με κάποια έρευνα με αντικείμενα και σιγά-σιγά όντως δημιουργήθηκε ένα σενάριο, που είχε να κάνει πολύ με θέματα της ζωής μου τότε. Βασίστηκε κυρίως στο Ασυνείδητο, αλλά σιγά-σιγά βλέποντάς το μέσα απ' το βίντεο και δουλεύοντάς το και προσθέτοντας στοιχεία, μου έδωσε την αφορμή να δημιουργήσω μια ιστορία.
Ν.Χ.: Εσάς τι σας εμπνέει συνήθως για να δημιουργήσετε; Ποιά είναι η κινητήρια δύναμη; Μια κίνηση, μια μουσική, τι;
Ν.Π.: Εξαρτάται. Πολλές φορές, η αφορμή για να δημιουργήσω μπορεί να είναι και πολύ απλά πράγματα. Τώρα στη φαση που είμαι, κι εδώ που καθόμαστε, μπορεί να δω αυτόν τον πίνακα απέναντι και κατευθείαν να μου κάνει "κλικ". Η αφορμή όμως για να πάω να δημιουργήσω τις περισσότερες φορές είναι κάτι που ξεκινάει από μέσα μου. Μια ανάγκη ανάλογα με όσα βιώνω τη συγκεκριμένη περίοδο στη ζωή μου. Τώρα, ας πούμε, μια από τις δουλειές που θέλω να συνεχίσω, είναι η πορεία της γυναίκας προς την ενηλικίωση και όλες οι σχέσεις της ζωής της. Με τη μητρική φιγούρα, τους άνδρες, την κοινωνία, πώς εξελίσσεται η θέση της γυναίκας στην πορεία της προς την ενηλικίωση. Είναι ένα έργο που το δουλεύω δύο χρόνια τώρα στο μυαλό μου, κρατάω σημειώσεις...Για την ώρα το βλέπω από ψυχολογική άποψη, θα δούμε. Ήταν μια εποχή που διάβαζα πολύ ψυχολογία, ταυτιζόμουν με πράγματα, και μάλλον εκεί μου δημιουργήθηκε η ανάγκη να αρχίσω να δουλεύω κάτι τέτοιο. Μπορεί βέβαια τελικά το έργο να πάει αλλού. Αυτό πάντως νιώθω ότι είναι η κινητήρια δύναμη να ξεκινήσω την καινούργια μου δουλειά.
Ν.Χ.: Έχετε φεμινιστική ματιά; Είστε φεμινίστρια; Επειδή το έργο που περιγράψατε πάει προς "gender" (έμφυλη ταυτότητα)...
Ν.Π.: Πάει, αλλά δεν ξέρω πού θα καταλήξει. Με την παρωχημένη αποψη του φεμινισμού, δεν έχω σχέση, όχι. Είμαι πιό πολύ άνθρωπος που δεν μπορεί την αδικία σε όλες τις μορφές. Δε με νοιάζει να θίξω τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία όπως είναι σήμερα και τέτοια, πιό πολύ με ενδιαφέρει το σημείο που μπορεί να αδικηθεί, να μην προωθηθεί με βάση κάποια πράγματα που ισχύουν αυτή τη στιγμή. Βέβαια αυτό μπορεί να συμβεί και σε άντρες, όχι απαραίτητα μόνο σε γυναίκες.
Ν.Χ.: Βιώνει η γυναίκα στο χορό ανισότητες και αδικίες κατά τη γνώμη σας;
Ν.Π.: Κοιτάξτε, εγώ δεν έχω νιώσει κάτι τέτοιο.
Ν.Χ.: Υπάρχουν διακρίσεις, ένα άλλο είδος "ματιάς" στις γυναίκες του χορού από άλλες που αργάζονται σε άλλους τομείς;
Ν.Π.: Από την εμπειρία μου και από όσα πρόχειρα τώρα μου έρχονται, θα έλεγα όχι. Δεν έχω βιώσει κάτι τέτοιο. Απεναντίας, στο μυαλό των περισσότερων ανθρώπων ο χορός είναι ένα πιό γυναικείο επάγγελμα.
Ν.Χ.: Ας πούμε για το έργο που θα παρουσιάσετε σε λίγες μέρες, για δεύτερη φορά στο θέατρο Άλφα.
Ν.Π.: Αυτό το έργο έχει μια πολύ μεγάλη πορεία. Ξεκίνησε το 2017 στην αρχή της New_ton company, όπου τυχαία η ομάδα περφόρμερς που ήμασταν τότε, ξεκινήσαμε μια έρευνα σε πίνακες που έχουν σχέση με τον έρωτα. Είχαμε καταλήξει σ' αυτό τον πίνακα του Μαγκρίτ, τους Εραστές. Ο καθένας είχε φέρει με τους αυτοσχεδιασμούς τις δικές του δουλειές, αλλά ο πίνακας που μας ενδιέφερε ήταν αυτός. Είχα αρχίσει να μελετώ τον πίνακα, τι μπορεί να κρύβει αυτό το ζευγάρι, το κοινωνικό τους υπόβαθρο και γενικά είχαμε αρχίσει να δημιουργούμε έναν κόσμο γύρω απ' αυτούς. Εκείνη την περίοδο το Rabbithole ετοίμασε για πρώτη φορά το φεστιβάλ σύγχρονου χορού με θέμα τη ζωγραφική, που το βρήκα ως αφορμή να στείλω αίτηση, γίναμε δεκτοί και ξεκινήσαμε αυτό το ταξίδι. Παρουσιάστηεκ το Μάϊο του 2017 ως έργο σε εξέλιξη, είχε διαφορετκή μορφή από την πενηντάλεπτη που θα δει τώρα το κοινό, και πήγε πολύ καλά. Είχε καλή ανταπόκριση, και αποφασίσαμε να το συνεχίσουμε. Στην αρχή πολύ δειλά, μετά το μεγάλο κίνητρο ήταν οι "Ανοιχτές πόρτες" που δοργανώνει το ΜΜΑ με το ΥΠΠΟ όπου μας πήραν ως ομάδα και κάναμε κάθε μέρα πρόβες ένα τετράωρο όλο το καλοκαίρι, πολύ καλό πραγματικά όλο αυτό. Είχαμε ένα μεγάλο διάστημα χώρο στη διάθεσή μας και το δουλέψαμε εντατικά. Το παρουσιάσαμε στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, ένα μέρος όχι όλο το έργο, κι εκεί πήγε πολύ καλά, και αποφασίσαμε να το ολοκληρώσουμε. Βρήκε τη στέγη του στο θέατρο Άλφα πέρυσι, και τελοσπάντων αυτή είναι η πορεία του. Πέρυσι είχε πολύ καλές κριτικές από κοινό και κριτικούς και έτσι φτάσαμε να το ξαναπαρουσιάσουμε.
Ν.Χ.: Λίγες παραστασεις όμως, έχετε δύο βραδιές να το δείξετε. Αυτό είναι ένα πρόβλημα που συνεχίζεται με το χορό.
Ν.Π.: Αυτό είναι όντως ένα θέμα, θα δούμε. Είναι πρωτίστως το οικονομικό, δεν μπορούμε να το παραβλέψουμε. Μιλάμε για ένα θέατρο 300 ατόμων, δεν παίρνεις ρίσκο ότι θα πάς για πολλές παραστάσεις εξαρχής. Αν πάει καλά, το συζητάμε για παραπάνω. Η Ιταλική σκηνή αυτού του θεάτρου πάει πολύ στο έργο γιατί δίνει την ατμόσφαιρα του πίνακα που τη θέλουμε στη συγκεκριμένη δουλειά.
Ν.Χ.: Έχετε επιχορήγηση κάποιου είδους; Από το ΥΠΠΟ;
Ν.Π.: Όχι, δυστυχώς. Όχι ακόμη, δεν έχουμε μπει στη διαδικασία αυτή. Μετράμε ήδηε τρία χρόνια αλλά θέλουμε να έχουμε μεγαλύτερο έργο πίσω μας πριν κάνουμε αίτηση. Θέλουμε βέβαια στο μέλλον να κάνουμε αίτηση. Ξέρετε επίσης, είναι μια διαδικασία χρονοβόρα, θέλει βοήθεια από άλλους να συνταχθεί η αίτηση, εγώ δεν το 'χω πολύ με αυτό το πράγμα, οπότε ναι μεν αναζητώ συνεργάτες να με βοηθήσουν, αλλά χαλαρά προς το παρόν. Είναι πάντως στα σχέδιά μας.
Ν.Χ.: Πώς επιλέξατε τους συγκεκριμένους συνεργάτες; Χορεύετε κι εσείς...
Ν.Π.: Ναι, χορεύω κι εγώ, κι αυτή ήταν η μεγάλη δυσκολία. Να χορεύεις και να σκηνοθετείς.
Ν.Χ.: Ποιός "επιβλέπει" τα όσα γίνονται, τη δική σας συμμετοχή, πώς επιλύετε αυτό το θέμα;
Ν.Π.: Είναι όντως πολύ δύσκολο. Και πάλι δουλεύω πολύ με βίντεο. Τραβάμε τις πρόβες, τις βλέπω στο σπίτι, γράφω παρατηρήσεις που τις στέλνω στα παιδιά ώστε στην επόμενη πρόβα να είμαστε έτοιμοι...Έχει πολλή δουλειά. Κάποιες φορές μένω απ' έξω και παρακολουθώ το πέρασμα ή κάποια συγκεκριμένα σημεία. Θέλει περισσότερο χρόνο δουλειάς.
Ν.Χ.: Λέγαμε για τους συνεργάτες...
Ν.Π.: Ναι, η μια περφόρμερ η Ελπίδα Σπύρου, η μόνη που δεν είναι επαγγελματίας αλλά δουλεύει μαζί μας χρόνια, έχει κάνει μαθήματα, σεμινάρια, είναι παιδαγωγός αλλά έχει ασχοληθεί πολύ με το θέατρο, είναι η πρώτη που ξεκίνησε μαζί μου. Έχει μεγάλη ευχέρεια στον αυτοσχεδιασμό. Αρχικά, μεχρι να καταλήξω στα μέλη της ομάδας, είχα συνεργαστεί και με επαγγελματίες χορευτές. Γενικά, τα νέα παιδιά, είναι εγκλωβισμένα στο κομμάτι της τεχνικής και του έτοιμου και δεν μπορούν να ξεφύγουν απ' αυτό το καλούπι. Θεωρώ ότι γίνεται πολύ καλή δουλειά στς σχολές, αλλά είναι δύσκολο να σπάσει η μανιέρα, ενώ κάποιοι άνθρωποι που έρχονται από άλλο χώρο έχουν μεγαλύτερη ευκολία σε κάποια πράγματα. Ιδίως για έργα όπως αυτό που ανεβάζουμε τώρα, που είναι περισσότερο εικαστικά θα έλεγα, χρειάζεται κάτι ιδιαίτερο. Την τεχνική πιστεύω μπορώ να τη φτιάξω σε οποιονδήποτε έχει κάποιες δυνατότητες, το άλλο κομμάτι όμως, το αυτοσχεδιαστικό, είναι πολύ δύσκολο να το δουλέψεις όταν ό άλλος είναι "κλειστός". Ο Χρήστος Τζιάτζιος είναι ηθοποιός και θεατρολόγος. Μου τον πρότειναν για συνεργάτη γιατί εψαχνα για άνδρα περφόρμερ, ξεκινήσαμε δοκιμαστικά για ένα μήνα και κολλήσαμε μια χαρά και η Χαρά Βάκρινου είναι επαγγελματίας χορεύτρια και μαθήτριά μου, κολλήσαμε επίσης μια χαρά.
Ν.Χ.: Πείτε μου περισσότερα για το έργο. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον και ο σουρρεαλισμός και ο πίνακας και ο συγκεκριμένος ζωγράφος.
Ν.Π.: Αφού αποφασίσαμε να το ολοκληρώσουμε, αρχίσαμε ως ομάδα να κάνουμε έρευνα στη ζωή και το έργο του Μαγκρίτ. Ξεκινήσαμε αυτοσχεδιάζοντας πάνω σε πίνακές του, ο καθένας επέλεξε ένα έργο και έφτιαξε ένα σόλο και στην πορεία αρχίσαμε να έχουμε κάποιες πιό συγκεκριμένες ιδέες. Οπωσδήποτε είχαμε αποφασίσει να χρησιμοποιήσουμε τις φιγούρες με τα μαντήλια στο κεφάλι, γι' αυτό και στο έργο μας φοράμε κι εμείς τα αντίστοιχα. Θέλαμε αυτές οι τέσσερεις φιγούρες πριν αρχίσουν να αλληλοσχετίζονται, να σχετιστούν πρώτα και με άλλους πίνακες του Μαγκρίτ. Αυτή ήταν η βασική κατεύθυνση για να ξεκινήσουμε. Είχα αμυδρά ένα σενάριο για το πώς θα αλληλοσχετιστούν τα σόλι, οι τέσσερεις φιγούρες, αλλά ήθελα να δω και πού θα οδηγηθούμε με όλο το υλικό. Νομίζω δούλεψε πάρα πολύ το κομμάτι του Ασυνειδήτου, γιατί και ο σουρρεαλισμός έχιε σχέση με αυτό το κομμάτι του ονείρου και του Ασυνείδητου, ήξερα τι ατμόσφαιρα ήθελα να δώσω και ότι εικαστικά δεν ήθελα απόκλιση μεγάλη απ' το έργο του Μαγκρίτ. Αυτά ήταν τα σταθερά σημεία. Πειραματιστήκαμε πάρα πολύ και δημιουργήθηκαν πολύ έντονες εικόνες, τραγικές, κωμικές, εγκλωβιστικές, πράγματα δηλαδή που ζούμε και στην καθημερινή μας ζωή. Αυτό με οδήγησε και έφτιαξα έναν μπούσουλα σεναρίου. Δεν με ενδιέφερε να ξέρει το κοινό αυτό το σενάριο, απλά είναι πολύ σημαντικό να ξέρουμε εμείς τι κάνουμε και σε κάθε σκηνή αυτο που θέλουμε να δώσουμε και να δουλέψουμε. Δεν ήταν αρκετό να δημιουργηθεί μια ωραία εικαστικά εικόνα και να πω "πάρτε αυτό και τελείωσε". Δεν το θέλαμε αυτό. Κρατήσαμε πολλά στοιχεία του Μαγκρίτ, τον τρόπο που χρησιμοποιεί το σουρρεαλιστκό στοιχείο. Αυτό που με εντυπωσιάζει στους πίνακές του, είναι πώς παίρνει ένα αντικείμενο που το θεωρούμε δεδομένο, ένα ποτήρι ας πούμε, και σου λέει αυτό δεν είναι ποτήρι, κι αυτό με ενδιαφέρει να το μεταφέρω και στη δουλειά μου. Μ' αρέσει που μπορεί να δεις έναν πίνακά του να σου φανεί κωμικός στην αρχή, ας πούμε ένα αυγό μέσα σ' ένα κλουβί, αλλά τελικά αυτό μπορεί με τις ανάλογες πνευματικές διεργασίες, να αποκαλυφθεί πως κρύβει μια μεγάλη τραγικότητα. Νομίζω αυτό έχουμε ως ένα βαθμό καταφέρει να το μεταφέρουμε στη σκηνή. Δηλαδή κάτι που φαίνεται ανάλαφρο και κωμικό μπορεί να καταλήξει να έχει πολλή τραγικότητα μέσα του.
Ν.Χ.: Εσείς τι ζητήματα ερευνατε μέσα από το έργο του Μαγκρίτ;
Ν.Π.: Εγώ αυτό στο οποίο κατέληξα μέσα απ' όλο αυτό, είναι μια προσωπική απελευθέρωση. Πώς να μπορέσει ο άνθρωπος να είναι ελεύθερος από διάφορα πράγματα που κουβαλάει. Αυτό αισθάνθηκα. Ασχολήθηκα και με την προσωπική μυθολογία του Μαγκρίτ, το ότι βρήκε τη μητέρα του πνιγμένη. Ο ίδιος δεν παραδεχόταν ότι το γεγονός επηρέασε τη ζωγραφική του, αλλά για μένα ήταν σημαντικό, ακόμη κι αν το κοινό δεν γνωρίζει αυτή την πληροφορια, γιατί μιλάμε για τη μητρική φιγούρα, που είναι κάτι πολυσύνθετο για μένα. Οπότε το έργο μας, μιλάει για το σημείο εκείνο που μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος μετά τον αλληλοσυσχετισμό του με άλλους άνθρωπους, αλλά και με τα τραύματα που κουβαλάει.
Ν.Χ.: Ποιά είναι η σχέση σας με το κοινό; Θέλετε να το προκαλέσετε; Πολλές απ' τις επαναστάσεις που έγιναν στην τέχνη, είχαν ως αφορμή να φύγει το κοινό από τον κομφορμισμό του και την άνεση της πεπατημένης.
Ν.Π.: Το βασικότερο για μένα, το οποίο έχω και ανάγκη ως θεατής, είναι ο σεβασμός στο θεατή. Έχοντας πει αυτό, δεν σημαίνει ότι δεν μπορείς να προκαλέσεις το θεατή. Απλά νομίζω ότι πρέπει να υπάρχουν κάποια όρια, τα οποία βέβαια είναι και σχετικά για την αντοχή του κάθε θεατή. Δε φοβάμαι να προκαλέσω και νομίζω κάποιες φορές είναι και αναγκαίο. Το θέμα είναι να ξέρεις γιατί προκαλείς. Αν είναι ξεκάθαρο γαι τον δημιουργό, δεν ενοχλεί τόσο το θεατή, αν όμως είναι μόνο πρόκληση για την πρόκληση, και μένα που είμαι πολύ ανοιχτή σε θεάματα και δε σοκάρομαι, ως θεατή μπορεί κάτι τέτοιο να με ενοχλούσε. Όσο και ακραίο να είναι κάτι, αν έχει λόγο που το κάνει ο καλλιτέχνης, το σέβομαι. Οπότε κι εγώ αυτή τη διάθεση έχω. Αν θέλω σε κάποιο έργο να προκαλέσω, πρέπει να βρω και τον τρόπο που θα το κάνω ώστε να τραβήξω το ενδιαφέρον του θεατή. Για να κινήσω διεργασίες στο θεατή. Αυτή την επαφή θέλω με το κοινό. Μαζί με σεβασμό σε όλα τα θέματα της παράστασης: από το δημιουργικό/καλλιτεχνικό μέρος ως την τεχνική. Πρέπει ένα έργο έστω κι αν δεν συμφωνούμε με την αισθητική του, να μπορεί να μας αλλάξει πράγματα, ιδέες μέσα μας. Να μας κάνει να σκεφτούμε κάτι που δεν του δίναμε σημασία. Είναι σημαντική αυτή η λειτουργία ενός έργου τέχνης, κι ίσως κάποιες φορές να το πετυχαίνει η τέχνη μέσω της πρόκλησης. Αλλά με τους όρους που σας είπα. Γενικά η κινητοποίηση του συναισθήματος είναι πολύ βασική.
Ν.Χ.: Σε σχέση με τη δεκαετία του '90 όπου πολλοί θεώρησαν ότι έγιναν μεγάλα βήματα στην τέχνη του χορού, πού βρισκόμαστε σήμερα; Υπάρχουν επιρροές από εκείνη την εποχή; Οι καλλιτέχνες των 50κάτι τι έχουν αφήσει πίσω τους; Οι νέοι καλλιτέχνες κοιτάζουν καθόλου προς μια ας πούμε νέα ελληνική παράδοση ή την έχουν εγκαταλείψει για κάτι άλλο;
Ν.Π.: Πιστεύω ότι δεν πρέπει να απορρίπτουμε ό,τι έχει προηγηθεί. Είτε μας αρέσει είτε όχι, υπήρξε για κάποιο λόγο, και αυτό που υπήρξε το '90, όπως και τα παιδιά του '90, πήραν κάτι από παλιότερους. Όλα έχουν μια συνέχεια μεταξύ τους. Τα νεότερα παιδιά σίγουρα έχουμε πιό δυνατό υπόβαθρο από αυτούς τους ανθρώπους, γιατί θεωρώ ότι οι προηγούμενοι έκαναν μεγάλα άλματα για τα ελληνικά δεδομένα. Έφεραν έναν νέο αέρα στο σύγχρονο χορό, πειραματίστηκαν πολύ, και πολλούς τους βλέπουμε να έχουν εξελιχθεί πάρα πολύ και να είναι σπουδαίοι καλλιτέχνες. Αυτό είναι πολύ βασικό για μας τους νεότερους, γιατί έχουμε ένα υλικό που το 'χουμε έτοιμο και μέσα μας. Αυτή την περίοδο όμως στην Ελλάδα υπάρχουν πάρα πολλά προβλήματα όσον αφορά γενικότερα στην τέχνη γιατί δεν υπάρχει υποστήριξη. Θεωρώ ότι ένα κράτος που δεν υποστηρίζει τους νέους καλλιτέχνες το κάνει δύσκολο σε κάποιον να δημιουργήσει μόνος του εντελώς. Γίνονται πολλές low cost δουλειές. Υπάρχουν πολλοί καλλιτέχνες, βλέπω κι από μάς, που έχουν πολλές ιδέες αλλά είναι αδύνατον να το υποστηρίξει κανείς μόνος του το βάρος της παράστασης. Κι όταν μιλάω για επιχορήγηση, δεν είναι μόνο η γνωστή οικονομική συνεισφορά οτυ ΥΠΠΟ, θα μπορούσε να υπάρχει κι άλλη υποστήριξη, κάποια θέατρα να δίνονται όπως παλιότερα γινόταν στον Μήνα Χορού. Οπότε υπάρχουν νέα παιδια, ταξιδεύουν, κουβαλάνε ερεθίσματα, αλλά υπάρχουν πλέον και πολλές δυσκολίες. Κι ακόμη κάτι: ενώ γίνεται καταπληκτική δουλειά στην τεχνική στις σχολές, πλέον η τέχνη έχει ανοίξει πολύ και πρέπει να υπάρχει μια πιό ευρεία γνώση και ανανέωση στις σχολές. Όπως οι ηθοποιοί διδάσκονται χορό, πρέπει και οι χορευτές να διδάσκονται υποκριτική, ας πούμε. Οπότε όλο αυτό που έχουμε πάρει απ' τους προηγούμενους, χρειαζεται υποστήριξη και διαφορετική αντιμετώπιση για να εξελιχθεί.
Ν.Χ.: Μιλάτε μεταξύ σας οι καλλιτέχνες για θέματα "καλής πράκτικής";
Ν.Π.: Είναι λίγο κλειστό...Παλιότερα στο Μήνα Χορού συναντιόμασταν, μιλούσαμε...Υπήρχε αφορμή να μιλήσουμε και να διεκδικήσουμε πράγματα. Τώρα μόνο τυχαία θα βρεθούμε. Για να μαζευτεί όλος αυτός ο κόσμος και να κάνει κάτι, είναι δύσκολο.
Ν.Χ.: Τα μελλοντικά σας σχέδια; Μου είπατε για το νέο έργο πιο πριν. Κάτι άλλο;
Ν.Π.: Έχει προκύψει μια νέα συνεργασία, μια συμπαραγωγή του θεάτρου Άλφα. Θα συν-σκηθετήσουμε με τον Άκη Φιλιό, που είναι μουσικός και ηθοποιός, και θα φτιάξουμε ένα θεατρικό βασισμένο στην κίνηση κυρίως, πάνω στη νουβέλα του Γκυ ντε Μωπασσάν "Η Χοντρομπαλού". Δεν έχει ξανανέβει στην Ελλάδα, έχουμε ήδη την ομάδα των δέκα ηθοποιών που έχουν κάνει σημαντικές δουλειές, και ξεκινάμε πρόβες για να πάμε τη σαιζόν του Μαίου, κι αν πάει καλά θα συνεχίσουμε και το φθινόπωρο. Η ομάδα λοιπόν είναι έτοιμη, και είναι πρόκληση για μένα, γιατί δεν έχω ξαναδουλέψει με ομάδα μόνο ηθοποιών. Εγώ έχω το κινησιολογικό κυρίως κομμάτι και ο Άκης το κομμάτι της υποκριτικής. Να πω κι ένα μεγάλο ευχαριστώ στο θέατρο Άλφα για το χώρο, την επικοινωνία που κάνει ο Χρήστος Τζίφας, την εμπιστοσύνη και την υποστήριξη.
Ν.Χ.: Σας ευχαριστώ.
Ν.Π.: Κι εγώ. 


 Θέατρο Άλφα: 30/1 και 1/2, στις 21:00 μμ. 


Saturday, January 4, 2020

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ - ΛΙΝΤΑ ΚΑΠΕΤΑΝΕΑ


Η Λίντα Καπετανέα, απόφοιτη της ΚΣΟΤ και πρώην χορεύτρια στην ομάδα Ultima Vez του Wim Vandekeybus, συγχορογράφος και περφόρμερ της ομάδας Rootless Root μαζί με τον σύζυγό της Jozef Frusek, διευθύντρια εδώ και δύο χρόνια του Φεστιβάλ Χορού της Καλαμάτας, μας μίλησε για τη στροφή της στην εκπαίδευση, το μοντέλο διδασκαλίας, το φεστιβάλ και άλλα πολλά.

Ν.Χ.: Διευθύνεις το Φεστιβάλ Χορού της Καλαμάτας αλλά έχετε με τον [σύζυγό σου] Γιόζεφ Φρούζεκ και την ομάδα σας την Rootless Roots. Πώς συμβιβάζεις τα δύο ως δραστηριότητες;
Λ.Κ.: Το Φεστιβάλ το διευθύνω μόνη μου είναι δική μου καθαρά υπόθεση, ο Γιόζεφ δεν ήθελε ποτέ να είναι σ' αυτό. Η ομάδα έκανε διάλειμμα για ένα χρόνο και παραπάνω, δεν γινόταν αλλιώς. Μέχρι στιγμής έχω κάνει δύο Φεστιβάλ, αυτό θα είναι το τρίτο. Κάναμε ένα μικρό ντουέτο με χορηγία του ΥΠΠΟ, αυτό έγινε ενάμισυ χρόνο πριν είχα μόλις αναλάβει το φεστιβάλ τότε, μετά κάναμε μόνο περιοδείες κάποια κομμάτια μας, και τώρα θα κάνουμε μια μεγάλη παραγωγή στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, με πρεμιέρα 1η Απριλίου. Οπότε φέτος θα δούμε πώς είναι να τα συνδυάζω αυτά τα δύο. Αυτό που τρέχει ασταμάτητα είναι τα σεμινάρια, τα οποία είναι μια πρακτική που έχουμε δημιουργήσει μαζί με τον Γιόζεφ, λέγεται fighting monkey, και είναι αυτό που παίρνει τον περισσότερο χρόνο και για το οποίο ταξιδεύουμε πολύ, μέχρι να ξεκινήσει τουλάχιστον, η παραγωγή της Rootless.
Ν.Χ.: Πού διδάσκετε αυτό το δικό σας μοντέλο;
Λ.Κ.: Παντού. Είναι σεμινάρια που διοργανώνουμε εμείς σε όλο τον κόσμο και ταξιδεύουμε παντού. Είναι ένα σύστημα που απευθύνεται σε όλους. Γι' αυτό και έχει ανοίξει τόσο πολύ και έχει γίνει τόσο δημοφιλές.
Ν.Χ.: Θες να πεις περισσότερα γι' αυτό;
Λ.Κ.: Όταν το αναπτύξαμε ήταν καθαρά για χορευτές. Δουλεύαμε πάρα πολύ με χορευτές, ξεκινήσαμε στην ΚΣΟΤ όπου αρχίσαμε να δουλεύουμε με τον Γιόζεφ πάνω στο partnering, και ξεκίνησε λίγο από την ανάγκη να βοηθήσουμε τους χορευτές. Είναι ένα σύστημα που προσφέρεται και για σόλο δουλειά. Λειτουργεί όμως πιο καλά σε ζευγάρια γιατί βοηθάς τον άλλο να γίνει καλύτερος. Αν δουλέψω εγώ με ένα ζευγάρι, εγώ είμαι υπευθυνη για τον άλλο, για να σου δώσω να καταλάβεις. Το λέμε καθαρά από την αρχή του μαθήματος. Ξεκίνησε λίγο από την ανάγκη να κάνουμε τους χορευτές να αυτοσχεδιάζουν χωρίς να σκέφτονται πάρα πολύ την αισθητική. Ή να μαθαίνουν λίγο παραπάνω τη μηχανική του σώματος, και τους τραυματισμούς επίσης. Γι' αυτό ο κόσμος που μας γνώρισε δέκα χρόνια πριν στο fighting monkey, αν κάνει τώρα το σεμινάριο, θα καταλάβει ότι το μάθημα έχει εξελιχθεί πολύ, έχουμε ασχοληθεί πολύ με τους τραυματισμούς, με το partnering...Έχουμε βάλει αυτά πoυ τα ονομάζουμε movement situation. Είναι παιχνίδια, που σε βοηθούν να καταλάβεις καλύτερα το σώμα σου, και να καταλάβεις και το χαρακτήρα σου μέσα από το partnering.
N.X.: Τι στοιχεία χρησιμοποιείτε στο χτίσιμο του συγκεκριμένου μαθήματος;
Λ.Κ.: Αυτό που κάνουμε για τους τραυματισμούς το έχουμε ονομάσει zero force και είναι στηριγμένο πάνω σε tai chi που έχει μάθει ο Γιόζεφ, 20 χρόνια τώρα και συνεχίζει και το εξελίσσει. Έπειτα είναι τα παιχνίδια που έχουμε δημιουργήσει με διάφορα εργαλεία όπως το μπαλάκι, είναι το body-body που είναι καθαρό partnering που στηρίζεται σε πολεμικές τέχνες αλλά και στον τρόπο που μπορείς να αντιμετωπίσεις τον άλλο. Το fighting monkey δεν έχει συμφωνία. Στηρίζεται στο πώς μπορώ να αντιμετωπίσω το σώμα του άλλου και να δουλέψω χωρίς να υπάρχει συμφωνία. Πράγμα που βεβαίως σημαίνει ότι πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος. Πρέπει.
Ν.Χ.: Χρησιμοποιείτε contact improvisation;
Λ.Κ.: Ναι. Αυτό το body-body είναι καθαρά partnering. Υλικό ή οδηγία που θα τους δώσουμε εμείς και θα την εξελίξουν σιγά-σιγά με αυτοσχεδιασμό.
Ν.Χ.: Η ομάδα σας είναι σταθερή ή μαζεύεστε ανάλογα με το πρότζεκτ;
Λ.Κ.: Καθαρά για κάθε πρότζεκτ.
Ν.Χ.: Είναι επιχορηγούμενη απ' το ΥΠΠΟ;
Λ.Κ.: Έχουμε πάρει επιχορήγηση όταν κάναμε δουλειά, ναι. Φέτος η παραγωγή είναι της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση.
Ν.Χ.: Για πόσα άτομα θα είναι το νέο σας έργο;
Λ.Κ.: Για πέντε ερμηνευτές. Ο Γιόζεφ δεν θα χορέψει, εγώ κατά 90% θα ανέβω στη σκηνή.
Ν.Χ.: Φοβάσαι ότι η παρουσία πάνω στη σκηνή με τόσα άλλα, κίνηση, παραγωγή κλπ., μπορεί να σου θολώσει την κρίση ως προς το υλικό που θα προκύψει;
Λ.Κ.: Γίνεται αυτό που λες, αλλά γι' αυτό έχω τον Γιόζεφ έξω. Με τον Γιόζεφ όταν είμαστε έξω και οι δύο, δουλεύουμε πολύ γρήγορα και πολύ αποτελεσματικά. Αλλά επειδή τις περισσότερες φορές είμαι μέσα, είμαι πάνω στη σκηνή, εμπιστεύομαι πάρα πολύ την κρίση του Γιόζεφ. Είναι πάρα πολύ αυστηρός μαζί μου. Η αλήθεια είναι πως είναι δύσκολο. Είναι δύσκολο να είμαι και μέσα και έξω, γι' αυτό χρησιμοποιούμε πάρα πολύ την κάμερα, δουλεύουμε πολύ, υπάρχει feedback, έχουμε κόσμο που μπορούμε να τον εμπιστευθούμε και μπορούμε να τον ρωτήσουμε πώς είναι το έργο...
Ν.Χ.: Δραματουργικά και χορογραφικά πώς αναπτύσσετε ένα έργο;
Λ.Κ.: Τα πετάμε όλα στο τραπέζι. Όλες τις ιδέες! Έχουμε το θέμα. Ας πούμε στο φετινό μας έργο, η ιδέα είναι "stones and bones" και θα τολμήσουμε να φέρουμε πάνω στη σκηνή μάρμαρο, που είναι πάρα πολύ βαρύ. Οπότε και μόνο αυτό είναι μια πρόκληση. Τι μένει στο τέλος; Η πέτρα και το κόκκαλο. Οπότε ξεκινάμε μ' αυτό, φερνουμε ιδέες όλοι μαζί, ρωτάμε τι είναι γι' αυτούς...Έχουμε μόνο τον τίτλο αρχικά. Και σου μιλάω για το φετινό έργο. Άλλες φορές έχουμε ασχοληθεί με ένα συγκεκριμένο θέμα all the way. Φέτος θα φέρουμε τον τίτλο στο τραπέζι, ο καθένας θα φέρει τις δικές του ιδέες. Κινησιολογικά συνήθως ξεκινάμε αφαιρετικά, αν υπάρχει κάτι που θέλω να δουλέψω εγώ...και σιγά-σιγά το βάζουμε στο θέμα. Το δουλεύουμε, κι αν δούμε ότι βγαίνει ωραίο αποτελεσμα προσπαθούμε να το βάλουμε μέσα στο θέμα. Εικόνες μπορούμε να φέρουμε...ένα ποίημα...Όλη η ομάδα. Εμείς έχουμε ξεκινήσει ήδη τη διαδικασία με τον Γιόζεφ. Εκτός απ' τον τίτλο θα φέρουμε ένα ντοσιέ με τη δουλειά που έχει γίνει, μια εικόνα, πώς θέλουμε να φαίνεται, ένα φως...Ίσα-ίσα να τους εμπνεύσουμε, γιατί δε θέλουμε ποτέ να "κλειδώνουμε" τους ερμηνευτές, να τους λέμε "αυτό είναι το θέμα, από 'δω μέχρι εδώ, κι έτσι θα δουλεύουμε αποκλειστικά". Θέλουμε δηλαδή να φέρουν δικά τους στοιχεία. Με τους συνεργάτες πολλών χρόνων, μπορούμε να πούμε περισσότερα για το τι θέλουμε, αλλά και πάλι θέλουμε να φέρουν τον δικό τους κόσμο, γιατί κι εμείς δεν είμαστε πάντα σωστοί σ' αυτά που θέλουμε. Έτσι αφήνουμε τους ερμηνευτές να φέρουν τις δικές τους ιδέες.
Ν.Χ.: Και η διάρκεια του συγκεκριμένου έργου;
Λ.Κ.: Μια ώρα φουλ.
Ν.Χ.: Κι αν το έργο ξεκινήσει και πιστεύεις ότι όλα είναι καλά, αλλά πάνω στη σκηνή διαπιστώνεις ότι υπάρχουν πράγματα που δεν λειτουργούν όπως νόμιζες, τι κάνεις; Το αφήνεις να πάει ως έχει ή επεμβαίνεις;
Λ.Κ.: Το αλλάζω. Εννοείται! Για παράδειγμα ένα παλιότερό μας έργο, το Europium, παραγωγή του 2015 της Στέγης που ανέβηκε τον Μάϊο, στο Theatre de la Villette, ήταν πολύ διαφορετικό. Δεν τα αφήνουμε τα έργα μας. Δε λέμε "ωραία, ταξιδεύει, είναι επιτυχία." Τα δουλεύουμε ακόμα μέχρι και την τελευταία παράσταση. Θα αλλάξουμε κάτι, θα δούμε το βίντεο και θα πούμε "αυτό δεν ήταν καλό", ή "να βγάλουμε μια κίνηση και να προσθέσουμε αυτήν ιδέα, να τη δοκιμάσουμε"...
Ν.Χ.: Έχει επιτυχία η δουλειά σας; Έχει ζήτηση; για να το πω πιό απλά.
Λ.Κ.: Έχει. ζήτηση. Έχει ζήτηση αν το κυνηγήσεις. Στην αρχή, όταν κάναμε τη Rootless Root το 2006, πέσαμε με τα μούτρα πάνω στην ομάδα, να πουλήσουμε τα έργα μας, να πετύχει, και ταξιδέψαμε πολύ. Έγινε αυτό, το κάναμε. Σιγά-σιγά ήρθε κάτι άλλο, το εκπαιδευτικό που μας αρέσει πάρα-πάρα πολύ και είναι δυνατό, και μετά η όλη προσπάθεια να πουλήσουμε τα έργα μας, μας κούρασε λίγο, γιατί έπρεπε να πηγαίνουμε με ένα ντοσιέ, να τρέχουμε πολύ. Αυτή η διαδικασία να πας να πείσεις τον άλλο, το βλέπω τώρα με τις προτάσεις που παίρνω και όλους εκείνους που έρχονται να με προσεγγίσουν όταν είμαι σε κάποια φεστιβάλ, όλο αυτό μας κούρασε, οπότε κάνουμε περιοδείες αλλά όχι με το στρες να κάνουμε όσο περισσότερες παραστάσεις μπορούμε γιατί πρέπει να το κάνουμε και πρέπει να δείξουμε το έργο μας. Μας αρέσει, εννοείται αν μας καλέσουν σε ένα φεστιβάλ να συνεχίσουμε να δείχνουμε τα έργα μας, αλλά δεν είναι κάτι που θα το κυνηγήσουμε με έναν μάνατζερ. Θέλουμε να το κάνουμε μόνοι μας, και να το κάνουμε επειδή κάποιος θα μας δει, θα αρέσει το έργο. Δε θέλουμε να πιέσουμε πολύ. Και υπάρχουν πάρα πολλές ομάδες. Μεγάλο πήξιμο διεθνώς...
Ν.Χ.: Πώς θα όριζες τη δουλειά σας; Χοροθεατρική; Κάτι άλλο;
Λ.Κ.: Μας αρέσει η θεατρικότητα. Αν θεωρήσεις ότι θεατρικότητα είναι να υπάρχει και κείμενο, πάντα υπάρχει κείμενο στα έργα μας.
Ν.Χ.: Ποιός γράφει τα κείμενα;
Λ.Κ.: Ο Γιόζεφ. Του αρέσει πολύ να γράφει. Εκτός αν έχουμε κάτι συγκεκριμένο ενός συγγραφέα. Πάντως τα κείμενα τα επιμελείται ο Γιόζεφ. Και η κίνησή μας είναι θεατρική, δηλαδή λέει μια ιστορία. Δεν είναι καθαρά ένα κινησιολογικό μοτίβο που κάνουμε στη σκηνή. Υπάρχει μια ιστορία από πίσω.
Ν.Χ.: Τα θέματά σας ποιά είναι; Ακόμη κι αν δεν φαίνονται άμεσα στη σκηνική τους πραγμάτωση.
Λ.Κ.: Είναι λίγο πολιτικά. Τα τελευταία μας έργα είχαν ένα πολιτικό, καυστικό χαρακτήρα. Το Εuropium ας πούμε. Μας απασχόλησε γιατί πήρε η Ευρώπη αυτό το όνομα, ποιά ήταν η Ευρώπη, γιατί η Ευρώπη πήρε το όνομα μιας θεάς που δεν ξέρουμε πού χάθηκε κλπ. Όταν το πρωτοκάναμε ήταν στην Καλαμάτα, Αύγουστο, και ερχόντουσαν όλα τα κύματα των ανθρώπων από το Αιγαίο, οπότε λέμε "ωραία πρέπει να βάλουμε στο θέμα μας μέσα και Raft of Medusa", τον πίνακα που περιγράφει το ναυάγιο...
Ν.Χ.: Του Ζερικώ...
Λ.Κ.: Ναι. Οπότε πέρασε πολύ το πολιτικό μήνυμα εκείνη τη στιγμή, γιατί ήμασταν πολύ ειρωνικοί. Όχι για να διδάξουμε, αλλά για να πούμε "αυτό που γίνεται, δεν είναι σωστό."
Ν.Χ.: Σας αφορά λοιπόν η επικαιρότητα, εννοώ τα γεγονότα, του κόσμου γύρω μας; Αντιδράτε ως συνειδητοποιημένοι πολίτες ή είστε κλεισμένοι κάπου σε μια "δημιουργική ιδιωτική σφαίρα";
Λ.Κ.: Το ζούμε. Συνήθως ό,τι ζούμε, περνάει και στα έργα μας. Σπάνια θα αποφασίσουμε να κάνουμε κάτι που να έχει εντελώς άλλο σημείο εκκίνησης και αναφοράς από τα κοινωνικά γεγονότα γύρω μας, καθαρά ένα βιβλίο, ή ένα κείμενο, για παράδειγμα.
Ν.Χ.: Και γράφετε σενάριο, ας πούμε;
Λ.Κ.: Τον πρώτο μήνα όχι. Τον πρώτο μήνα είναι όλα πεταμένες, ανάκατα ιδέες. Σιγά-σιγά διαμορφώνεται.
Ν.Χ.: Η εποχή της Ultima Vez πώς σας έχει επηρεάσει;
Λ.Κ.: Η μεγαλύτερη επιρροή, κι αυτό που κατάλαβα δουλεύοντας με τον Βιμ (Βαντεκέϋμπους), που το είχα μέσα μου αλλά εκεί ξύπνησε, ήταν ότι "δουλεύω με οποιαδήποτε δυσκολία και να έχω, ό,τι και να γίνει συνεχίζω. Δεν τίθεται ζήτημα, συνεχίζω". Ας πούμε επειδή κάναμε πολλές περιοδείες με το Blush, τρεις χορευτές ήτανε άρρωστοι και δεν μπορούσε να ακυρώσει, οπότε ο Βιμ είπε "θα πρέπει να βάλω άτομα πάνω στη σκηνή", σε λίγες ώρες παίζαμε, δεν ήταν αστείο. Και έβαλε έναν απ' το γραφείο του να κάνει ένα περπάτημα, γιατί χρειαζόταν να περπατήσει κάποιος πάνω στη σκηνή, αν και δεν ήταν πολύ σημαντική πόλη, εκεί που θα παίζαμε εκείνη την ημέρα. Δεν είπε: θα ακυρώσω, αλλά: συνεχίζω μ' αυτό που έχω. Επίσης με επηρέαε και ο τρόπος που και που δε σταμάταγε ποτέ, και μας έλεγε συνέχεια "φέρτε μου ιδέες, φέρτε μου ιδέες, φέρτε μου ιδέες", ακόμα και δέκα δευτερόλεπτα να ήταν αυτό, για εκείνον ήταν πολύ σημαντικό. Κράτησα ότι δουλεύεις χωρίς να σταματάς και χωρίς να μιζεριάζεις. Με ό,τι έχεις κάνεις παραγωγή χωρίς να κλαίγεσαι.
Ν.Χ.: Για το πολιτικό που είπες πριν, το τραυματικό παρελθόν της χώρας καταγωγής του Γιόζεφ (πρώην Τσεχοσλοβακία) το έχετε χρησιμοποιήσει ποτέ;
Λ.Κ.: Όχι, δεν έχει έρθει ποτέ στη σκηνή στα έργα μας.
Ν.Χ.: Η σκηνή στην Ελλάδα αλλά και η διεθνής χορευτική σκηνή: πώς σου φαίνονται;
Λ.Κ.: Έχουμε πολύ ωραίους χορευτές, όλες οι χώρες έχουν πολύ ωραίους χορευτές, μη στηριζόμαστε πάντα σ' αυτό. Υπάρχει πάρα πολύ καλό υλικό, γίνεται πολύ καλή προσπάθεια, και νομίζω με την κρίση βγήκαν πολύ καλές ομάδες, και όλοι προσπαθούν. Αυτό που ίσως να μπορεί κανείς να παρατηρήσει, και ίσως να μην είναι μόνο Ελληνικό φαινόμενο, ίσως και στην Ιταλία για παράδειγμα να είναι το ίδιο, είναι πως υπάρχει μεγάλη επιρροή από τη δυτική Ευρώπη. Αυτό είναι κάτι που μ' ενοχλεί. Δηλαδή αν κάτι στη δυτική Ευρώπη είναι μόδα, ίσως να έρθει κι εδώ. Επίσης, γενικά, όχι μόνο αναφορικά με τις ελληνικές ομάδες, υπάρχει λίγη έρευνα για το σώμα. Περισσότερη έρευνα στην ιδέα, πώς θα είναι η χορογραφία δηλαδή, και λιγότερη έρευνα στο σώμα του χορευτή για να βρούμε καινούργια υλικά. Μου λείπει ένα ωραίο κινησιολογικό υλικό στη σκηνη που να μην το 'χω δει και να πω "ουαου! το σκέφτηκε αυτό και μπορεί να το κάνει αυτό με το σώμα;" Αυτό μου λείπει. Η σχέση με τον άλλο, επίσης. Έχουμε σταματήσει να χορεύουμε μαζί. Ξέρεις, είναι ο ένας, κι ο άλλος, κι ο άλλος στη σκηνή. Δεν υπάρχει επαφή. Κι αυτό ίσως συμβαίνει είτε γιατί οι χορογράφοι δεν το αναζητούν, είτε δεν υπήρξαν ποτέ χορευτές ή οι χορευτές δεν γυμνάζονται αρκετά. Οπότε άμα δεν έχω κάνει μαθήματα κλπ., ε ναι, τι θα προτείνω στην πρόβα; Δεν θα μπορώ να προτείνω το ανάλογο υλικό.
Ν.Χ.: Με το φεστιβάλ πώς τα πας στην Καλαμάτα; Πώς σου φαίνεται;
Λ.Κ.: Πολύ ωραία! Το φεστιβάλ υπάρχει όλο το χρόνο με σεμινάρια. Εγώ πηγαίνω μια φορά το μήνα. Ανοίγουν οι προτάσεις για δύο μήνες, πρέπει να πω ότι παίρνουμε πολλές προτάσεις, έπειτα είναι παραστάσεις που πρέπει να δω εγώ γιατί θέλω να τις δω, και αρχίζω να διαμοφώνω το πρόγραμμα.
Ν.Χ.: Και τα οικονομικά;
Λ.Κ.: Η χρηματοδότηση είναι τριετής. Φέτος είναι η τελευταία της πρόσφατης τριετίας. Μετά δεν ξέρω τι θα γίνει. Το ότι είχα μια σταθερή χρηματοδότηση για τρία χρόνια, με βοήθησε πάρα πολύ γιατί ήξερα ακριβώς πόσα χρήματα έχω για το φεστιβάλ για κάθε χρονιά. Το φεστιβ΄λα διαρκεί δέκα μέρες αλλά τα σεμινάρια ξεκινάνε πιό νωρίς.
Ν.Χ.: Τι χώρους χρησιμοποιείς;
Λ.Κ.: Χρησιμοποιώ πλέον μόνο το Μέγαρο Χορού. Το Κάστρο δεν το έχω χρησιμοποιήσει τα τελευταία δύο χρόνια, παρ' όλο που ακούω κόσμο να λέει ότι το νοσταλγεί. Καλλιτέχνες όμως απ' το εξωτερικό το έβρισκαν δύσκολο χώρο. Θεωρώ ότι φτιάχτηκε ένα Μέγαρο Χορού για να το χρησιμοποιούμε, οι ομάδες οι ξένες που συχνά έχουν πιό περίπλοκες τεχνικές προδιαγραφές και απαιτήσεις είναι ευχαριστημένες, οι τεχνικοί είναι ευχαριστημένοι που είναι στο Μέγαρο κι όχι στο Κάστρο, και πρέπει να λάβουμε υπ' όψη μας κι αυτούς που δουλεύουν γα το στήσιμο των παραστάσεων πώς θα τα καταφερουν με το ανέβασμα σκηνικών που είναι πολύ βαριά κ.ο.κ. Κι έπειτα, είπαμε, γι' αυτό φτιάχτηκε το Μέγαρο Χορού. Το λέει και ο τίτλος του.
Ν.Χ.: Αληθεύει ότι είχε πρόβλημα στη στέγη;
Λ.Κ.: Είχε πρόβλημα με τα σταγγόνια αλλά τώρα πήραμε την πιστοποίηση ότι είναι μια χαρά.
Ν.Χ.: Πόσους χώρους έχει;
Λ.Κ.: Δύο. Το στούντιο, με πολύ όμορφη ατμόσφαιρα, βάζουμε καθισματάκια, μαξιλαράκια, κι όπου παρουσιάζονται πιό πειραματικά έργα, και δίπλα η μεγάλη σκηνή για πιό μεγάλες παραγωγές.
Ν.Χ.: Επομένως δεν μοιράζεις τα έργα στις διάφορες σκηνές της Καλαμάτας όπως στο απώτερο παρελθόν.
Λ.Κ.: Όχι, όλα εκεί. Και να σου πω, χρησιμοποιώ την πλατεία όπου όλοι έρχονται από νωρίς να πιάσουν θέση, και είναι γεμάτη παιδάκια. Αρχίζουμε στο στούντιο, μετά πλατεία και το βράδυ πιό αργά, στη μεγάλη αίθουσα. Όλα πολύ κοντά, με πέντε λεπτά περπάτημα. Όλα είναι κοντά κι επειδή δεν έχουμε μια παράσταση κάθε μέρα αλλά συχνά τρεις παραστάσεις σε μια μέρα, το κρατάω έτσι ώστε να μην ταλαιπωρείται ο κόσμος και να μην χάνουμε θεατές. Στη νέα είσοδο της πόλης, φτιάχνεται και ένα ανοιχτό θεάτρο για 2.000 θεατές. Υπάρχει και το αρχαίο θεάτρο της Μεσσήνης που με ενδιαφέρει.
Ν.Χ.: Χορηγίες έχετε;
Λ.Κ.: Ναι, και φέτος πήγαμε πολύ καλά. Ένα μεγάλο ποσοστό βγήκε από τις χορηγίες. Όλα μαζί, περίπου λίγο πάνω από μισό εκατομμύριο. Κινηθήκαμε καλά. Πολύ καλά. Τεχνικός εξοπλισμός, συνεργάτες, ομάδες, όλα πληρώνονται από εκεί.
Ν.Χ.: Τι θέλησες να αλλάξεις και τι θες να αφήσεις εσύ στο φεστιβάλ ως προσωπική σφραγίδα;
Λ.Κ.: Το πρώτο που είπα, είναι ότι θέλω να φέρω χορευτές να δουν. Γιατί γίνονται πολλές παραστάσεις και φεστιβάλ στην Αθήνα, και δεν πάει κόσμος. Και τους χορευτές τους τραβάς για να πάνε. Υπάρχουν πάρα πολλοί που δεν ξέρουν τις ομάδες στην Ελλάδα. Ή δεν ξέρουν πολλούς χορογράφους. Για να τραβήξω τους χορευτές, σκέφτηκα ότι πρέπει να τους κάνω να μάθουν. Και για να μάθουν, θέλω πολύ δυνατά σεμινάρια. Οπότε έτσι θα τους κρατήσω, και με μια πολύ καλή τιμή θα δουν και τις παραστασεις. Έγινε αυτό. Είχαμε 70 παιδιά, τα 35 απ' το εξωτερικό. Απ' τον Καναδά, τη Γαλλία, τη Ρωσία, αρχίζει σιγά-σιγά και φαίνεται η δουλειά. Κι αυτό είπα στους Έλληνες, που είναι αυτοί που κλείνουν τελευταίοι θέση, "θα σας φάνε τις θέσεις". Έχω μόνο ένα χώρο για τα σεμινάρια, το δημοτικό στάδιο. Γι' αυτό έβαλα και τη σκηνή στην πλατεία. Ενώ οι Καλαματιανοί το ξέρουν το φεστιβάλ και τους αρέσει πολύ, δεν πιστεύω ότι όλοι αγόραζαν εισιτήριο ή όλοι ήθελαν να δουν τι συμβαίνει στις παραστάσεις, ότι πήγαιναν. Ο χορός είναι δύσκολο θέαμα. Δεν είναι αυτό που θα πάρεις το παιδί σου και θα πεις "πάμε να δούμε σύγχρονο χορό". Κλασικό ή κάτι πιό εύκολο, είναι αλλιώς. Οπότε με την πλατεία που χρησιμοποίησα, τους έφερα το χορό στο σπίτι. Και τους αρέσει πάρα πολύ. Επίσης έχω πάρει πολλή αγάπη από τους Καλαματιανούς αλλά και από τους ανθρώπους στο φεστιβάλ. Λένε ότι έδωσα καινούργια πνοή. Το περίμεναν, το ήθελαν. Ότι είχε "πέσει" το φεστιβάλ, όπως είναι λογικό μετά τόσα χρόνια. Αυτά τα πράγματα έχουν μια άνοδο και μια κάθοδο. Και μου μιλάνε με τα καλύτερα λόγια. Τελοσπάντων, δε θέλω να λέω και πολλά για τον εαυτό μου, θέλω να ειμαι συγκρατημένη.
Ν.Χ.: Τα σχέδια για το μέλλον;
Λ.Κ.: Για το μέλλον θέλουμε έναν χώρο δικό μας στην Αθήνα. Έχουμε μεγαλώσει, κουραστήκαμε να νοικιάζουμε χώρους...Νομίζω αν έχεις έναν χώρο εξελίσσεσαι και ως δάσκαλος και ως χορογράφος, γιατί οποιαδήποτε στιγμή θες μπορείς να πας, να δουλέψεις και να ανακαλύψεις καινούργια πράγματα. Αυτό είναι στους στόχους μας, χωρίς να το ψάχνουμε πολύ. Στα επόμενα δύο χρόνια θέλουμε ένα χώρο. Κάτι που θα το φτιάξουμε. Να είναι εργοστασιακός χώρος, να είναι ψηλοτάβανο και χωρίς κολώνες, και τα υπόλοιπα θα τα κάνουμε εμείς. Δεν μπορώ μικρούς χώρους. θέλω να έχει άπλα για να μπορέσουμε να κάνουμε περισσότερα πράγματα. Το ιδανικό θα ήταν να έχει και θέατρο. Αλλά για να το βρει κανείς, πρέπει να παρατήσει τα πάντα και να ψάχνει τουλάχιστον για ένα τρίμηνο. Μ' αρέσει η διδασκαλία και θέλω επίσης να διδάσκω και να κάνω ένα είδος σχολείου, αλλά όχι το συνηθισμένο. Να έχει έρευνα. Στη Δανία ας πούμε, που είναι το μεγαλύτερό μας σεμινάριο, είπαμε με τον Γιόζεφ θα καλέσουμε και ανθρώπους να μιλήσουν πέρα από το οχτάωρο πρακτικό δικό μας κάθε μέρα, ανθρώπους που μπορεί να μην είναι απ' το χορό. Έτσι καλέσαμε τον αρχιτέκτονα Αθανάσιο Τζόκα, που μίλησε για την αρχιτεκτονική του σεισμού. Κι εμείς στην πρακτική μας έχουμε ένα θέμα, ότι το σώμα για να απορροφά τους κραδασμούς πρεπει να αντιδρά όπως το κτίριο στους σεισμούς. Οπότε κάναμε αυτή την ένωση και άρεσε πολύ. Οπότε όταν λέω θέλω ένα κέντρο έρευνας, είναι για να βάλουμε άλλους μέσα να μιλήσουν, που μπορεί να έχει σχέση και με την έρευνα και με την πρακτική και όλα. Ένα σχετικό παράδειγμα ακόμη, φέτος ήθελα να μιλήσει στο φεστιβάλ ο Μπέλα Ταρ. Πολλοί αναρωτήθηκαν γιατί να έρθει σε ένα φεστιβάλ χορού, κι εγώ αντιστρέφω το ερώτημα και λέω, γιατί να μην έρθει ο Μπέλα Ταρ σ' ένα φεστιβάλ χορού; Η θεματική ήταν ο χρόνος και η οπτική του Ταρ είναι σημαντική. Ο χρόνος και η σχέση του με το ανθρώπινο σώμα και το καλλιτεχνικό έργο, όχι ο χρόνος ως ιστορική αναδρομή. Οπότε βεβαίως ο Μπέλα Ταρ ήταν σημαντικός γιατί ο τρόπος που έχει "τραβήξει" τον χρόνο, που έχει ασχοληθει καλλιτεχνικά μ' αυτόν είναι σημαντικός. Θέλω να τον ακούσω. Γιατί το κάνει; Ίσως εμένα να με βοηθήσει ως χορογράφο. Γιατί θα εμπνευστώ από άλλους καλλιτέχνες, ζωγράφους, σκηνοθέτες, μουσκούς. Και σ' ένα φεστιβάλ χορού πρέπει να ανοιχτούμε παραπάνω.
Ν.Χ.: Κέντρο συνάντησης πολλών δαφορετικών ιδεών με επίκεντρο το σώμα, λοιπόν.
Λ.Κ.: Ακριβώς.
Ν.Χ.: Και χορογραφικά μελλοντικά σχέδια;
Λ.Κ.: Χορογραφικά αυτή τη στιγμή βλέπω μόνο το Stones and Bones.
Ν.Χ.: Λίγο forensics θυμίζει.
Λ.Κ.: Λίγο ναι. Είναι "μαύρο", και με το μάρμαρο πάνω στη σκηνή...
Ν.Χ.: Το μάρμαρο μήπως έχει σχέση με την Ελλάδα και το πασίγνωστο παρελθόν;
Λ.Κ.: Έχει..Προσπαθούμε να φύγουμε απ' το ελληνικό στοιχείο, αλλά...Σ' ένα έργο μας για το φεστιβάλ Αθηνών είχαμε μια τεράστια σημαία. Στην αρχή ήταν λευκή, αλλά στο τέλος τη βάψαμε ελληνική, ήταν τελείως κατεστραμμένη, τη φύσαγαν πέντε τεράστιοι ανεμιστήρες...Αφού είμαστε ελληνική ομάδα μερικά πράγματα δεν θα τα αποφύγουμε...Είπα στον Γιόζεφ σχετικά με το μάρμαρο, να βάλουμε μια άλλη πέτρα. Να είναι πέτρα. Γιατί το μάρμαρο είναι Ελλάδα, τι άλλο θα μπορούσε να είναι; Αλλά τελικά πήγαμε στο μάρμαρο. Και θα συνεργαστούμε με ένα Βρετανό γλύπτη, που δουλεύει για γκαλερί και τώρα θα πρέπει να κάνει κάτι για θεατρική σκηνή. Θα πάρει ρίσκο, αλλά δε θέλαμε να δουλέψουμε με ψεύτικο υλικό. Ο Γιόζεφ απαγόρευσε κάθε σχετική συζήτηση. Προσπαθούμε να βρούμε λύσεις για το πώς θα ανέβει ένα τόσο βαρύ υλικό στη σκηνή. Οι χορευτές θα είναι πιο ανάλαφρο στοιχείο απ' ό,τι το σκηνικό. Υπάρχει ένα δραματικό στοιχείο πάντα στα έργα μας, αλλά έχουμε κάνει και πιό light καταστάσεις. Ανυπομονώ για το καινούργιο έργο. Για την ώρα, δε σκέφτομαι σε κάτι πιό μακροπρόθεσμο απ' αυτό.
Ν.Χ.: Σ' ευχαριστώ πολύ.
Λ.Κ.: Κι εγώ.