Friday, December 30, 2011

WUTHERING HEIGHTS/ ANEΜΟΔΑΡΜΕΝΑ ΥΨΗ


Ανεμοδαρμένα Ύψη, φιλμ σε σκηνοθεσία της Andrea Arnold, βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Έμιλυ Μπροντέ. Με τους Kaya Scodelario και James Howson.

Καημό το 'χω να δω μια ταινία που να μπορεί να ανταποκριθεί στη μαγική ατμόσφαιρα αυτού του βιβλίου. Και να που μετά από καιρό, από το 1992, έρχεται μια καινούργια παραγωγή που ναι μεν, έχει την καλύτερη και πιο πειστική αναπαράσταση της εποχής (όπως πριν λίγο καιρό η Τζέην Έϋρ), αλλά τίποτα από την ομιχλώδη, παθιασμένη, αποπνικτική ατμόσφαιρα του βιβλίου. Συν το γεγονός ότι "κάνει ζουμ" στην ψυχοσύνθεση των ηρώων, τύπου "πώς χτίστηκε το πάθος ανάμεσα στην Κάθυ και τον Χήθκλιφ", και καταλήγει CSI-Σκωτία.
Τέτοιο κρύο, τέτοιο γυαλιστερό τραπέζι ανατομίας, τέτοια έλλειψη συναισθήματος, είναι ακατανόητη. Και όλα αυτά, από μια σκηνοθέτιδα Αγγλίδα, που για την Αγγλία και το -εκεί- γυναικείο φύλο οι αδερφές Μπροντέ είναι τεράστιο κεφάλαιο διαρκούς αναζήτησης. Άβυσσος η ψυχή του σκηνοθέτη όμως, και παρά το καλό καστ, κάπου έρχεται η...νύστα, σαν να το σκηνοθέτησε ο Αγγελόπουλος ένα πράμα...
Εντάξει, καταλάβαμε, ο Χήθκλιφ ήταν ψυχοπαθητικάρα με νεκροφιλικές τάσεις, η Κάθυ Έρνσω υστερική ή καταθλιπτική ή με ψυχωσικό επεισόδιο στο παρελθόν της, ο αδελφός της Χίντλεϋ αλκοολικός και χαρτοπαίκτης με σαδιστικές τάσεις και ο πατέρας Έρνσω θρησκόληπτος με μαζοχιστικές τάσεις. Μόνο που αυτά θα είχαν σημασία αν δεν μπορούσε να τα πεί με ιδιοφυή τρόπο η Έμιλυ Μπροντέ και χρειαζόταν διαμεσολάβηση από το σενάριο της Άρνολντ. Που δεν το χρειαζόταν όμως, οπότε γιατί να δώσετε 9 ευρώ και να σας φύγει και η μασέλα απ' το χασμουρητό;
Τα ισοπέδωσε η σκηνοθέτις, παρά την προφανή μελέτη του έργου, ακόμη και τις ακριβείς ώρες-ώρες αναφορές στους διαλόγους του βιβλίου. Κρίμα, διότι εκείνο το ανατριχιαστικό χτύπημα στο τζάμι, το παγωμένο χέρι του Χήθκλιφ, η ακινησία του στον κήπο τη βραδιά του θανάτου της Κάθυ, αλλά και η κάθοδος στην κόλαση της Ιζαμπέλα και του Χίντλεϋ, πέρασαν στο ντούκου. Φυσικά, τα Ανεμοδαρμένα Ύψη, είναι Βρετανικό patrimoine γυναικείας "αμαρτωλής" γραφής εν είδει νεότερης τραγωδίας, οπότε οι γηγενείς καλλιτέχνες της "Νήσου" μπορούν να το ψάξουν το θέμα και να προτείνουν ερμηνείες. Μήπως εμείς δεν έχουμε δει τέρατα και σημεία, τακούνια, σεγκούνια και τσιγαρούκλες με αφορμή το αρχαίο δράμα;

Να πω εδώ ότι κατά περίεργο τρόπο, η επιθυμία του Χήθκλιφ να ταφεί μαζί με την Κάθυ, διά χειρός Έμιλυ Μπροντέ, συνάντησε τον Μάρκο (Βαμβακάρη) στο τραγούδι του "Να πεθάνεις", και στους στίχους: "Να πεθάνεις (Χ3) Κωνσταντίνα, να μας βάλουν και τους δυό μας σ' ένα μνήμα". Τι να πει και η Άρνολντ μετά...

http://www.youtube.com/watch?v=JXbvAx2PeGA



©

Wednesday, December 28, 2011

My WEEK WITH MARYLIN/ Η ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΜΟΥ ΜΕ ΤΗ ΜΑΙΡΙΛΥΝ


Στα απομνημονεύματα του Κόλιν Κλαρκ, συγγραφέα και ντοκυμαντερίστα, σχετικά με την υποτιθέμενη (;) εβδομάδα που πέρασε με τη Μέριλυν Μονρόε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας "Ο πρίγκιπας και η χορεύτρια", βασίστηκε η ταινία του Σαϊμον Κέρτις. Στο ρόλο της Μέριλυν, η Μισέλ Γουίλιαμς. Στο ρόλο του Λώρενς Ολίβιε, ο πολύς Κέννεθ Μπράνα.
Οι κινηματογραφικές βιογραφίες είναι επικίνδυνο είδος, μπορούν να συνδέσουν έναν ηθοποιό επικίνδυνα με ένα ρόλο, ιδίως αν είναι στο ξεκίνημά του. Είναι επίσης απίστευτα λαϊκό είδος και ελάχιστες φορές καταλήγει σε αξιομνημόνευτες στιγμές.
Η επιπλέον δυσκολία του εγχειρήματος είναι πως η "περίπτωση Μέριλυν" έχει αναλυθεί πολλάκις και ποικιλοτρόπως, το ίδιο και ο θάνατός της, ενώ μύρια όσα έχουν ακουστεί γι' αυτήν, απόι τις σχέσεις με τους Κέννεντι, με την αμαρτωλή παρέα Σινάτρα, την εμμονή της με τη "Μέθοδο", το σεξ-απήλ της, τις καταχρήσεις, τους συζύγους, και βάλε.
Η "ανθρώπινη πλευρά" της εκκεντρικής σταρ είναι το θέμα της ταινίας, καθώς και τα dessous ενός μύθου της Αγγλικής σκηνής του περίφημου "Λάρρυ" (Ολίβιε), και των παρασκηνιακών βεντετισμών και ανταγωνισμών. Ο πιτσιρικάς -τότε- Κόλιν Κλαρκ, τρίτος βοηθός σκηνοθέτη, βοήθησε την Αμερικανίδα ηθοποιό να έχει ένα "αποκούμπι" τις δύσκολες ώρες της ανασφάλειας και της κατάρρευσης. Επί της ουσίας, αυτό που φαίνεται, και αξίζει τον κόπο στην ταινία, είναι η διαφορά μεταξύ Βρετανικού και Αμερικανικού σταρ-σύστεμ. Ιδίως σε μια ταινία (Ο Πρίγκιπας και η Χορεύτρια), που είχε ως ατού τις γρήγορες βιτριολικές ατάκες και το "Βρετανικό" θεατρικό παίξιμο των μεγάλων ονομάτων της εποχής.
Αν δει κανείς την ταινία στην οποία αναφέρεται "Η εβδομάδα μου με τη Μαίριλυν", δηλαδή το ορίτζιναλ "Ο πρίγκιπας και η χορεύτρια", βλέπει κανείς τη βαθιά αντίφαση στην παρουσία της Μονρόε: το καλό παίξιμο, την (απόλυτα μελετημένη και φτιαγμένη) ομορφιά, και την διαρκή επίδειξη των οπισθίων (που είχε απελευθερώσει εκείνη πρώτη από τον κορσέ στην ταινία "Νιαγάρας"). Εντέλει όμως, η Μαίριλυν παίζει καλύτερα από τα περίφημα "φυσικά της προσόντα" που -δικαίως- την έκαναν διάσημη. Μάλλον στο αυτό συμπέρασμα καταλήγει και η ταινία.
Καλοκουρδισμένη και ατμοσφαιρική, αλλά μάλλον για νοσταλγικές βραδιές. Εντυπωσιακή η προσέλευση κυρίων και κυριών: καταφανώς η Μονρόε, ακραίο σύμβολο απελευθέρωσης -μέσα από τα πλέον βαριά δεσμά του Χόλλυγουντ- έχει πολλά να τους θυμίσει.

©


SYNOPSIS of the review:

Biographies on the silver-screen can be a very difficult endeavour. For all sides concerned: the actors, the person whose life is recounted, the audience. Curtis' film with a firm script to guide him ended-up in a recount of Marylin Monroe's "days in the (British) country", which is rhythmical and pleasant to watch, no matter what one's stance in regard to the American star's talent, life and choices. Nonetheless, deep down, what is discernible, and probably most interesting is the ancient quest: what is to be British, through the interpolation of two star-systems, the British and the American respectively.
Humour and subversion have helped create a trully "national" art with international appeal; that's what is to be British. Well done!

Monday, December 19, 2011

Βιβλίο: "Να νιώθεις μπλε, να ντύνεσαι κόκκινα" της Έρσης Σωτηροπούλου

"Να νιώθεις μπλε, να ντύνεσαι κόκκινα" της Έρσης Σωτηροπούλου (εκδ. Πατάκη)

Επτά διηγήματα γραμμένα από επαγγελματία που σέβεται τον εαυτό και τη γραφή του. Που κάνει προσπάθεια να αφήσει το ίχνος ενός προσωπικού στυλ: με όπλα την ιδιαιτερότητα στην καταγραφή "μικρών στιγμών" εμμένοντας στην τόλμη και την εξόρυξη κάθε λεπτομέρειας.
Ένας προθάλαμος ψυχιάτρου, ένα ταξίδι σε μια χώρα α λα Γκράχαμ Γκρήν (το ομότιτλο, και πιο σουρεαλιστικό και ατμοσφαιρικό της συλλογής), ένα ζευγάρι με μια ακόμη δυσλειτουργική σχέση, μια μάνα-φρικιό με τα παιδιά της, μια αλλοδαπή οικιακή βοηθός-καλλιτέχνις, μια συγγραφέας και ο ξεκούρδιστος θαυμαστής της, όλοι συνωστίζονται σε μια ιδιόμορφη ταξινόμηση, δραματική, όπου μεγαλύτερη είναι η αφηγηματική διαδρομή της εύρεσης του θέματος ώστε (;) να συνιστά έκπληξη, παρά το υπόλοιπο τςη διαδρομής, όπου οι χαρακτήρες πρέπει και να αποδείξου την δραματουργική τους αξία.
Είναι στιγμές που ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι διαβάζει ιστορίες γραμμένες από ένα άτομο στην ωριμότητα, αλλά που η συναισθηματική τους αξία βρίσκεται στην πολύ παλιότερη περιοχή της εφηβείας. Ίσως γιατί η συγγραφέας παίρνει πολύ στα σοβαρά τους ήρωές της, ενώ καταφανώς εκείνοι ασφυκτιούν κοστουμαρισμένοι. Οι μεγεθυμένες "μικρές στιγμές" της καθημερινότητας, η ανθρωπιστική ματιά σ' αυτές είναι φαίνεται "γυναικεία δουλειά", κι όμως αν έλειπε η δραματικότητα αλλά οι χαρακτήρες αφήνονταν να βουλιάξουν σε μια ανελέητη σάτιρα/σαρκαστική ματιά, η συλλογή αυτή θα είχε εντελώς άλλες βλέψεις. Το χιούμορ δεν αναιρεί την "λογοτεχνικότητα" και οι στιγμές που η συγγραφέας αφήνεται να χαλαρώσει είναι ελάχιστες. Ο πανταχού παρών οφθαλμός που κρίνει φαίνεται να υποχωρεί μόνο στο ομότιτλο με το βιβλίο διήγημα, όπου μειώνεται και το άγχος του αναγνώστη από την υφέρπουσα ανασφάλεια.
Κατά τα λοιπά, υπάρχει ατμόσφαιρα, και ενίοτε σασπένς. Στα συν της συλλογής και η μοναδικά υπομονετική καταγραφή καθημερινών πραγμάτων που σχεδόν προσπερνά κανείς και ξεχνά. Η Έρση Σωτηροπούλου δίνει φωνή και λεκτικοποιεί απίθανες λεπτομέρειες, εύρημα που βοηθάει στο σασπένς και φυσικά στην πειστική αναπαράσταση του περιβάλλοντος του κάθε ήρωά της. Σαν μετέωρο βήμα πριν το νέο μυθιστόρημα η συλλογή αυτή.

©

Sunday, December 11, 2011

FAUST -cinema


FAUST/ΦΑΟΥΣΤ by ALEXANDER SOKUROV

Θα ήθελα πραγματικά να απολαύσω μια μεταφορά του έργου του Γ.Β. Γκαίτε (Goethe) στη μεγάλη οθόνη. Η εκδοχή του Μουρνάου (1926) είναι εκπληκτική, αλλά μου λείπει κάτι που να είναι "της εποχής μου."
Ο Αλεξάντερ Σοκούρωφ, που δικαίως πήρε το Χρυσό λιοντάρι στο Φεστιβάλ της Βενετίας το 2011, έφτιαξε ένα αποπνικτικό, κλειστοφοβικό έργο σε μια "δύσβατη" κοινότητα του 19ου αι.
Η μεταφυσική σε έναν επίγονο ενός αιώνα υλισμού και θετικιστικής σκέψης είναι μάλλον δύσκολη υπόθεση, οπότε ο Μεφιστοφελής μετατράπηκε σε ενεχυροδανειστή της "Μεσαιωνικίζουσας" πόλης που βρίθει από πάθη και ανομολόγητους πόθους, δεισιδαιμονία και "αμαρτία". Ένα όν πολύ κοντά στον Νοσφεράτου του Μουρνάου (και πάλι), που κυκλοφορεί ανάμεσα στους ανθρώπους και κλείνει επικερδείς συμφωνίες -για τον ίδιο. Οι λαϊκές ιδέες και δοξασίες για το Διάβολο διαπερνούν το έργο του Σοκούρωφ, ενώ αυτό που σεναριακά είναι αριστουργηματικό, είναι η απεικόνιση της εξαπάτησης, και μάλιστα χωρίς την παραμικρή αίσθηση ενοχής ή μετάνοιας. Καθένας είναι υπεύθυνος για τις πράξεις και τις αποφάσεις του, και έλεος δεν υπάρχει. Ο Σατανάς υπόσχεται, ο άνθρωπος πιστεύει σε αυτό που ακούει, μόνο για να ανακαλύψει ότι δεν είχε διαβάσει "τα ψιλά γράμματα της συμφωνίας", ωσάν να συναλλασσόταν με κάποια τράπεζα που του έταζε σπίτι, ενώ είχε παίξει και τον δανειζόμενο/οφειλέτη και τα λεφτά του και την υπεραξία του, ήδη, στα hedge funds. Ο Διάβολος ως ενεχυροδανειστής βρίσκει την αντιστοιχία του στα καλόπαιδα του τραπεζικού συστήματος.
Το έργο του Γκαίτε επανέρχεται στη σκηνή στο καπηλειό, στο αθώο πρόσωπο της Μαργαρίτας/Γκρέτσεν, στην ερώτηση του Φάουστ "Τι είναι αυτός ο καπνός;" -που στο πρωτότυπο τον οδηγεί στη φυλακή και την τελευταία συνάντηση με την αγαπημένη του πριν εκτελεστεί για τους φόνους που της καταλογίζονται και βεβαίως, πριν κριθεί Άνωθεν, και σωθεί. Εδώ η πλάστιγγα τελικά μάλλον κλίνει υπέρ της καταδίκης του Φάουστ, ή τουλάχιστον προς μια αέναη περιπλάνηση για τη σωτηρία, που την αναλαμβάνει μόνος του.
Είναι δικαίωμα του δημιουργού να κάνει ό,τι εκδοχή θέλει ενός αριστουργήματος, και ο Σοκούρωφ με την ομάδα του του σεναρίου, (για να μην αναφερθεί κανείς στους απίθανους ηθοποιούς, Johannes Zeiler, Anton Adasinsky, Isolda Dychauk)έχουν προφανώς τα φόντα να το αποφασίσουν par excellence. Παρ' όλα αυτά, θα ήθελα το σύγχρονο έπος του Ρώσου σκηνοθέτη, να απέδιδε τις τεράστιες προκλήσεις του Φάουστ του Γκαίτε, κατά τρόπο πιστό στο πρωτότυπο κείμενο.

©

Faust by A. Sokurov (synopsis of the review in English)

A materialist Faust disappointed by poverty and lack of understanding for science, entrusts his soul to the pawnbroker of his small city. Devil, or his advocate, helps him win Margaret/Gretchen while the scientist tries to kill him and begins his eternal wandering through Hell or Kosmos, depending on the viewer's stance.
An interpretation of J.W. Goethe, Sokurov's Faust occasionally draws exactly on the former's work, when the hero wonders about the "smoke coming from afar", in the scene at the inn, in "Margaret's" absolutely angelic face. The Devil and the bankers are closely linked, thus making it clear that money, as traditionally seen, has a strange, devilish power over people. Sokurov's script is philosophical and rational, therefore such notions coming straight from the "heart" of the folklore, is a little puzzling.
I would personally prefer to have seen a challenging version of Goethe's work and not an entirely diversified interpretation, despite this film's artistry and interest. An amazing cast contributed a lot to the film's success.

©

Friday, December 9, 2011

CAN WE TALK ABOUT THIS? by DV8 PHYSICAL THEATRE


"Can we talk about this?"
DV8 Physical Theatre
Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών, 9/12/2011
Ο λόγος και η κινηματογραφική εικόνα υπήρξαν ανέκαθεν δυναμικά εργαλεία στα χέρια του Λόυντ Νιούσον (Lloyd Newson), του χαρισματικού χορογράφου των DV8. Αυτή τη φορά, με το Can we Talk about This? ο λόγος κυριαρχεί.
Το έργο, μια στρατευμένη περφόρμανς για τα προβλήματα της πολυπολιτισμικότητας στις Δυτικές κοινωνίες, θα το έβλεπα περισσότερο ταιριαστό σε ένα μεγάλο χώρο στο ίδιο ύψος με τους θεατές, παρά σε υπερυψωμένη ιταλική σκηνή που το έκανε λιγάκι lecture demonstration. Το πρόβλημα βέβαια δνε ήταν αξεπέραστο...
Κατά μια έννοια, μ' αυτό το έργο, ο Νιούσον κλείνει έναν μεγάλο κύκλο της academia και του χορού ως πράξη με το έργο αυτό. Και βεβαίως εναπόκειται στους μεγάλους καλλιτέχνες που ορίζουν την τέχνη των καιρών τους να κάνουν κάτι τέτοιο. Μαγκιά του! Αυτός και ο Μάϊκλ Κλαρκ ξεκίνησαν την "επανάσταση" με τα έργα τους ενάντια στους ομοφοβικούς νόμους, και πλέον κλείνει ο Αυστραλός των DV8 την όλη ιστορία, αλλάζοντας πάλι τους κανόνες του παιχνιδιού.
Το τρομερό και αγαπημένο παιδί της εποχής (δλδ. του '80 και του '90) που η πανεπιστημιακή κουλτούρα ανακατευόταν στην τέχνη και επιχειρούσε να την καθορίσει ελέγχοντας τη σκέψη και επιλέγοντας τους "εκλεκτούς συνοδοιπόρους", έκλεισε με συνοπτικές (;) διαδικασίες διά χειρός Λόυντ Νιούσον: το λατρεμένο παιδί ενηλικιώθηκε και σκέπτεται γαι λογαριασμό του, το χειρότερο που μπορεί να συμβεί για τους ελεγκτές της academia.
Με λίγα λόγια, το έργο, αναφέρεται στα προβλήματα και το φόβο της Βρετανικής, κατ' επέκταση της Ευρωπαϊκής, κοινωνίας, vis a vis με την περίφημη πολυπολιτισμικότητα και την άνοδο των ισλαμιστών. Στέλνεις φυλακή κάποιον που βγαίνει με πλακάτ και λέει "σκοτώστε τον Ρούσντι", αλλά υπάρχει άλλος που ζώνεται τα εκρηκτικά και του τη στήνει έξω απ' το σπίτι του, και αυτό πώς το πολεμάς; Πώς πολεμάς το φόβο, θέλοντας να παραμείνεις δημοκράτης; Με κορώνες τύπου Λεπέν -που η Γαλλία εν προκειμένω είναι και αλλουνού παπά Ευαγγέλιο- με τάχα μου πολιτικά ορθές συμπεριφορές, με υποταγή της κουλτούρας σου που έχει άλλες (δημοκρατικές- συνιστώσες που έχουν κερδηθεί σε βάθος χρόνου/αιώνων...πώς; Τα όρια των νέων κοινωνιών και γενεών αλλάζουν. Κοντολογής, μετά από 40 χρόνια ενσωμάτωσης, οι δύο κουλτούρες καταμεσής της Δύσης, αντιμάχονται σαν να ξεκίνησε μόλις χθες ο Πέτρος ο Ερημίτης την Α' Σταυροφορία με τ' ασκέρια και τα μπουλούκια του.
Με 10 μαγικούς χορευτές, πήρε τα σώβρακα ολωνών κι έφυγε ο Νιούσον, κι έμειναν οι θρασείς νεοσσοί της Ελληνικής κουλτούρας να αναρωτιούνται τι στα κομμάτια θα αποστηθίσουν τώρα που τα πράγματα άλλαξαν στο "Νησί" και ποιά κουλτούρα θα αγοράσουν με τα μπικικίνια του μπαμπά στα περί το Λονδίνο κολλέγια. Διότι η κουλτούρα αλλάζει και βρίσκονται οι ίδιοι Ελληναράδες περικυκλωμένοι από τα σημαίνοντα του κυρίου DV8 να παραζαλίζονται και να αποτελούν το καλύτερο παράδειγμα του πολιτισμού που δεν τους περιλαμβάνει, και ενός συστήματος το οποίο τροφοδοτούν στην αρχαϊκή μορφή του, της αποικιοκρατίας δηλαδή, προκειμένου αυτό, να ανθίσει για εκείνους και με εκείνους που αντιλαμβάνονται τη δυναμική του.

©

Can we Talk about This? - DV8 Physical Theatre (synopsis of the review)
Athens, 9/12/2011

Lloyd Newson, the enfant gate of both the British scene and the British academia, takes over his thought in this mature performance with his 10 magical performers.
Like all great artists, he comes full circle setting a new trend and finishing off what he and Michael Clark started almost 30 years ago.
He frees his art controlling his expressive means in a work that is sparkling, and which I would see more suitably set in an open space with performers and audience on the same level, than in the setting of an Italian stage. Nonetheless, the message came through. After 40 years of ardent efforts for integration, things between the Islam -or rather certain Muslims- and the West, are as hostile as if Peter the Hermit had just left with his followers to take over the territories of the "Saracens". How do you fight fear and life threats, while keeping up with freedom of speech and democracy? How do you avoid a hateful response and what goes wrong at the bottom of all this tension? Well the facts are there, it is up to each and everyone to think and come up with a response adequate to the Western ideals of freedom and equality.

Wednesday, December 7, 2011

ΤΟ ΤΑΝΓΚΟ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ


Τα ερεβώδη στρατόπεδα της δικτατορίας και ο...ερωτισμός τους, μου φαίνεται ότι αποτελούν αντικείμενο δράματος της γκέι τέχνης και αντικείμενο χαβαλέ της αντίστοιχης στρέϊτ, μου έλεγε ένας φίλος πρόσφατα.
Εδώ, στο φιλμ το Τανγκό των Χριστουγέννων, ανάμεσα σε ειρωνικές αναφορές στην εποχή Παπαδόπουλου, με τα ανάλογα σύμβολα-φετίχ, δηλ. φοίνικας, ιδεοληπτικοί εορτασμοί, φόβος κ.ο.κ., παίζεται και το δράμα του πεθαμένου γάμου ενός πιστού στο γράμμα του νόμου (έστω κι αν οσμιζόμαστε ότι νογάει περισσότερα απ' όσα η στρατιωτική του παιδεία του επιτρέπει αν παραδεχθεί) με την κατά πολύ (μα πάρα πολύ βρε παιδιά) σύζυγό του, που -ας μου επιτραπεί, διότι συμπαθώ τις μουλαροπεισματάρες- είναι εντελώς κακομαθημένο.
Η οικιακή βοηθός όπως σ' όλα τα καλά λαϊκά κουζινοδράματα μπαλώνει τα πράγματα ανάμεσα στο αφεντικό και την κυρία του, ενώ το στρατόπεδο είναι Grey's Anatomy απ' τους πόθους τους ανομολόγητους: ο τηλεφωνητής θέλει τον υπολοχαγό, ο υπολοχαγός την υστερικιά σύζυγο, η υστερικιά σύζυγος δεν ξέρει ακριβώς τι θέλει, και δώσ' του το γαϊτανάκι, που υποτίθεται μας φανερώνει ότι μέσα στην τάξη βασιλεύει μια γοητευτική αναρχία. Ναι, πες το κι έτσι, αλλού μαζοχισμό θα το λέγανε, κι ο σκηνοθέτης δεν ξέρει από πού να πρωτοκάνει (Ν. κουτελιδάκης). Ρίχνει λοιπόν κι αυτός το βάρος στην ανάπλαση της εποχής, πράγμα στο οποίο αρέσκεται το Ελληνικό μεϊνστρήμ σινεμά τα τελευταία σχεδόν 10 χρόνια, διότι έχει φάει και χοντρή στέρηση και αυστηρότητα μεταπολιτευτικά, καθότι το μπαρόκ -μεταφορικά- ήτανε για την εφησυχασμένη μπουρζουαζία.
Καλό το στρατόπεδο, καλό και το καστ, θα 'τανε καλύτερο άμα είχε γίνει ένα με το ρόλο και δεν προσπαθούσε -ακόμα- ώρες-ώρες να είναι ο ρόλος. Αλλά είπαμε καλό το καστ, καλός κι ο τόπος. Αυτά για το φλας μπακ. Διότι το σήμερα το τρώει η μαρμάγκα, και τέτοιο μεϊκ-απ, είχα να δω από τότε που ανεβάσαμε στο δημοτικό τους Σουλιώτες, κι η συμμαθήτριά μου Μαρία έπρεπε να κάνει τη μάνα μας.
Ατμοσφαιρικός ο Γ. Στάνκογλου αλλά όχι πολύ "μοναχικό αγριόσκυλο", πειστικός ο Αντίνοος Αλμπάνης ως δάσκαλος χορού ερωτευμένος με τον μουστακαλή υποχολαγό. Ο Γ. Μπέζος κρατιέται στις στιγμές-κομεντί να μη βγει από μέσα του ο κωμικός και τα καταφέρνει θαυμάσια(αν και το κοινό μπαίνει σε πειρασμό να θυμηθεί τον "Κάκαλο"). Σύζυγος αντισυνταγματάρχου και οικιακή βοηθός πράττουν τα αναμενόμενα: πόζα και μούτρα η μια, νεορεαλιστική αρχέγονη απεικόνιση η άλλη.
"Μετρώντας κεφάλια" στο σινεμά, και χωρίς πρόθεση παράθεσης στατιστικού δείγματος, μάλλον ο Γ. Ξανθούλης έχει πέραση στις γυναικοπαρέες, χωρίς να λείπουν και οι άνδρες-συνοδοί, νεότερης ηλικίας. Οι κυρίες "κάποιας ηλικίας" δηλαδή, ήρθαν με φίλες, τα παππούδια μάλλον δε θελήσανε να ζήσουν μια κινηματογραφική βραδιά με το μελόδραμα του στρατοπέδου, καθότι προφανώς ξέρανε την αλήθεια του εν λόγω χώρου από πρώτο χέρι. Επίσης, έπρεπε να θεωρήσουμε ανατρεπτικό το γεγονός ότι στο στρατόπεδο -σ' αυτό το προπύργιο/σύμβολο τάξεως και ηθικής- όταν η φύσις ησυχάζει, οι άνθρωποι "λυσσάνε"; Ε, καλά το '50 αυτά κάνανε αίσθηση, τη σήμερον ημέρα, ξέρουμε ότι γκέι δεν είναι μόνο οι ευαίσθητοι (αλλά και γόμαροι), επίσης ότι οι γκέι δεν γίνονται μόνο μοντελίστ, κομμωταί και χορευταί, αλλά επίσης γιατροί, δικηγόροι και άλλα σεπτά επαγγέλματα.

Friday, December 2, 2011

ALLES WALTZER -NATIONAL OPERA HOUSE, Athens 2/12/2011


Με ένα τρίπτυχο παλαιάς κοπής, διά χειρός του καλλιτεχνικού διευθυντή του Μπαλέτου της ΕΛΣ Ρενάτο Τζανέλλα, έκανε πρεμιέρα το Μπαλέτο της ΕΛΣ, στις 27/11.

Το ένα μέρος του Alles Waltzer -γενικός τίτλος του τρίπτυχου αλλά και του πρώτου κομματιού- είχε παρουσιαστεί με μικροαλλαγές το 2002 στην Αθήνα, όταν ο Τζανέλλα ήταν ακόμη διευθυντής του Μπαλέτου της Όπερας της Βιέννης, και θυμάμαι ότι τότε, ενθουσιασμένος από τον ερχομό του στην Αθήνα, μου είχε πει σε συνέντευξη ότι θέλει να "μαγειρέψει ενδιαφέρουσες γεύσεις για το κοινό του."
Στο κάποιας ηλικίας κοινό της 2/12, που δεν γέμισε το θέατρο, άρεσε καταφανώς το πρώτο και ομώνυμο μέρος, Alles Waltzer σε μουσική Γιόχαν Στράους, Γιόζεφ Στράους και Μάλερ, καθώς και το Μπολερό, στο τρίτο και τελευταίο μέρος πάνω στην πασίγνωστη και υπνωτική μουσική του Ραβέλ. Το μεσαίο Empty Place (Στο κενό) σε μουσική Λώρι Άντερσον, Μπράϊαν Ίνο και Τζων Χάσσελ, μάλλον μικρή αμηχανία προκάλεσε. Αλλά είπαμε, επρόκειτο για balletomanes κάποιας ηλικίας.
Ήταν επίσης περίεργο και χρήσιμο -μετά από καιρό που είχα να δω παράσταση της ΕΛΣ- να βρω μαζεμένους επί σκηνής όλους τους ξένους χορευτές που 13 (!) χρόνια πριν ξεκινούσαν την καριέρα τους -λίγο-πολύ- και να θυμηθώ πώς ήταν και τι δήλωναν τότε, για το άρθρο Dancers as Immigrants: foreign artists in Greece (Ballet/Tanz). Δίνει άλλη διάσταση στην αίσθηση της ιστορίας του χορού αυτή η συνάντηση.

Ο Τζανέλλα έχει κάνει δουλειά, μάλλον ο Ίρεκ Μουχαμέντωφ είχε ήδη αρχίσει να αλλάζει προς το καλύτερο το συγκρότημα. Ένα συγκρότημα αποτελούμενο από χορευτές σε κρίσιμη ηλικιακή καμπή, αλλαγές και ακαμψίες διευθυντών και παραδιευθυντών, και μια καλλιτεχνική κοινότητα διχασμένη ακόμη ανάμεσα στο "μοντέρνο" και το μπαλέτο, για να πούμε τα ελάχιστα και πλέον εμφανή. Αστέρια της βραδιάς η Ευριδίκη Ισαακίδου (Alles Waltzer) και η Μαρία Κουσουνή (Μπολερό). Επίσης ο Αλεξάντερ Νέσκωφ, παρτεναίρ της Ισαακίδου.
Στο πρώτο μέρος και ομότιτλο της βραδιάς, προϊόν της δημιουργικότητας του Ρενάτο Τζανέλλα από την εποχή που διηύθυνε το Μπαλέτο της Όπερας της Βιέννης, είχε κανείς την αίσθηση ότι αφήνοντας την "κρίση" έξω απ' το θέατρο, ήταν όπως η αυστριακή καλή κοινωνία της Μπελ Επόκ: "όλα τα ξεχνώ και στριφογυρίζω." Το συγκρότημα φιλότιμα προσαρμόστηκε στο ραφιναρισμένο στυλ του νέου διευθυντή και χορογράφου, και η αλληγορία ανάμεσα στις σχέσεις μέσα στο χορό και ανάμεσα στα πραγματικά ζευγάρια αποδόθηκε επιτυχώς. Σε εντελώς άλλο στυλ, μια ανάλογη εξερεύνηση είχε ιδιοφυώς επιτύχει ο Χοζέ Λιμόν στο Moor's Pavane.
Το δεύτερο έργο, προγενέστερο (1992) και "Forsythesque", με τίτλο Στο Κενό, ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον, ιστορική μαρτυρία της εποχής που οι χορεύτριες εμφανίζονταν υποχρεωτικά με μαύρο κολλάν, φορμάκι και πουκαμισάκι με μίιμαλ μουσική συνοδεία. Ο Τζανέλλα "το είχε" όμως, και παρά τις συγκρίσεις και αναφορές, κατάφερε η χορογραφία του να έχει άνετα το προσωπικό του στίγμα, που είναι και πολύ πιο "ανθρώπινο" από του Φορσάϊθ.
Το Μπολερό όπως και η αντίστοιχη εκδοχή του Μωρίς Μπεζάρ είχε έναν ερμηνευτή, το λέω έτσι επειδή ο Μπεζάρ το έχει παρουσιάσει με άνδρα και γυναίκα, και ο Τζανέλλα βάζει γυναίκα στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, για να μην μπλέκουμε με πολύπλοκο συντακτικό. Τέσσερεις άνδρες συνόδευαν το χορό της: εκείνη στο υπερυψωμένο βάθρο, οι άνδρες στα τέσσερα σημεία ενός νοητού τετραγώνου. Πάρα πολύ καλό, και η Μαρία Κουσουνή άψογη. Ανδρική φαντασίωση par excellence, κορυφώνεται και διαλύεται με την κορύφωση της μουσικής. 100 χρόνια πριν κόντεψαν να σταυρώσουν τον Νιζίνσκυ για ανάλογα πειράματα, ευτυχώς το 2011, καταχειροκρότησαν τους χορευτές, την ορχήστρα και τον χορογράφο.

©

Synopsis of the review:

With a triptych of early works of Renato Zanella, the new artistic director of the Ballet of the National Opera House, the company started its season.
In front of -mostly- old balletomanes, the ballet company presented Alles Waltzer, Empty Space and Bolero. The first was an elegant esquisse on variations of waltz and an allegory which had at its center the relations between men and women, on the dancing space and off it. Euridice Isaakidou, the protagonist, gave a wonderful performance; she has come a long way since she started out and has mastered her temperament to portray subtler nuances. Empty Space, to the music of Eno, Anderson and Hassell, came from the early '90s, when black tights and corseted ladies was a must in performance. Quick, lyrical and witty, it did not particularly satisfy the audience's appetite. Bolero, in the hypnotic music by ravel, had -like Bejart's version- one performer put on a pedestal, a female one, while four male dancers formed a virtual rectangular space around her. A male phantasy moving to frenzied passion, was superbly danced by Maria Kousouni.

Wednesday, November 30, 2011

A DANGEROUS METHOD (ΜΙΑ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ ΜΕΘΟΔΟΣ)

Παλιότερα, ο μόνος λόγος που πήγαινα στην πρώτη παράσταση νωρίς το απόγευμα, ήταν επειδή είχα σχολείο την επομένη, ή επειδή "έπαιζε" να δω άλλες δύο ταινίες μέχρι τα μεσάνυχτα και βάλε, κι έπρεπε να προλάβω. Τώρα, συμβαίνει λόγω εργασίας και συνήθειας, άσε που δε φορτώνεται και κανένας ταγάρι να σε ενοχλεί με τη φλυαρία του. Μου αρέσει να παρατηρώ το κόκκινο (μπορδοροδοκόκκινο) χαλί ή το μπλε -πάντα με μικρά μοτίβα- λίγο φθαρμένο, ξέρω ποιά γωνιά μ' αρέσει, ποιό σινεμά, ποιό ταμείο και ποιά μηχανή τυρογαριδακίου. Επίσης, αν πας ΚΑΙ νωρίς πριν την πρώτη προβολή, απολαμβάνεις την εκπληκτική ατμόσφαιρα του ανοίγματος: τις μηχανές, τα λεφτά στο ταμείο, τη μικρ-ανοργανωσιά...

Τελοσπάντων, Έμπασυ, "Μια Επικίνδυνη μέθοδος."

Το χρονικό της ρήξης των Φρόυντ και Γιουνγκ, και στη μέση μια γυναίκα, αλλά αυτή τη φορά, μια θεραπευόμενη του Γιουνγκ και μετέπειτα ψυχαναλύτρια, η Σαμπίνα Σπηλράϊν, και όχι κάποια από τις μυθικές πρώτες ασθενείς του Σίγκμουντ Φρόϋντ.
Είναι γεγονός ότι η θεωρία του Γιουνγκ, και ο ίδιος, για κάποιο λόγο, υπήρξαν ανέκαθεν πλέον συμπαθής της αντίστοιχης Φροϋδικής, και του δημιουργού της. Οπότε, αναρωτιόμουν εάν το σενάριο θα ακολουθούσε την πεπατημένη να δείξει έναν Φρόϋντ εντός των συνηθισμένων κλισέ "ας μιλήσουμε για σεξ", "πες μου τι σκέφτεσαι" και άλλα παρεμφερή, ή αν θα τον παρουσίαζε ως έναν αντιπαθέστατο αλαζόνα που τι κρίμα δεν ήταν άγιος, ή το άλλο τρομερό και εκφοβιστικό, αν θα μας πέταγε "κορώνες" περί των αντιρρήσεων όσον αφορά στη μεταβίβαση ή/και τη διαδικασία/θεραπεία καθαυτή, με την περίφημη (όσο και ταλαιπωρημένη καλλιτεχνικά) αποφυγή της βλεμματικής επαφής μεταξύ ασθενούς και θεραπευτή. Σφίχτηκε η καρδιά μου μέχρι να πεισθώ ότι οι προθέσεις ήταν σοβαρές, και δεν θα βλέπαμε τίποτα απ' όλα αυτά τα προαναφερθέντα και χαβαλεδιάρικα στην οθόνη, έναντι των αλμυρών 9 ευρώ που κόστισε το εισιτήριο.

Απεναντίας, το σενάριο, ήταν καλογραμμένο, προσεκτικό, η κινηματογράφιση άψογη διά χειρός Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, και οι ηθοποιοί εξαίρετοι, με λίγο λαχανιασμένη την Κίρα Νάϊτλι, να ακολουθεί φιλότιμα και πειθήνια προκειμένου να κάνει "την ερμηνεία της καριέρας της" και να αφήσει πίσω τον Τζακ Σπάρροου και τις περιπέτειες, αλλά να μένει ολίγον τι πίσω από τον Βίγκο Μόρτενσεν και τον Μίκαελ Φασμπέντερ.
Λέγοντας αυτά, εννοείται ότι στην ταινία υπάρχει μια ανεπαίσθητη προτίμηση ή εν πάση περιπτώσει μια αιωρούμενη ερώτηση ως προς την πιθανή "έλλειψη φαντασίας" και δημιουργικού πνεύματος στην Φροϋδική θεωρία, όμως το εκλαϊκευμένο πνεύμα τιθασεύεται από την εντιμότητα σεναρίου και κινηματογράφησης. Διαφωνώ με την γραπτή πληροφορία για τη συνέχει και το τέλος της ζωής των "ηρώων" στο τέλος της ταινίας που, ας σημειωθεί, τελειώνει λιγάκι απότομα (αμήχανα;). Το έκανε να θυμίσει fiction, και μάλιστα ολίγον μελό.

Σαφώς αξίζει τον κόπο να το δει κανείς, θα περάσει κοντά ένα δίωρο με μια καλοφτιαγμένη ταινία και θηρία ηθοποιούς, όμως γιατί ξαφνικά πιάνει κανείς ένα τέτοιο θέμα; Η εικόνα της "Σαμπίνα" μέσα στην άμαξα ενώ απομακρύνεται πληγωμένη τον καιρό της πρώτης γνωριμίας και σχέσης με τον γιουνγκ τα λέει όλα: η ενασχόληση με τη γυναίκα εκ μέρους του σκηνοθέτη, αλλά και η συγκεκριμένη "χαμένη" και ξεχασμένη γυναίκα εξηγούν την επιλογή. Από την άλλη, μάλλον υπήρξε ανταπόκριση από τον κόσμο στο κάλεσμα να επανεκτιμήσει τα κάλλη της ψυχανάλυσης στους καταθλιπτικούς καιρούς που ζούμε.


©

Synopsis of the review:

Jung or Freud? Anna O. or Sabina Spielrein? Jung has always been the enfant gate of wider audiences, partly because of his treatment of subjects popular to common people. My greatest fear watching the film, would be an overt bias and an oversimplistic version of Freud's theory of sexuality. Nonetheless, David Kronenberg had a good script, and honest intentions plus a great cast -with K. Knightley trying her best to catch up with her male co-stars, especially V. Mortensen- so he made an exquisite film. The info in the end in regard to the main characters' lives and deaths totally unnecessary.

Friday, November 25, 2011

ALVIN AILEY AMERICAN DANCE THEATER, ATHENS 25/11/2011

Το Alvin Ailey American Dance Theater, εμφανίστηε -για πολλοστή φορά- στην Αθήνα, με τα έργα Shards του Donald Byrd, Splendid Isolation της Jessica Lang, The Hunt του Robert Battle, και φυσικά το κλασικό αριστούργημα revelations (1960) του Alvin Ailey.

Τα Shards, ήταν μια προβολή στο χώρο και το χρόνο της μίξης του Ailey και του Cunningham, ιδίως του έργου Duets του τελευταίου. Με τη δράση διάσπαρτη σε διάφορα σημεία της σκηνής, με ντουέτα στο μεγαλύτερο μέρος που εναλλάσσονταν, αλλά και τον λυρισμό και την αθλητικότητα που αποτέλεσαν σήμα κατατεθέν του ύφους του Ailey, ήταν το καλύτερο "άνοιγμα" της βραδιάς: νέο αίμα στην ομάδα με αξιοποίηση της παράδοσης. Ατυχώς, δεν ενθουσίασε το κοινό, που μάλλον εξεπλάγη, ιδίως με τη μουσική συνοδεία.
Το απόσπασμα (σόλο) από το Splendid Isolation, ήταν εξαιρετικό, με ένα περίτεχνο άσπρο φόρεμα της χορεύτριας, που "έγραφε" πάνω στο φόντο, και τη συνοδεία της 5ης συμφωνίας του Μάλερ. Τώρα κατά πόσο ο τίτλος έγινε κατανοητός ή ήταν συμβατός με το έργο, αυτό μένει να το δει κανείς, καθώς Splendid Isolation, ήταν όρος που επινόησε ο Ντισραέλι τον 19ο αι. και αφορούσε στη Βρετανική πολιτική της εποχής. Προφανώς το να μένει κανείς αμέτοχος στα γεγονότα, μέσα στην πάλευκη αγνότητα της ενδεχόμενης άγνοιάς του, δεν εγγυάται τα καλύτερα αποτελέσματα. Το Hunt, ήταν ένας χορός έξι ανδρών με μαύρες παντελόνες σε ύφος σαμουράϊ, ήχο κρουστών που ανάσταινε και νεκρούς, και προφανώς αποτέλεσε ένα σχόλιο πάνω στη σκοτεινή πλευρά του ανθρώπου που αθώα αναδύεται στο κυνήγι, αλλά που μπορεί και να αποτελεί προάγγελο κακών όταν παραμένει "σκοτεινή" και ελεύθερη.
Φυσικά αποκορύφωμα ήταν το κλασικό αριστούργημα του μοντέρνου ρεπερτορίου, οι Revelations του Ailey. Θα πρέπει να ήταν όντως Αποκάλυψη το 1960 που πρωτοπαρουσιάστηκε, όσο κι αν σήμερα μας φαίνονται αυτονόητα όσα λέει, ενδεχομένως και υπερβολικά αθώα για την εποχή μας. Στην εποχή που ίσχυαν ακόμη οι διαχωρισμοί (segregation), το να επικαλεστεί κανείς σκηνές από βουντού, εκκλησίες των μαύρων, θρησκευτικά τραγούδια, και εν γένει να καλέσει τους μαύρους προγόνους ως ισότιμους των λευκών θεατών στη σκηνή, ήταν καταφανώς ένα ζήτημα. Μέσα στη ραπ κουλτούρα και τα μεταγενέστερα μουσικά ρεύματα και την ταύτιση -και διαμαρτυρία ταυτόχρονα γι' αυτό- του μαύρου με τον παράνομο ή τον Good Man Friday, ο Alvin Ailey μπορεί να φάνηκε κάποια εποχή γραφικός ή ξεπερασμένος, καθώς ασχολήθηκε με τον καημό και την περηφάνια να είσαι μαύρος, με μάλλον διπλωματικό τρόπο. Εντωμεταξύ, το mingling με τους λευκούς πέρασε από σραάντα κύματα, το ίδιο και όσοι είχαν θυσιάσει μια πιο ρεαλιστική εικόνα, για το λυρισμό των φαντασμάτων της εποχής των σκλάβων.
Η Αφρική του Ailey όμως, είναι εκείνη των Αφρο-Αμερικανών, οπότε επί της ουσίας η τέχνη του, είναι ό,τι πιο ζωτικό έχει να παρουσιάσει ο χορός στην πεriοχή του αιτήματος για ενσωμάτωση και διεκδίκηση ισονομίας. Ο Ailey δεν παραιτείται, αλλά διεκδικεί την αμερικανική του ταυτότητα, και οι επίγονοι ή άλλοι δημιουργοί που χορογραφούν για το συγκρότημά του, το λαμβάνουν υπ' όψιν τους, αν κρίνουμε από το ύφος των έργων τους, που έστω σε ψήγματα πάντοτε υπενθυμίζουν τις ρίζες του συγκροτήματος και του δημιουργού του.

©


Synopsis of the review:

Ailey's works, a true master of neo-expressionist dance, with great lyricism and a flair for spectacle, are always a pleasurable and welcoming event. Revelations, despite their old age, manage to stir the emotion in me, plus they make me think on race issues afresh. It is the mastery of the art and craft of an old grand master that probably does the trick. As for Hunt and Pleasant Isolation, they both do justice to the robust and lyrical performers of the company as well as its tradition, while offering contemporary perspectives to today's audiences.

Sunday, November 20, 2011

JANE EYRE

Στο σινεμά έχω το σύνδρομο του Lone Ranger, και το Έμπασυ μου αρέσει. Μου αρέσουν επίσης οι αδελφές Μπροντέ. Περισσότερο η Έμιλυ, μεγαλύτερο ταλέντο της οικογένειας, με μεγαλύτερα πάθη αποτυπωμένα στο χαρτί. Η Τζέιν Έυρ όμως, ήταν το πρώτο βιβλίο που διάβασα στα Αγγλικά, και με συγκινεί πάντα: ξέρω τι λέει, ξέρω πώς θα με οδηγήσει με ασφάλεια στη συγκίνηση και το σασπένς.

Το έργο: Είχα αγωνία να δω αν θα βρεθεί επιτέλους η σωστή κατατομή και μορφή για τον κ. Ρότσεστερ. Φαίνεται ότι αυτό δεν είναι γραφτό να γίνει, αλλά αυτή τη φορά, πλησίασε πολύ στην ιδανική επιλογή(Μάικλ Φασμπέντερ). Η "Τζέιν" (Μια Βασιλόβσκα) απόλυτα σωστή, και επιτέλους το γκόθικ σασπένς του έργου σωστά κινηματογραφημένο. Το ίδιο και η εποχή, χωρίς, να είναι "έργο εποχής". Ο χώρος, τα δέντρα, η φύση, τα πάθη, το φως και το σκοτάδι, όλα σε σπρώχνουν να δεις το παραδαρμένο εσωτερικό τοπίο του ρομαντισμού, καθώς και το αγκαζάρισμα του νου, το αγκίστρωμά του στο μύθο της παραφοράς και του πάθους, κρυμένων καλά κάτω από τη βαριά καταπίεση της θρησκείας, του κορσέ και της καλής συμπεριφοράς. Οι γυναίκες ταλαντεύονται από τη μουντή μελαγχολία στην εκρηκτική τρέλλα των τροπικών, εν μέσω μιας ακοίμητης όσο και καταπιεσμένης και εκδικητικής σεξουαλικότητας.
Καλό αλλά όχι εξαιρετικά εμπνευσμένο, στο τέλος το φιλμ σταματάει κάπως απότομα, ωσάν να το βαρέθηκε στο μοντάζ ο δημιουργός του (Cary Fukunaga), ή ωσάν να αντιλήφθηκε ότι οι χρονικές αναλογίες ξέφυγαν και έπρεπε πάση θυσία να σταματήσει εκεί.
Εν πάση περιπτώσει, μπορεί να περάσει κανείς κοντά ένα δίωρο ευχάριστα, αν δεν αναρωτιέται διαρκώς τι ήταν αυτό που τον/την έφερε να δει ένα έργο μαζί με μια στρατιά απαρηγόρητων κυριών της τρίτης ηλικίας.

©

Synopsis of the review:

One of the most competent versions of the famous book by Charlotte Bronte for the silver screen. Despite certain reservations, especially with the abrupt and not so faithful to the book ending of the film, it is worth watching. The actors are great, the atmosphere and the reconstruction of the era superb, and the old ladies who hurried to watch the film that afternoon, gave an extra touch of old-school romanticism to the viewing.
















ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ Έμπασσυ-Κολωνάκι (5.15 μ.μ.)

Saturday, January 8, 2011

THE NUTCRACKER -OKTANA DANCETHEATRE

Konstantinos Rigos and his group Oktana, presented his version of the Nutcracker, third and last part of his trilogy of ballet remakes to the music of P.I. Tchaikovsky. The other parts of the trilogy are the Sleeping Beauty (1999) and Swan Lake (2001). (Nutcracker premiere: 19/11).

A grown-up Clara in a mini skirt and high heels. Sometime around holiday season. Like Ebenezer Scrooge, she will be visited by ghosts of Christmas, good and ugly, all of them filled with sexual activity, past and present that will show her an inescapable future -unless change occurs. What do we get from the adult version of the Nutcracker? First, that Christmas may be a very lonely period. Second, it can be a battle-field that does not the least remind of love and peace on earth, wishes that are left to celebrities, politicians and the various Miss Universes, all of them on TV that night of the year around the globe. Third, that sexuality is a dark space and fourth, that better be a man in this world, because women are apt to abuse and violence.

Third and fourth points combined, lead to the equation: sexuality is dark and has nothing to do with approved rules of morality and descency + women are supposed to be descent and avoid abuse + abuse is inescapable in boys’ games=therefore sex is better of between those who can take it, aka, boyz. Fine, I guess good old master Petipa would have approved of similar hypocrisy and ideological stances, let alone Piotr Ilitch, who allegedly committed suicide because of his sexuality.

Female sexuality traditionally escapes the capacity of understanding by the male community. In K. Rigos’ Nutcracker, Clara, the female “incomprehensible outcast” is only incorporated in the group of the four (male) people either through acute humiliation and hysteria usually identified with “femaleness” or as the alter ego of a “gay outcast”. Well, sorry to break the news, but no, gay men and women do not have the same agenda, and must not have the same agenda. Yes, they have and still do suffer discrimination, but for different reasons and in different settings.

What was disturbing in this truly interesting version of the Nutcracker, was the masochistic image of the female, its “expurgation” through pain and abuse and the hiding of a gay agenda behind a female persona. If “Clara” loves and hates what hates and rejects her, if her object of her desire means that her life must be embedded in shame and fear, she should speak out. Because if a gay male bears the shame of “acting female”, and if a gay person has not come to terms with the shifting of his identity’s signifiers, then future “Christmas” will only repeat past humiliations and traumas.

Critic’s verdict: It’s good to re-open the discussion in regard to gender.

Friday, January 7, 2011

THE ILIAD, book 12 (Rapsody M)

On the 6th of January 2011, at the National Theatre in Athens-Greece, Ms Karambeti recited the 12th Book of the Iliad.

Was it because the actress has many friends, or because the Greeks need to regain a sense of identity and orientation in the context of their most recent humiliation brought by the financial crisis? Whatever the reason, the auditorium at the refurbished National Theatre was filled with people of all ages, while the actress received a standing ovation in the end of her solo.

To be honest, I would have expected either a man to recite the Iliad, or a woman who would make an effort at "singing" the words of Homer. The terrible deeds of war, the recount of the battle scene, glorious as well as horrific with blood and flesh, swords and spears, cracking bones and breaking skulls.
We have come a long way from the epic days of manhood proven at war, to the psychological problems of the soldiers returning from war.
Each war has its own existential aftermath and questions: some inspired sympathy for those returning from battle; some have inspired hatred for those who went to fight. The most recent wars, with their mercenaries or professional soldiers, have little to say to the people, outside the soldiers' families that is, in regard to sympathy. War has become an unreasonable deed, or tends to become such in the collective Western unconscious, and if there is any concern for those returning crashed from the war (more likely to be thought of as "invasion"), it refers more to the chemicals that may be used in battle and their side-effects on both soldiers and citizens, the soil and the food chain.

Homer, on a deeper layer, does not address such issues, but manages to find his way into today's audience, through his artistry and skill, through his call to glory and honour. The Iliad, is among other things, a manual for the righteous chief of state: in Book 12 in particular, Sarpedon, Hector and Ajax, all set the standards for the hegemon as someone who has to fight like the rest of the soldier, and be even braver and set the example for them. Shakespeare obviously benefited greatly from Homer, as his works, in the zeitgeist of the 16th century, included a vast commentary on a king's qualities in almost every play he wrote.

The recital lacked in originality, but was well delivered. Most annoyingly old-fashioned was the costume: white dress in "ancient style", which made Ms Karambeti appear like an oracle, a priestess or a ghost. Not to my taste I' m afraid.

Monday, January 3, 2011

BEACH BIRDS-REMEMBERING MERCE C.

If...If his works had not been mediated by the masterful ballet technique, Merce's strange "birds" would have been proven to be another unbearable pop melodrama of extreme banality.

It seems that gay art has an inherent tendency for the over-emotional and Merce C. decided not to give in. Nor to give up his efforts to invent a more sophisticated, detached movement vocabulary. He could be said to be among the first, responsible for the theorization of modern -and post-modern- dance, which led many mediocre works to stardom, thanks to the fervent analysts of "genres" and styles, products of an interdisciplinary approach, born in the Universities.
His elaborate thinking and methodical approach to choreography, the union of dance to questions earlier asked by artists such as Duchamp, i.e. in regard to the relation of a work of art to its maker, as well as to the origins of its possible value and price in the market.

Merce Cunningham lied: the levitating legs of his dancers, their constant "hiccupey" break of action as if reluctant which way to go as if they changed their minds constantly unable to focus on a single action, clearly added to him giving to the world some of the ugliest moments in art. And this comes from someone who can take "ugly in art" either as hard-core scenes or disturbing ones. He could have been named the "no-action hero" of dance...

Having given voice to the then new American dance, he earned prominence, more than his work could have ever afforded him to. However, strangely enough, it seems that his work will live longer than that of his pupils of the post-modern strand. Though his choreographies look equally dated, the affiliation with ballet, despite its resemblance to a desperate effort at deconstructing Balanchine, was a smart move.

The question however, persists: did his dancers, his brilliant dancers made a career at...nothing and for nothing?

Before closing, it should be mentioned, even in passim, that despite his experiments with space, music, positioning, fixed theatrical spots and movement, he remains a modern for his closeness to fundamental issues for mankind, although he deviated a little with his focusing on questions of identity of both the artist and the work of art; he also remains an "American artist". If Martha Graham took on an American identity as a necessary, multi-coloured, extremely weighed upon ideological cape, Merce Cunningham bears the specific signs of a particular society at a given time; his, is a settled and permanent identity, and his work is that of a particular community. That makes him both contemporary, in the narrow and most difficult sense, and with a foot in the post-modern movement.