Monday, July 15, 2019

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ/ΘΕΑΤΡΟ - SUSANNE KENNEDY

H Susanne Kennedy, Γερμανίδα σκηνοθέτις που η ανοδική της πορεία ξεκίνησε το 2011, αποτελεί σήμερα σημαντική δύναμη στη Γερμανική θεατρική σκηνή. Σπούδασε και εργάστηκε στην Ολλανδία, ενώ έχει σκηνοθετήσει και στο Βέλγιο. Έχει τιμηθεί με το ευρωπαϊκό βραβείο Theatrical Realities το 2017 (XIV Europe Prize Theatrical Realities). Από το 2018, συνεργάζεται σταθερά με την Volksbuehne. Στην Αθήνα βρέθηκε προσκεκλημένη του Ελληνικού Φεστιβάλ να παρουσιάσει το έργο της Virgin Suicides/Αυτόχειρες Παρθένοι, βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ελληνοαμερικανού Τζέφρυ Ευγενίδη (1993), έργο που μετέφερε στη μεγάλη οθόνη η Σοφία Κόππολα (1999).  
Στο τριήμερο οδοιπορικό που οργάνωσε το Ινστιτούτο Goethe σε συνεργασία με το Ελληνικό Φεστιβάλ για μια καλύτερη γνωριμία με τον ιδιόμορφο κόσμο της Kennedy, η ίδια συνομίλησε για το έργο της με την καθηγήτρια στο Τμήμα Μέσων, Θεάτρου και Δημοφιλούς Κουλτούρας του Πανεπιστημίου Hildesheim, Stephanie Diekmann, μετά τις συστάσεις και την εισαγωγή του σκηνοθέτη/θεατρολόγου Γιάννη Μόσχου (στο χώρο State of Concept, 2/7). Η Diekmann ανέλυσε τις σκηνικές επιλογές της Susanne Kennedy σε μια διαδραστική masterclass (στο χώρο Apparat, 3/7), και εντέλει η ίδια η δουλειά της σκηνοθέτιδος παρουσιάστηκε στο κοινό σε δύο sold out παραστάσεις (4 & 5/7). 
Susanne Kennedy, Stephanie Diekmann και Γιάννης Μόσχος στος State of Concept

Ν.Χ.: Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από το θέμα του θανάτου, που αφορά και την παράσταση, αλλά και δηλώσεις σας σχετικά μ' αυτό.
Σ.Κ.: Ναι.
Ν.Χ.: Φαντάζομαι θα σας ρωτάνε συνέχεια, κάνει εντύπωση ένας τόσο νέος άνθρωπος να ασχολείται επίμονα με τέτοιο θέμα. Εγώ θα ήθελα να το πιάσουμε όμως προσεγγίζοντας τον χώρο των παραστάσεών σας, που δίνει μια κάπως μνημειακή εικόνα. Κι από τη μια θυμίζει ποπ αρτ ή δεκαετία του '70 και σκηνικό Τζων Γουότερς, κι από την άλλη ως ένα άδειο πεδίο, μη-κατοικούμενο πεδίο φέρνει στο νου την απώλεια. Τι λέτε εσείς όμως για όλα αυτά; 
Σ.Κ.: Εγώ αυτό για το οποίο αναρωτιέμαι, είναι γιατί δεν ασχολούμαστε περισσότερο με το θέμα του θανάτου, από τη στιγμή που αποτελεί τόσο μεγάλο κομμάτι μας. Γιατί ενώ θα συμβεί σε όλους μας, είναι τεράστιο ταμπού. Δε θέλουμε να το σκεφτούμε, και προσπαθούμε να παραστήσουμε ότι δεν θα συμβεί, μέχρις ότου βεβαίως συμβεί και τότε νιώθουμε έκπληκτοι κατά κάποιο τρόπο, ή σοκαρισμένοι από το γεγονός. Το νιώθουμε σαν απειλή. Προσωπικά όμως, αν υπάρχει κάτι που με φοβίζει, θέλω να το παρατηρήσω, να το δω από κοντά. Όχι λοιπόν να κοιτάξω από την άλλη, αλλά να το κοιτάξω κατάματα. Τότε κατά κάποιο τρόπο, τα πράγματα χάνουν κάτι από τον τρόμο που μπορεί να περιέχουν. Επίσης, ένας φίλος μου, πέθανε πολύ νέος από καρκίνο, και μετά αναδύθηκαν όλες αυτές οι ερωτήσεις για κάτι που δεν ήταν πλέον κάτι το αφηρημένο, αλλά απεναντίας κάτι πολύ αληθινό. Ήξερα ότι θα συνέβαινε και σε μένα, και σκέφτηκα, ωραία, πώς μπορώ να το προσεγγίσω με έναν τρόπο που να πάψω να το φοβάμαι; Και τότε διάβασα τη Θιβετανική βίβλο των νεκρών, που λέει ότι πρέπει να προετοιμαστείς γι' αυτό, κατά μια έννοια, κάθε μέρα. Κι αυτό μου φάνηκε πολύ λογικό διότι περιέχει τα πάντα. Η ιδέα της προετοιμασίας τα λέει όλα, διότι έτσι πρέπει να αφήσεις όλα τα πράγματα που δεν μπορείς να κρατήσεις, ή δεν έχει νόημα να νομίζεις ότι θα κρατήσεις. 
Ν.Χ.: Όπως; 
Σ.Κ.: Όπως, πολλά πράγματα. Όπως το ότι κάποιος σε αφήνει, το ότι κάποιος δεν συμπεριφέρεται όπως θα ήθελες, το ότι χάνεις ίσως τη δουλειά σου, χρήματα, την υγεία σου. Μπορεί να είναι ο,τιδήποτε. Χάνουμε πολλά κάθε μέρα μικρά ή σημαντικά και όσο περισσότερο πας να κρατηθείς από πράγματα, τόσο περισσότερο υποφέρεις. Το ίδιο και με τη ζωή. Αν θες να κρατηθείς σαν τρελλός απ' τη ζωή και δε θες να την αφήσεις όταν έρθει η ώρα, τότε θα υποφέρεις πολύ και θα υποφέρουν και οι άλλοι γύρω σου. Όταν έκανα την όπερα του Μοντεβέρντι "Orfeo", είδα τον Ορφέα ως κάποιον που δεν μπορεί να αφήσει την Ευριδίκη. Κι εκείνη δεν μπορούσε να ξεφύγει από τον χώρο οπου παγιδεύτηκε, γιατί εκείνος δεν της έδινε χώρο να φύγει. Κάπως έτσι και με τις "Αυτόχειρες Παρθένους", οι άνδρες που μιλάνε για τα κορίτσια των Λίσμπον που πέθαναν όταν ήταν 13, 15, 16, δεν τις αφήνουν να φύγουν. Λένε την ιστορία όταν είναι περίπου μεσήλικες, όλη τους τη ζωή τις σκέπτονται, οπότε δεν άφησαν ποτέ αυτά τα κορίτσια να φύγουν, είναι λες κι εκείνοι κόλλησαν σ' αυτά τα κορίτσια και δεν ξέφυγαν ποτέ. 
Ν.Χ.: Δεν είναι λίγο καταθλιπτικό να φέρνει κανείς το θάνατο μέσα στη ζωή; 
Σ.Κ.: Όχι, δεν νομίζω! Διότι είναι κάτι τόσο φυσικό. Κάτι πεθαίνει και κάτι άλλο έρχεται, εγώ έτσι το βλέπω. Ίσως γιατί δεν πιστεύω σ' αυτό πράγμα, ότι υπάρχει θάνατος και μετά δεν υπάρχει τίποτε απολύτως. Ότι κάποιος πεθαίνει και τέρμα.
Ν.Χ.: Πιστεύεις στην αθανασία της ψυχής;
Σ.Κ.: Κατά κάποιο τρόπο, ναι. Δεν έχω όμως το όραμα για την ψυχή κάποιας συγκεκριμένης θρησκείας με την οποία να συνδέω αυτή την πίστη μου. Είναι όπως το νιώθω εγώ, και συνήθως ακολουθώ πράγματα από εμπειρίες της δικής μου ζωής, εμεπιρίες για απώλειες που στη θέση τους ήρθε κάτι άλλο. Έτσι δεν μπορώ να δεχτώ ότι στο τέλος όλα σταματάνε και δεν υπάρχει τίποτε άλλο. Ξέρω ότι πολλοί αυτό πιστεύουν, ότι τελειώνουν όλα, έτσι νιώθω επίσης ότι όλο αυτό αποτελεί πρόβλημα της κοινωνίας μας αφού σκοτώσαμε τη θρησκεία κατά κάποιο τρόπο, και δε βάλαμε κάτι στη θέση της. 
Ν.Χ.: Επιπλέον όμως πρόκειται για κάτι άγνωστο κι επομένως είναι λογικό να προκαλεί τρόμο. 
Σ.Κ.: Ναι, όντως πάει κανείς στο άγνωστο μετά το θάνατο. Είναι τρομακτικό, αλλά το τρομακτικό δεν είναι απαραίτητα καταθλιπτικό, διότι ναι μεν δεν ξέρεις τι θα συμβεί μετά αλλά μπορεί κανείς να το δει ως περιπέτεια. Αφού δεν ξέρουμε, όλα είναι πιθανά. Θα το μάθουμε άλλωστε αργά ή γρήγορα όλοι μας. Βρίσκω πολύ ενδιαφέρον ότι στη Δύση δεν έχουμε τίποτα να μας εμψυχώνει εκτός από το υλικό πεδίο, τα υλικά πράγματα. Ναι μεν έχουμε τους φίλους και την οικογένεια και τις σχέσεις για βοήθεια αλλά πέρα απ' αυτό δεν έχουμε τίποτα με την έννοια του μυστικιστικού ή του πνευματικού. Φυσικά πολλοί από τη γενιά μου ψάχνουν στην Ασία, στο Βουδισμό, στην Ινδία, πάνε σε άσραμ, και κάνουν διαλογισμό, ψαχνουν μικρές φυλές στον Αμαζόνιο και τον τρόπο ζωής τους, να βρουν τα τελετουργικά τους, κι αυτά μπορούν βεβαίως να μας διδάξουν πολλά αλλά τι γίνεται με τις δικές μας ρίζες; Τις δικές μας...Κι αυτό είναι κάτι που πρόσφατα ξεκίνησα να σκέπτομαι και να με απασχολεί. Σκέπτομαι, χάσαμε λοιπόν τελείως επαφή με κάτι που ήταν απόλυτα βασικό στον Δυτικό πολιτισμό, και με τον τρόπο που γεννήθηκε η Δύση; Έτσι ξεκίνησα επίσης να ψάχνω  τους προ-Σωκρατικούς φιλοσόφους που ήταν μυστικιστές και μας είπαν πράγματα που δεν διαφέρουν και πολύ από αυτά που λένε στην Ανατολή ή ενδεχομένως στις κοινότητες αυτοχθόνων πληθυσμών. Αυτό το έχουμε χάσει, κόψαμε κάτι απ' την κουλτούρα μας που θα μπορούσε να μας βοηθήσει ουσιαστικά. Και σε σχέση μ' αυτό που είπατε, πέρασα ένα διάστημα που σκεπτόμουν γιατί τόσοι άνθρωποι έχουν κατάθλιψη; Γιατί τόσοι πολλοί είναι δυστυχισμένοι; Γιατί τόσοι πολλοί νιώθουν σαν να μην υπάρχει νόημα σε ό,τι γίνεται; Οι άνθρωποι νομίζω αναζητούν κάτι να πιαστούν, αλλά δεν ξέρουν ούτε από πού να ξεκινήσουν. Τότε πάνε σε άσραμ και τα σχετικά. Όμως ο καθένας πρέπει να το κάνει μόνος του, να βρει το δρόμο, κι αυτό είναι δύσκολο. 
Susanne Kennedy, Stephanie Diekmann και Γιάννης Μόσχος.

Ν.Χ.: Τι θα λέγατε για τις μάσκες που χρησιμοποιείτε; Είναι στοιχείο ανωνυμίας, θανάτου, ισότητας; Ή αποστασιοποίηση από το συναίσθημα;
Σ.Κ.: Ήμουν εντελώς αντίθετη με την ιδέα ότι όλοι φοράμε μια μάσκα και δεν δείχνουμε τα συναισθήματα μας και τον αληθινό μας εαυτό. Κι από την άλλη, το θεάτρο έρχεται από την παράδοση της μάσκας, ειδικά το Ελληνικό θέατρο...Με γοήτευσε η ιδέα ότι ο ήχος μέσα από το στόμα της μάσκας δημιουργούσε το χαρακτήρα, την persona, που δεν ήταν ένα με το πρόσωπο που τη φορούσε, κι αυτό όλο το θαυμάσιο πράγμα έρχεται από το Ελληνικό θέατρο. Η μάσκα λοιπόν, είναι πρόσωπο, είναι και χαρακτήρας, [person/persona] άρα η ερώτησή σου έχει να κάνει με τον αυθεντικό μου εαυτό. Υπάρχει κάτι που συνδέεται μ' αυτη την ιδέα...αλλά επίσης υπάρχει σ' εμένα η ιδέα του μυστικού που με γοητεύει όταν κάποιος φοράει μάσκα. Κοιτάζω τα μάτια και προσπαθώ να δω τι έχουν να μου πουν. Θες πραγματικά να δεις τι κρύβει από σένα αυτός ο άνθρωπος. Συνδέεται λοιόν και μ' αυτά που έλεγα πριν ότι θέλω να ρουφήξω το κοινό μέσα, να τους φέρω προς εμένα, να θέλουν να μάθουν το μυστικό, αλλά που δεν τους το δείχνω, δεν το αποκαλύπτω, υπάρχουν πολλά μέσα σ' αυτή την ιδέα. 
Ν.Χ.: Οι εξπρεσιονιστές του χορού, κάποιοι απ' αυτούς επίσης χρησιμοποίησαν μάσκα, το Γιαπωνέζικο θέατρο...
Σ.Κ.: Μα η μάσκα είναι πράγμα του θεάτρου! Ακόμη και στα εικονίδια που στέλνεις με sms, αν θες να πεις πάω θέατρο, θα το πεις με τις δύο μάσκεςτη μια που γελάει και την άλλη που κλαίει. 
Ν.Χ.: Ποιά είναι η σχέση σου με το κοινό; Θες να τους σοκάρεις, να τους αλλάξεις, να τους διασκεδάσεις; Αγαπάς το κοινό σου;
Σ.Κ.: Όταν ήμουν νεότερη μια πλευρά μου ήθελε απολύτως να σοκάρει το κοινό. Και για να δείξω επίσης ότι ημουν εκεί, να τονίσω την παρουσία μου. Κοιτάξτε με! Δείτε τι κάνω εγώ στο θέατρο!  Όσο μεγαλώνει κανείς, δεν είναι πια αυτή η κυρίαρχη επιθυμία. Τώρα θέλω να βρω μια κοινότητα με την οποία να μοιραστώ το θεατρικό τελετουργικό. Πλέον σχετίζεται με το τι θέλω να πω, με το νόημα η όλη διαδικασία. Μ' αρέσει όμως και να κάνω το κοινό να αναρωτιέται για τον εαυτό του, για το πώς αντιλαμβάνεται τον κόσμο, για την αίσθηση που έχει της πραγματικότητας. 
Ν.Χ.: Θέλεις να καταλαβαίνουν τα έργα σου ή μια γενική αίσθηση αρκεί; 
Σ.Κ.: Βάζω ερωτηματικά στην έννοια κατανόηση. Τι θα πει αυτό; Μπορεί να είναι και λίγο επικίνδυνο αυτό γιατί μπορεί κάποιος να πει, καλά το έπιασα το νόημα σε γενικές γραμμές, ας το παρκάρω τώρα το έργο κάπου και ας το αφήσω. Οπότε όχι δε χρειάζεται να το καταλάβουν. Μπορούν να φύγουν νιώθοντας θυμωμένοι ή μπερδεμένοι ή ό,τι άλλο. Υπάρχουν τόσα χρήσιμα, πολύτιμα συναισθήματα, και η κατανόηση δεν είναι το πιό σημαντικό. Και πιστεύω πως όταν καταλαβαίνουμε κάτι πολύ εύκολα, χάνουμε σημαντικά πράγματα. Μπορεί να μου πάρει και χρόνια γα να καταλάβω κάτι, μιλώντας προσωπικά. Δεν συμβαίνει αυτόματα, μερικές φορές χρειάζεται ένα  μεγαλύτερο ταξίδι. 
Ν.Χ.: Είδα σε ένα από τα έργα, την πτώση ενός ηθοποιού και με εντυπωσίασε. Οπότε ήθελα να ρωτήσω για τη σωματικότητα που απαιτείς και την αντίστοιχη εκπαίδευση του ηθοποιού. 
Σ.Κ.: Δεν απαιτώ συγκεκριμένη εκπαίδευση. Με τα χρόνια όμως, προέκυψε ότι χρειάζομαι να δουλεύω με ηθοποιούς που μπορούν να νιώσουν το σώμα τους, που ξέρουν πώς να δουλέψουν μ' αυτό, και ξέρεις πολλοί ηθοποιοί είναι απλώς κεφάλι και ομιλία. Γι' αυτό ξεκίνησα να δουλεύω και με χορευτές και μου αρέσει πολύ. Έχουν επίσης διαφορετική νοοτροπία. Μπορώ να πάω πιό μακρά όταν δουλεύω με ανθρώπους που έχουν επίγνωση της σωματικότητάς τους και τα σχετικά. Πρέπει να δω στο μέλλον πώς θα το χειριστώ όλο αυτό, γιατί το σύστημα μέσα στο οποίο δουλεύω είναι ακόμη αρκετά παραδοσιακό στη Γερμανία και έχει κάποιους κανόνες από του οποίους δεν είναι εύκολες οι παρεκκλίσεις. 
Ν.Χ.: Πώς δουλεύεις μαζί τους όμως σ' αυτή την κατεύθυνση; 
Σ.Κ.: Ο συγκεκριμένος ηθοποιός είχε μεγάλη δυσκολία να βρει την ελευθερία που χρειαζόταν να το κάνει αυτό το πέσιμο, είναι ένα ταξίδι που κάνουμε μαζί και στο τέλος είναι υπέροχα. Βρίσκεις την ποιότητα της κίνησης και προσπαθείς να την ονομάσεις και οι άνθρωποι διαισθητικά βρίσκουν το δρόμο και τον τρόπο να το κάνουν. Κια υπάρχουν διαφορές στην εκτέλεση από ηθοποιό σε ηθοποιό. 
Ν.Χ.: Χρησιμοποιείς βίντεο και το ντεκόρ σου έχει έντονα στοιχεία από την σύγχρονη καθημερινότητα. Από πού έρχεται όλο αυτό που περιέχει αναφορές από video games μέχρι τον Bill Viola;
Σ.Κ.: Η ποπ-αρτ ή ο Viola δεν είναι άμεσες αναφορές μου, αλλά φυσικά οι επιλογές μου έχουν προκύψει από μια "ποπ" κουλτούρα που γνωρίζουμε. Με ενδιαφέρει η ποπ κουλτούρα, αλλά περισσότερο η αισθητική των βιντεοπαιχνιδιών, η ποιότητα του υλικού, σαν ύφασμα, στο οποίο κινείται αυτή η δισδιάστατη πραγματικότητα που επίσης με ενδιαφέρει πολύ, η αίσθηση μίμησης του υφάσματος, αυτή η αίσθηση του ψεύτικου με ενδιαφέρει, του τεχνητού, του μη-ρεαλιστικού. ήδη το θέατρο περιέχει μη-ρεαλιστικά υλικά, οπότε παραέμπουν όλα στο τι είναι πραγματικό, τι είναι πραγματικότητα...
Ν.Χ.: Ποιές είναι οι επιρρέαεάτρο, θα έλεγα ο Καστελλούτσι, από τη φιλοσοφία ο Νίτσε αλλά και η φιλοσοφία της Ανατολής όπως ο Βουδισμός, είναι τόσο δύσκολο τελικά να το απαντήσω μια τέτοια ερώτηση...Από το σινεμά ο David Lynch, περισσότερο στην αρχή τώρα όχι και τόσο. Κι ενώ με ενδιαφέρει ο ρυθμός, από τη μουσική δεν έχω ισχυρές επιρροές. Γίνομαι όλο και περισσότερο εσωστρεφής, και φεύγω από τις φανερές δηλώσεις επιρροών. Πλέον δουλεύω και με τον σύντροφό μου, και φέρνει κι εκείνος δικά του πράγματα, είναι εικαστικός και κάναμε τα δύο προηγούμενα έργα μαζί και θέλουμε να κάνουμε κι άλλα στο μέλλον, και βλέπει κανείς ότι και το δικό μου μοντέλο αλλάζει κατ' αυτό τον τρόπο. Οπότε είμαι σε μεταβατικό στάδιο. Φεύγω από τον περιορισμένο, περιγεγραμμένο χώρο που είχα ως τώρα και πάω σε κάτι άλλο, και κατά μια έννοια πρόκειται για μια πολύ γοητευτική διαδικασία. 
Ν.Χ.: Γράφεις τα δικά σου κείμενα έτσι δεν είναι; 
Σ.Κ.: Ναι, είμαι πολύ στο copy-paste αυτόν τον καιρό. 
Ν.Χ.: Πολύ νταναταϊστικό...
Σ.Κ.: Ναι! Ναι! Εντελώς. 
Ν.Χ.: Και τα μελλοντικά σχέδια; 
Σ.Κ.: Έχω ένα έργο αυτή την εποχή γαι την Volksbuehne όπου έγραψα  πολλές σκηνές, γιατί ήθελα να ξαναγυρίσω στις σκηνές και την αφήγηση μιας ιστορίας, κάπως σαν το ταξίδι του ήρωα, και την ωρίμανσή του. Είναι δικά μου κείμενα, αλλά παίρνω πολλά στοιχεία από έτοιμα πράγματα. Σε πολλά έργα παίρνω σκηνές ακόμη κι από σαπουνόπερες, ας πούμε "Τόλμη και Γοητεία", κάπως έτσι. Και μετά το μεθεπόμενο είναι το "Οracle" οπότε θα πάω αύριο στους Δελφούς...
Ν.Χ.: Να πάρεις χρησμό...
Σ.Κ.: Ναι, ναι, να πάρω συμβουλές για την μελλοντική ζωή. Αλλά θα είναι με ρομπότ, με τεχνητή νοημοσύνη, μια installation όπου θα συναντάς το μαντείο για να σου δώσει χρησμό για κάτι που μπορεί να μην ήθελες κάν να ξέρεις. Θα πάρω έμπνευση αύριο στους Δελφούς.

Susanne Kennedy και Νατάσσα Χασιώτη στο State of Concept.