Γνώρισα
τον Δημήτρη Φραγκιόγλου πριν αρκετά
χρόνια, και από την αρχή μου έδωσε την
εντύπωση ενός "γουντυαλλενικού"
τύπου, με αίσθηση του χιούμορ, διάθεση
για ανατροπές και μια γερή δόση
αυτοσαρκασμού που έχουν τα γνήσια κωμικά
ταλέντα. Όπως πολλοί ηθοποιοί, ταυτίστηκε
για πολλά χρόνια στη συνείδηση του
κοινού με τον χαρακτήρα που του έφερε
τη μεγάλη επιτυχία και που δεν ήταν
άλλος από τον "Τρύφωνα Σπιουνέα"
στο επιτυχημένο σήριαλ "Της Ελλάδος
τα παιδιά". Συγγραφέας, μεταφραστής,
ηθοποιός, δάσκαλος, ο Δημήτρης Φραγκιόγλου
από τον Φεβρουάριο, θα εμφανίζεται στο
θέατρο Άλφα, στη δημοφιλή κωμωδία του
Γκόγκολ, "Ο Επιθεωρητής."
Ν.Χ.:
Πόσα χρόνια βρίσκεσαι στο θέατρο;
(σινεμά, τηλεόραση)
Δ.Φ.:
Τα πρώτα μου δειλά επαγγελματικά –
αναγνωριστικά βήματα στον χώρο έγιναν
το 1983 ενώ ήμουν ακόμη φοιτητής στο
πανεπιστήμιο.
Ν.Χ.:
Πώς αποφάσισες να γίνεις ηθοποιός;
Δ.Φ.:
Η δραστηριοποίηση μου στο θεατρικό του
Πανεπιστημίου – σαν ηθοποιός, μου έφερε
επαγγελματικές προτάσεις πριν ακόμα
φοιτήσω στη δραματική σχολή. Αυτό ήταν
για μένα μια είδους επιβεβαίωση ότι
άξιζε να τολμήσω να ασχοληθώ με το θέατρο
και την ηθοποιία. Ήταν κάτι που το ήθελα
πολύ αλλά χρειαζόμουν κι ένα πρώτο οκ
για να κάνω το βήμα.
Ν.Χ.:
Ποιά θεωρείς πιο σημαντική στιγμή στην
πορεία σου;
Δ.Φ.:
Ήταν η παρουσίαση του Γελώντας Άγρια
του Christopher Durang
το 2000 με την ομάδα μου τους Χρυσοθήρες.
Ν.Χ.:
Γιατί;
Δ.Φ.:
Ήταν έργο πρόταση εκείνη τη στιγμή. Όσοι
το είχαν διαβάσει με είχαν αποτρέψει
να προχωρήσω στο ανέβασμά του. Ευτυχώς
το τόλμησα. Και αποδείχτηκε ότι δεν
έκανα λάθος.
Ν.Χ.:
Έχεις ασχοληθεί με πολλά είδη, σενάριο,
ηθοποιός κλπ., και συχνά χαρακτηριστικό
σου ήταν η προσπάθεια να φέρεις μια άλλη
προσέγγιση, ένα στυλ "αντι-σταρ",
και μάλιστα σε εποχές όπως η δεκαετία
του '90 που όλα ήταν glossy
και επιδεικτικά. Καταρχάς το έχω
αντιληφθεί σωστά;
Δ.Φ.:
Είναι απολύτως σωστό αυτό που λες. Είμαι
παιδί της δεκαετίας του ’80. Η περιπέτειά
μου με το χώρο τότε ξεκίνησε. Το τότε
ελληνικό σταρ σύστεμ δεν είχε κάτι που
να μου αρέσει, να με γοητεύει - αντίθετα
πιστεύω ότι ήταν και πολύ περιοριστικό.
Με αυτή την έννοια ήμουν και παραμένω
αντισταρ.
Ν.Χ.:
. Ήταν συνειδητή απόφαση;
Δ.Φ.:
Η στάση μου ήταν συνειδητή. Ήμουν στην
τηλεόραση, στις εμπορικές ταινίες και
τις μετέπειτα βιντεοταινίες εκείνης
της δεκαετίας – που μου πρόσφεραν κάποια
χρήματα – αλλά συνειδητά όχι στο
αντίστοιχο θέατρο.
Ν.Χ.:
Ήταν επιλογή ιδεολογική;
Δ.Φ.:
Μεγάλες κουβέντες. Ήταν κάπως
ιδεολογικό-αισθητική επιλογή.
Ν.Χ.:
Ήταν κατεύθυνση θεατρική;
Δ.Φ.:
Αισθανόμουν ότι το αν υπηρετούσα το
τότε «εμπορικό θέατρο» δεν θα εξελισσόμουν
και δεν θα είχα συνέχεια.
Ν.Χ.:
Ποιές είναι οι επιρροές σου;
Δ.Φ.:
Όταν ξεκινούσα δεν μπορώ να πω ότι είχα
συγκεκριμένες επιρροές γιατί στην
πραγματικότητα είχα δει και είχα διαβάσει
πολύ λίγα πράγματα τότε.
Ν.Χ.:
Τι θέατρο ήθελες ή/και θέλεις να κάνεις;
Δ.Φ.:
Μου αρέσουν όλα τα είδη του θεάτρου. Και
γενικά είμαι ανοιχτός στην περιπέτεια
του θεάτρου. Τώρα μεγαλώνοντας μου
αρέσει να επιστρέφω στα παλιά κείμενα
– τα ας τα πούμε κλασσικά δλδ κατά κάποιο
τρόπο και στις απαρχές του θεάτρου.
Ν.Χ.:
Αν ταυτιστείς με κάποιο στυλ μπορείς
να ξεφύγεις; Και γενικά υπάρχει δόση
αλήθειας όταν ένας ηθοποιός ταυτίζεται
με κάποιο χαρακτήρα;
Δ.Φ.:
Δύσκολα ξεφεύγεις από κάποιο στυλ αν
το υπηρετείς κατ’ εξακολούθηση. Αν
επιλέγεις να κάνεις συνέχεια το ίδιο
πράγμα είτε από ανασφάλεια είτε για
βιοποριστικούς λόγους – το πράγμα
δυσκολεύει και φυσικά δεν ευθύνονται
οι άλλοι. Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση
της στενότητας να μπορούν να σε δουν -
φανταστούν σε κάτι διαφορετικό. Γι αυτό
δεν ευθύνεσαι – δεν ευθύνεται ο ηθοποιός.
Είναι κάτι που το έχω ζήσει και που
πάλεψα για να το αντιστρέψω.
Ν.Χ.:
Having said that,
μπορείς να πεις ότι ελέγχεις το θεατρικό
σου "πεπρωμένο" -μετά από κάποια
χρόνια κιόλας που βρίσκεσαι στο επάγγελμα;
Δ.Φ.:
Μπορώ να πω ότι ελέγχω μόνο το που δεν
θα θέλω να είμαι – χωρίς να λέω μεγάλες
κουβέντες. Τώρα για τις υπόλοιπες
επιλογές ποτέ δεν ξέρεις. Πάντα έχουμε
προσδοκίες και θέλω να πιστεύω ότι
ξεκινάμε με καλές και αγνές προθέσεις.
Να είμαστε σε μια καλή δουλειά με καλούς
συνεργάτες κλπ κλπ… αλλά αυτό δεν
βγαίνει πάντα.
Ν.Χ.:
Ποιά είναι η σχέση σου με το κοινό; Θα
έλεγες ότι το έχεις προκαλέσει, και πώς;
Αν ναι, τι αποτέλεσμα έφερε η πρόκληση;
Δ.Φ.:
Γενικά δεν ανήκω στην κατηγορία των
ανθρώπων που τους αρέσει να προκαλούν
στην ζωή. Τώρα αν χρειαστεί να το κάνω
στο θέατρο θα το κάνω. Φυσικά όχι για να
προκαλέσω αλλά για να υποστηρίξω την
επιλογή που έχω κάνει και πιστεύω.
Ν.Χ.:
Τι ρόλο κάνεις στον Επιθεωρητή;
Δ.Φ.:
Είμαι ο Κυβερνήτης.
Ν.Χ.:
Πες μου λίγα για το ρόλο, την προσέγγιση
και τη σχέση ανάμεσα στη σκηνοθετική
καθοδήγηση και τη δική σου παρέμβαση/ερμηνεία.
Δ.Φ.:
Ο ρόλος μου είναι ορισμός της διαφθοράς.
Αυτό που λέμε λαμόγιο - αλλά με πολλά
πτυχία.
Ν.Χ.:
Τι ενδιαφέρον έχει ο Επιθεωρητής;
Δ.Φ.:
Είναι ένα έργο που γράφτηκε το 1835 και
ωστόσο είναι σαν να γράφτηκε σήμερα –
γι αυτά που συμβαίνουν σήμερα.
Διαδραματίζεται σε μια επαρχία ξεχασμένη
από το Θεό και τα κέντρα εξουσίας –
ωστόσο ο «μηχανισμός της εξουσίας»
είναι πάντα και παντού ο ίδιος. Λειτουργεί
με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Το ίδιο και
στον Επιθεωρητή μας – με τον χειρότερο.
Το πλαίσιο της σκηνοθεσίας στη παράσταση
μας είναι πολύ συγκεκριμένα οριοθετημένο
οπότε υπηρετώντας το πιστά αναδεικνύεις
και φωτίζεις ακόμα καλύτερα τον ρόλο.
Ν.Χ.:
Στρέφεσαι προς ένα πιο κλασικό ρεπερτόριο;
Δ.Φ.:
Νομίζω ότι μεγαλώνοντας - το ρεπερτόριο
κάνει κάποιες φορές εκείνο το πρώτο
βήμα.
Ν.Χ.:
Δεν μπορώ να μην αναφερθώ στον iconic
ρόλο του "Χλαπάτσα". Πού βρίσκεται
στην ιστορία σου, στην πορεία σου εκείνη
η δουλειά που έχει γίνει σημείο αναφοράς
σε διαφορετικές γενιές;
Δ.Φ.:
Ο Χλαπάτσας με ακολουθεί αλλά δεν μπορεί
να μου βάλει πια τρικλοποδιές όπως τον
πρώτο καιρό. Χαίρομαι που οι νεότερες
γενιές ανακαλύπτουν τη σειρά και αρέσει
το χιούμορ της κι ας έχουν περάσει 25
χρόνια από τότε.
Ν.Χ.:
Θα επέστρεφες στην τηλεόραση;
Δ.Φ.:
Ναι, με χαρά. Έχει δημιουργηθεί η εντύπωση
ότι δεν θέλω να κάνω τηλεόραση κάτι που
δεν ισχύει.
Ν.Χ.:
Τα σχέδιά σου για το μέλλον.
Δ.Φ.:
Έχω σχέδια αλλά δεν τα ανακοινώνω ποτέ
πριν οριστικοποιηθούν. Κι αυτό επειδή
την πάτησα κάποιες φορές.
Ν.Χ.:
Ο ρόλος που ονειρεύεσαι.
Δ.Φ.:
Δεν ονειρεύομαι ρόλους. Δεν έχει νόημα
να παίξεις έναν μεγάλο ρόλο για λόγους
ματαιοδοξίας σε μια κακή παράσταση.
Νομίζω ότι κάποιες φορές είναι ωραίο
να καταφέρεις να βάλεις «την σφραγίδα
σου» σε ένα καινούργιο – άγνωστο ρόλο.
Αυτό το έζησα το στις αρχές της σεζόν –
υποδυόμενος τον Πανδοχέα-Αφηγητή στο
Χειμωνιάτιο Ταξίδι του Σταμάτη
Πολενάκη σε σκηνοθεσία της Έφης Ρευματά.
Ν.Χ.:
Πώς μελετάς ένα ρόλο;
Δ.Φ.:
Δίνω μεγάλη σημασία στην κατανόηση
εμβάθυνση του κειμένου. Τα υπόλοιπα
έρχονται μετά από μόνα τους.
Ν.Χ.:
Ποιά η σχέση με τον -εκάστοτε- σκηνοθέτη;
Δ.Φ.:
Είναι μια σχέση που αρκετά συχνά
εξελίσσεται ολέθρια. Ο ηθοποιός έχει
την τάση να αμφισβητεί τον σκηνοθέτη.
Και ο σκηνοθέτης να αμφισβητεί και να
μετανιώνει για τον ηθοποιό που «επέλεξε»
ή του επέλεξαν. Δεν βγάζει πουθενά.
Επειδή σκηνοθετώ – φροντίζω όταν με
σκηνοθετούν να ακούω σαν πρωτόβγαλτος
μαθητής. Δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά.
Ν.Χ.:
Αν άλλαζες κάτι στην Ελληνική πραγματικότητα
του 2020 τι θα ήταν;
Δ.Φ.:
Θα ήθελα να έχουμε καταλάβει καλύτερα
όλα όσα μας συνέβησαν την προηγούμενη
δεκαετία. Νομίζω ότι βρισκόμαστε ακόμα
στην φάση του θυμού.
Ν.Χ.:
Πώς αντιμετωπίζεις την αναγνωρισιμότητα;
Σε ενοχλεί η τη θες; η άλλο;
Δ.Φ.:
Επειδή έμαθα να ζω μαζί της από πολύ
μικρός – δεν της δίνω ιδιαίτερη σημασία.
Μπορώ να την διαχειρίζομαι και να μην
με διαχειρίζεται. Δεν μπορώ να πω ότι
με ενοχλεί. Και σαφώς τη θέλω σαν
επιβράβευση – επιβεβαίωση της δουλειάς
μου – αλλά μέχρι εκεί.
Ν.Χ.:
Τηλεόραση, θέατρο ή σινεμά η μεγάλη
αγάπη;
Δ.Φ.:
Μου αρέσουν και τα τρία το ίδιο. Έχουν
διαφορετικούς κώδικες βέβαια, αλλά μου
αρέσει να υπηρετώ και τα τρία.
Ν.Χ.:
Σ' ευχαριστώ.
Δ.Φ.:
Εγώ.