https://drive.google.com/file/d/1Hw7wW20lEXn5NBM83EHRc430pR2SzYBg/view?usp=sharing

Thursday, November 28, 2024

ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ - JOHN

 Παρακολούθησα το JOHN στο θέατρο Δίπυλον, στις 22/11/2024. Η παράσταση ανεβαίνει σε σκηνοθεσία Μιχάλη Πανάδη. Το έργο είναι της  βραβευμένης Αμερικανίδας Annie Baker (1981- ). 

Το έργο, με δόσεις μυστηρίου που προσφέρονται στον θεατή από νωρίς και συνεχίζουν ως την σκηνική ανάγνωση ενός μυστηριώδους βιβλίου, θα έλεγα πως είναι μια νεότερη εκδοχή του έργου του 'Εντουαρντ Άλμπυ "Ποιός φοβάται την Βιρτζίνια Γούλφ;" (1962) που μεταφέρθηκε αριστουργηματικά στην μεγάλη οθόνη το 1966 από τον Mike Nickols, και βεβαίως ανέβηκε και ανεβαίνει σε πολλές σκηνές ανά τον κόσμο μέχρι σήμερα. 

Το στοιχείο του φανταστικού εμπλουτισμένο με δεδομένα κοινωνικής κριτικής και θέματα έμφυλης ταυτότητας και σχέσεων, θα έλεγα επίσης, ότι κάπως φέρνει στον νου το Rocky Horror Show του Richard O' Brien, από τα '70s. 

Με όλα αυτά που προαναφέρθηκαν στις "αποσκευές", και επιπλέον μια φεμινιστική ματιά του σήμερα, πολύ μελάνι που έχει χυθεί για την κρίση στις σχέσεις των ζευγαριών, ειρωνεία και μεταμοντέρνο νατουραλισμό (πάλι στην ειρωνεία καταλήγουμε, αλλά επιτρέψτε τον όρο) που ήρθε στο προσκήνιο από τα μέσα της δεκαετίας του '90, και μάλιστα εδραιώθηκε με την ποπ κουλτούρα, σε σειρές όπως τα Φιλαράκια και το Sex and the City, (δηλαδή η ευθεία αναφορά σε θέματα γυναικείας υγιεινής και trivia όπως το μασελάκι για το τρίξιμο των δοντιών), η Άννι Μπέϊκερ, φέρνει ένα νεαρό ζευγάρι σε ένα "αλλούτερο" πανδοχείο, σε περιοχή με μουσείο και ατραξιόν από τον Εμφύλιο πόλεμο. Ένα συντηρητικό, ίσως λίγο μπανάλ σκηνικό, ενός φερέλπιδος ζευγαριού που περνάει κάποια κρίση. 

Η Κόρα Καρβούνη είναι η ιδιοκτήτρια του ξενοδοχείου, η Γιούλη Τσαγκαράκη είναι η τυφλή φίλη της, και οι Χρήστος Κοντογεώργης και Καλλιόπη Παναγιωτίδου, το ζευγάρι που έρχεται να συμφιλιωθεί ή/και να αλληλοφαγωθεί στο εν λόγω γραφικό σημείο της Αμερικής...

Το στοιχείο του φανταστικού και ανεξήγητου, δίνει στο έργο η αναφορά μέσω του "βιβλίου", στους "Παλαιούς" του H.P. Lovecraft. Το JOHN, ανακαλεί τον "Τρόμο του Ντάνγουϊτς" (1929), με το Νεκρονομικόν και το Πανεπιστήμιο του Miskatonic και την αποκάλυψη του κόσμου των Παλαιών. Μέσα σ' όλο το ανατριχιαστικό περιβάλλον και τον διαρκώς υπονοούμενο κίνδυνο, το ξενοδοχείο, η σχέση του ζευγαριού, οι ζωές όλων, γίνονται σύμβολα και ταυτίζονται κάπως: η ακινησία του χρόνου στο κτίριο, η τυφλή φίλη που είναι η σύνδεση ανάμεσα στα υπαρκτά και τα φανταστικά πράγματα, η σχέση των δύο νέων, αλληλοσυνδέονται λες και έψαχνε ο ένας τον άλλο για να εξηγήσει την ύπαρξή του. Και το γαϊτανάκι συνεχίζεται, ωσότου μπορέσουν -όσοι το μπορέσουν- να βγουν και πάλι στο φως. 

Η παράσταση έχει ρυθμό, παρασέρνει τον θεατή και κρατάει το σασπένς ως το τέλος. Φανταστική η Γιούλη Τσαγκαράκη, εξαιρετική και η Κόρα Καρβούνη. Ο Χρήστος Κοντογεώργης λίγο πιο υψηλών τόνων απ' ό,τι μερικές φορές απαιτούσε το κείμενο, αλλά σε γενικές γραμμές συνεπής. Η Καλλιόπη Παναγιωτίδου πολύ καλύτερη στις σκηνές με τις γυναίκες, κάπως επιφανειακή στα μέρη με τον φίλο της, ιδίως στην αρχή του έργου. Πολύ ατμοσφαιρικό το σκηνικό της Ζωής Μολυβδά-Φαμέλη. 

Εν κατακλείδι: Να πάτε, θα περάσετε ωραία. 

φωτο: Δομνίκη Μητροπούλου 




Monday, November 18, 2024

ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ- Η ΛΥΓΕΡΗ

 Η ΛΥΓΕΡΗ, ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ, Πειραματική Σκηνή Νέων Δημιουργών- 16/11/2024.

Την Λυγερή του Ανδρέα Καρκαβίτσα, που ανέβηκε πρόσφατα σε σκηνοθεσία Ειρήνης Λαμπρινοπούλου και διασκευή Ειρήνης Μουντράκη, παρακολούθησα στο ΡΕΞ, σκηνή Κατίνα Παξινού. 


Η δημοφιλία της "Φόνισσας" της Εύας Νάθενα στο σινεμά, έδειξε ότι τα έργα του patrimoine, της εθνικής παράδοσης, είναι καλός αγωγός της επιθυμίας του κοινού να δει στέρεη, κλασική λογοτεχνία, και των θεατρανθρώπων (...) να του την προσφέρουν ξαναδουλεμένη και δη, όπως είναι η τάση, ενίοτε, επί το φεμινιστικότερον. 

Η Λυγερή, έργο του τέλους του 19ου αιώνα, (1896), είναι θα 'λεγε κανείς κάτι ανάμεσα σε Έμμα Μποβαρύ του Γκυστάβ Φλωμπέρ -ως προς τη βαρεμάρα και το αδιέξοδο του γάμου της ηρωίδας- και Κατερίνας από την "Στρίγκλα που έγινε αρνάκι" του Σαίξπηρ. Είναι έξοχο ψυχογράφημα των γυναικών, και πικρή αποτύπωση της εποχής και των ηθών. 

Η διεισδυτική πένα του Ανδρέα Καρκαβίτσα που συνέγραψε την Λυγερή, δεν μένει στην ηθογραφία, αυτό θα τον αδικούσε, παρά το ύφος και τις περιγραφές του βιβλίου του. Είναι η εξιστόρηση με χιούμορ, ειρωνεία, πάθος και καλοκρυμμένο πνεύμα κριτικής των ηθών μιας επαρχιακής κωμόπολης. Η ηρωίδα του η "Λυγερή", κατά κόσμον Ανθή Στριμμένου και ο αδιέξοδος έρωτάς την για έναν ωραίο πλην πτωχό νέο, καθώς κι ο γάμος της με συνοικέσιο με έναν πεζό και τραχύ στους τρόπους έμπορο, τον Νικολό, είναι το κύριο θέμα. Γύρω από αυτό τον πυρήνα πλέκεται ένα γαϊτανάκι σχέσεων, συγγενών, συγχωριανών, πατρικής και ανδρικής εξουσίας, μάχης για το "καλό όνομα" και την "τιμή". Αυτούς τους μαιάνδρους διασχίζει η Ανθή στην  πορεία της προς την ωριμότητα από κοπέλα νεαρή σε γυναίκα και μάνα και σύζυγος, με αγώνες πολλούς και δύσκολους. 

Είναι τεράστια η εντιμότητα του Καρκαβίτσα στην προσπάθειά του να περιγράψει τον λαβύρινθο των γυναικείων σκέψεων, των σχέσεων εξουσίας στις οποίες καλείται να υπακούσει και των εντολών που καλείται να εσωτερικεύσει βρίσκοντας ή όχι, εντέλει τη γαλήνη. Είναι εντυπωσιακό το πώς προσεγγίζει και αναλύει την γυναικεία ψυχή -όσο του έχει αποκαλυφθεί από αυτήν- η ανδρική πένα. Παρά τον συγκρουσιακό συχνά χαρακτήρα των σχέσεων των φύλων, σε επίπεδο λογοτεχνίας, πρέπει να παραδεχτεί κανείς ότι η ανδρική παρατηρητικότητα έχει κάνει μερικά θαύματα. 

Πέραν αυτού, και στο θέμα της παράστασης, είναι ενδιαφέρον το στοίχημα με την παράδοση και την μεταφορά κειμένων στο θέατρο, δεν είναι η Λυγερή η πρώτη φορά βεβαίως που συμβαίνει κάτι τέτοιο,  και ίσως θυμόμαστε τι έγινε με την επαναφορά του "Γιούγκερμαν" στην επικαιρότητα. Να πούμε λοιπόν ότι η διασκευή της Ειρήνης Μουντράκη είναι πολύ ενδιαφέρουσα, ποιητική και ειλικρινής, και η σκηνοθετική ματιά, αντί της ηθογραφίας, πέρασε σε μια χοροθεατρικού τύπου κοινωνική κριτική, με άνεση και γνώση. Η σκηνή δε, στρωμένη με πέταλα λουλουδιών, πέραν του συσχετισμού με το κείμενο και την διασκευή ως προς το πανηγύρι και τα γαρύφαλλα στη λαϊκή ορχήστρα, δεν μπόρεσε παρά να συσχετιστεί και με τα "Nelken" ("Γαρύφαλλα", 1982) της Πίνα Μπάους. 

Το πανηγύρι του χωριού φλέρταρε λιγάκι με κινηματογραφική κιτς μετα-ηθογραφία (επιτρέψτε μου τον όρο), με πειστικό σύμμαχο το "έκο" του μικροφώνου, η υποτακτική ζωή των γυναικών στηλιτεύθηκε χωρίς να προδοθεί το κείμενο, που προς το τέλος του (spoiler alert) ερμηνεύθηκε παρά ακολουθήθηκε, αλλά αυτό είναι και το ζητούμενο σε μια νέα παρουσίαση. 

Οι ηθοποιοί της παράστασης εξαιρετικοί όλοι τους, οι δύο αντίζηλες "Ανθή" και "Βασιλική", Δανάη Φιλίδου και Δάφνη Δρακοπούλου αντίστοιχα, χάρμα οφθαλμών, είχαν νιώσει τους ρόλους τους και  χειρίστηκαν το υλικό στο έπακρο, οι Θάνος Τριανταφύλλου και Κωνσταντίνος Σεβδαλής, ως "Γιωργής" και "Νικολός" εξαιρετικοί, ο Θ. Τριανταφύλλου ως νεαρός "καρολλόγος", αυθόρμητος και συναισθηματικός, βρέθηκε να παίζει έναν χαρακτήρα που ήταν λες και φτιάχτηκε για εκείνον. Η Μαρία Τσιμά και ο Βασίλης Καραμπούλας, ως γονείς της "Ανθής" ισορρόπησαν θαυμάσια το χιούμορ και τη "συνήθεια" της ζωής τους, σαν μια πραγματική τραμπάλα ενός ζευγαριού. Ιδιαίτερη μνεία στην Μαντώ Γιαννίκου, που είχε τον ρόλο της "Παγώνας" (και αφηγήτρια), ενός ρόλου δύσκολου, εντελώς ανατρεπτικά ειδωμένου στο κείμενο και τη σκηνοθεσία, που ομολογουμένως μένει στο μυαλό του θεατή. Είναι σαν τους ρόλους του κακού στα κόμικς, που είτε λίγες είτε πολλές σελίδες  καταλαμβάνουν, δεν ξεχνιούνται. 

Εν κατακλείδι, μια ψυχαγωγία για διασκέδαση και σκέψη. Να την δείτε! 


φωτο: Θεόφιλος Τσιμάς







Wednesday, July 10, 2024

90s ΣΚΗΝΕΣ

 Μπορεί τα 90s να άρχισαν με grunge και θεωρητικά, έμφαση στον μινιμαλισμό, αλλά η χρωματική παλέτα τους, θα έπρεπε να μας κάνει να υποψιαστούμε ότι επρόκειτο για άλλη μια εκδοχή της χλίδας. 

Και το βιβλίο μου για τον σύγχρονο χορό στην Ελλάδα, προσφέρει μια από πρώτο χέρι μαρτυρία, για τη χλιδή που επικράτησε στις σκηνές τη δεκαετία του '90. Την εποχή των παχυλών επιχορηγήσεων, της κορύφωσης της αναρώτησής μας (...) για το αν είμαστε ανατολίτες ή βαλκάνιοι, της πίστης ότι η ρεμούλα της μεταπολίτευσης δεν θα τελειώσει ποτέ, και γενικότερα μιας εφηβείας παρατεταμένης που περιλάμβανε αργοπορημένα προτάγματα του Μάη του '68, τη σεξουαλική επανάσταση της γκέι κοινότητας, βγάλσιμο της γλώσσας στους θεσμούς, και την πεποίθηση ότι ο παγκοσμιοποιημένος καλλιτέχνης οφείλει να μεταγράψει στην καθυστερημένη Ψωροκώσταινα τα όσα θαυμαστά συνέβαιναν στην αλλοδαπή, δηλαδή να κοπιάρει ανερυθρίαστα και ταχύτερα κι από μαγαζί στην κινεζική ενδοχώρα την "ωτ κουτύρ" της τέχνης, σε τσίτια για όλους. 

Η δεκαετία του '90, σήμανε τη λήξη της ονείρωξης της χλιδής, αλλά περιέργως πως, εδραίωσε την πίστη  στην ανάγκη να την ξαναζήσει η ανθρωπότητα, μαζικά. Καμμιά ωριμότητα, καμμιά αλλαγή νοοτροπίας, κι από μια άποψη αυτό είναι κατανοητό: γλυκάθηκε η γριά στα σύκα, πού να ξαναγυρίσει στα ξυνά... 

Από καλλιτεχνική άποψη, οι επιχορηγήσεις, κατά το Γαλλικό σύστημα, εδραιώθηκαν και αυξήθηκαν. Έτσι, φτάσαμε στο σημείο που κάθε καλλιτέχνης, (ας μείνουμε στο χορό), δεν έκανε βήμα (μεταφορικά και κυριολεκτικά) αν δεν έλυνε το αγωνιώδες και τρομακτικό ζήτημα "ποιόν βιολοντσελίστα να προσλάβει για να συνθέσει για το επόμενο έργο". Δεν έκανε βήμα, αν δεν είχε τον προσωπικό γλύπτη να συνθέσει το σκηνικό της επόμενης παραγωγής, που έπρεπε να λάβει χώρα σε εποχή που οι πολλαπλές υποχρεώσεις του γλύπτη άφηναν κάποιο κενό για να "πάρει" κι άλλο πελάτη ("μωρή Σούλα βάλε στο λουτήρα την κυρία Σολτάνα και βγάλε τα μπιγουδιά της κυρίας Στέλλας κι έρχομαι"). Χωρίς προσωπικούς μουσικούς, κοστυμιέ, σκηνογράφους, κατασκευαστές σκηνικών και προηγούμενη ενημέρωση από τις διεθνείς καλλιτεχνικές επιτυχίες ("δες τι φοριέται φέτος στο Λονδίνο, θα το αγοράσω, λεφτά έχουμε"), ο αρτίστας, η αρτίστα δεν προχωρούσε. Πώς μπορεί άλλωστε να συνθέσει κάποιος ένα κοπιαρισμένο συνολάκι α λα Πίνα Μπάους, όταν βρίσκεται στα πρόθυρα νευρικής κρίσης γιατί η Βίσση παρέλαβε πρώτη το φόρεμα στον ¨Διογένη", και άρχισε πριν την μπαλαρίνα-πρωταγωνίστρια τη δίαιτα με ρύζι αναποφλοίωτο; 

Μ' αυτά και μ' αυτά, σκηνή χορευτική δεν δημιουργήθηκε, θεσμοί δεν ενισχύθηκαν, νοοτροπίες δεν άλλαξαν. Ενδυναμώθηκε όμως ο σουσουδισμός, που έθρεψε του γηγενείς και όσους εκ του εξωτερικού ήθελαν δωρεάν διακοπές στην ηλιόλουστη χώρα μας. 


Ο σύγχρονος χορός στην Ελλάδα - Νατάσσα Χασιώτη - 9786185186432 | Protoporia.gr




Monday, June 3, 2024

BOOK REVIEW - The Conquerors by Andre Malraux



https://drive.google.com/file/d/1Hw7wW20lEXn5NBM83EHRc430pR2SzYBg/view?usp=sharing 

Με την εικόνα της ιστορικής έκδοσης των Κατακτητών, βίντεο ή μόνο ηχητικό, με φωνή ανδρική, υποκύπτοντας στον πειρασμό του ΑΙ. (κείμενο στα Αγγλικά)

Καλή ακρόαση! 








Friday, October 20, 2023

ΚΡΙΤΙΚΗ - ΜΠΑΜΠΑΔΕΣ ΜΕ ΡΟΥΜΙ (Θέατρο "Αλίκη", 19/10/2023)


Το 1996, χρονιά που πρωτοπαρουσιάστηκε το έργο, ο κόσμος ήταν αλλιώς. Η Ελλάδα ήταν αλλιώς.  Ακόμη καπνίζαμε, ξενυχτούσαμε και τις καθημερινές, το λεξιλόγιό μας δεν είχε περιοριστεί πολύ από την εικόνα και την πολιτικά ορθή ιδεολογία που τότε ανακαλύπταμε ως επιθυμητό, εξωτικό προϊόν, και τα "κέντρα με αλλοδαπές" συζητιούνταν ανοιχτά και ευρέως, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του '80. Η ιδιωτική τηλεόραση κι αυτή τη δεκαετία του '90, παραφορτωμένη και υπερφίαλη, με τα πρώτα "ρεπορτάζ"-κουτσομπολιά, προσέγγισε από τη δική της σκοπιά το ζήτημα των "χαμένων περιουσιών" λόγω γάμων πολλών υπέργηρων ή απλά γηραιών συνταξιούχων με "αλλοδαπές" που τους φρόντιζαν -καθότι η φροντίδα ηλικιωμένων, όπως οι αγροτικές εργασίες περνούσαν στα χέρια του εισαγόμενου εργατικού δυναμικού, μαρτυρώντας μια ιδεολογική και πρακτική "αστικοποίηση" που εξαπλωνόταν και στην περιφέρεια. 

Το 1996, το χρήμα έρρεε άφθονο στον πολιτισμό, ενώ οι επιχειρήσεις και το Δημόσιο δήλωναν ένδεια, οι μισθοί ήταν παχυλοί, και στη σκηνή, διά χειρός Μ. Ρέππα και Θ. Παπαθανασίου ήρθε το αγαπημένο θέμα της καθωσπρέπει οικογένειας που όμως κρύβει μεγάλη λαμογιά -λίγο αργότερα, ο "Ακάλυπτος" θα γινόταν ένας εθνικός αναγνωρίσιμος τύπος που θα περνούσε σε σήριαλ και ταινίες για δεκαετίες, όπως ο "ροκ" Βαλκάνιος. 

Το μυθιστόρημα αλλά και η θεατρική παράδοση είχαν ήδη παραθέσει παραδείγματα ανάγνωσης συμπεριφορών και ψυχολογικής ανάλυσης χαρακτήρων ικανών να φέρουν σε δύσκολη θέση τους πιο παραδοσιακούς θεατές, αναδεικνύοντας τις ρωγμές στην οικογένεια. Ο Μανιώτης είναι ένα από τα πολλά παραδείγματα. Αλλά εκεί μιλάμε για δράματα. Οι Μιχάλης Ρέππας και Θανάσης Παπαθανασίου, ανήκουν στο εξίσου δύσκολο είδος της κωμωδίας και το είδαν αλλιώς. Το 1996 λοιπόν, ανέβηκε το έργο τους Μπαμπάδες με ρούμι, εξαιρετικά επίκαιρο τότε, με δύο γιους-πικραμένα λαμόγια, δύο νύφες που αλληλοφαγώνονται όπως οφείλουν οι συνυφάδες, και φυσικά μια εκπρόσωπο του κοινωνικού επαρχιακού περίγυρου και μια Βουλγάρα που φρόντιζε τον "γέρο" πατέρα. 

Η μαύρη κωμωδία του πασίγνωστου συγγραφικού διδύμου, διατρέχει διάφορα επίπεδα: το προαναφερθέν των γάμων με αλλοδαπές για νομιμοποίηση και άδεια παραμονής (που αλλιώς θα παρουσιαζόταν σήμερα), την κλοπή της σύνταξης και των ακινήτων από τις εισαγόμενες συζύγους, τα χρέη της οικογένειας με τους απογόνους να προσβλέπουν στην πατρική περιουσία για να σωθούν (αυτό είναι το πιο δυνατό δραματουργικά σημείο αλλά είπαμε δεν είναι δράμα το έργο), την ελαφρότητα της εποχής (το χρήμα βρισκόταν εύκολα σε δάνεια και Χρηματιστήριο, κι αυτό όμως θα παρουσιαζόταν αλλιώς σήμερα). Όπως σε πολλά έργα της νέας ελληνικής δραματουργίας, υπάρχει κι εδώ ο διαχωρισμός των δύο αδελφών, αλλού θα ήταν ο αριστερός κι ο δεξιός, ο αντάρτης κι ο χωροφύλακας, εδώ είναι το χοντρολαμόγιο-υπερφίαλος επιχειρηματίας με μεγάλες ιδέες κι εξίσου μεγάλες αποτυχίες, κι ο συνετός οικογενειάρχης, καλός γιος. Και οι δύο, δυνητικά βίαιοι, άδικοι, σκληροί και άρπαγες. Στο βάθος όμως απ' όλο αυτό το γαϊτανάκι, αχνοφαίνεται η κριτική για τους δύο γιους που μάλλον θα ήταν το καμάρι του πατέρα, που πραγμάτωσαν όλες τις αναμενόμενες κοινωνικές συμβάσεις, κι όμως είναι εξαρτημένοι απ' τον "γέρο", και είναι κατά βάθος χειρότεροι από παιδιά που μπορεί να μην ήταν τόσο επιθυμητά ή ακόμη και εξοστρακισμένα λόγω τρόπου ζωής, για παράδειγμα ομοφυλόφιλοι, αλλά που θα στέκονταν στα πόδια τους, και ίσως να είχαν καλύτερες αρχές για τη ζωή τους και τη ζωή γενικότερα. Αλλά είπαμε, είναι κωμωδία, όχι δράμα. 

Κωμωδία που τα 'χει τα χρονάκια της, έχει καλύτερη σκηνική (από εικαστική και ατμοσφαιρική άποψη) στιγμή το ανέβασμα της σκηνής για αλλαγή χώρου,  και παρά τη μανιέρα και το εμπορικό ανέβασμα, έχει ρυθμό και ωραίους ηθοποιούς (Χρήστος Χατζηπαναγιώτης, Τζόϋς Ευείδη, Κώστας Κόκλας, Σοφία Βογιατζάκη, Βίκυ Σταυροπούλου, Μαρία Λεκάκη). Μου άρεσαν πολύ, περισσότερο η Βίκυ Σταυροπούλου που όσο πέρναγε η ώρα γινόταν όλο και πιο λιτή και όλο και πιο ουσιαστική. Δεν θα πω για τα σημεία που το καστ (;) έκλεινε το μάτι στο θεατή με ατάκες και εκφορά λόγου που υπενθύμιζε παραστάσεις και τηλεοπτικές παραγωγές όπου ξανασυναντήθηκαν [με το κοινό], αυτό το έκανε και η παλιά ιδιοκτήτρια του θεάτρου, η Αλίκη, πρώτη διδάξασα. 

Sold-out η βραδιά, κάντε τα κουμάντα σας αν θέλετε να το δείτε. 


φωτο από το πρόγραμμα της παράστασης




Monday, August 28, 2023

PREVIEW - ΙΣΡΑΗΛΙΝΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ σε ΣΙΚΙΝΟ και ΔΡΑΜΑ




"Friendly Fire"


Ο Ισραηλινός κινηματογράφος ταξιδεύει στην Ελλάδα. Τέσσερις ταινίες προβάλλονται σε Σίκινο  και Δράμα, με τη στήριξη της Πρεσβείας του Ισραήλ.
Στο 5ο Little Islands Festival (Σίκινος, 28-31 Αυγούστου) προβάλλονται οι ταινίες “Friendly Fire” του Tom Koryto Blumen και “The building at 9 Etzel Street” των Bar Vaknine και Tamar Sharvit.
Στο 46ο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας (4-10 Σεπτεμβρίου) προβάλλονται οι ταινίες “Nool” της May Grosman και I asked him to take me dancingτου Hillel Rate


“The building at 9 Etzel Street” 

"Nool" 

"I asked him to take me dancing" 





PREVIEW- 51ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΒΙΒΛΙΟΥ

 

51ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΒΙΒΛΙΟΥ
ΠΕΔΙΟΝ ΑΡΕΩΣ

1 - 17 Σεπτεμβρίου 2023
Ώρες λειτουργίας
Δευτέρα-Πέμπτη: 18:00-22:30
Παρασκευή & Σάββατο: 18:00-23:00
Κυριακή: 10:30-15:00 & 18:00-22:30

 Διοργάνωση: Σύνδεσμος Εκδοτών Βιβλίου (Σ.ΕΚ.Β.),

Περιφέρεια Αττικής, Οργανισμός Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας Δήμου Αθηναίων, σε συνεργασία με το Μικρό Παρίσι των Αθηνών και το Δίκτυο για τα Δικαιώματα του Παιδιού.

Υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού, του Δήμου Αθηναίων, του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού και του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών

Με την υποστήριξη της Vestart.


Την 1η Σεπτεμβρίου, η μεγαλύτερη γιορτή του βιβλίου «ανοίγει τις πύλες της» στο Πεδίον
του Άρεως για να υποδεχτεί τους φίλους του βιβλίου και να προσελκύσει νέους
αναγνώστες. 210 εκδότες, 275 περίπτερα, 180 πολιτιστικές εκδηλώσεις, συναυλίες,
θεατρικές παραστάσεις, διαδραστικά εκπαιδευτικά δρώμενα και πολλά άλλα στο μεγάλο
51ο Φεστιβάλ Βιβλίου 2023.
Το 51ο Φεστιβάλ Βιβλίου διοργανώνει ο Σύνδεσμος Εκδοτών Βιβλίου (Σ.ΕΚ.Β.), η
Περιφέρεια Αττικής και ο Οργανισμός Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας Δήμου
Αθηναίων (Ο.Π.Α.Ν.Δ.Α.) σε συνεργασία με το Μικρό Παρίσι των Αθηνών και το Δίκτυο
για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Πραγματοποιείται υπό την αιγίδα του Υπουργείου
Πολιτισμού, του Δήμου Αθηναίων, του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού, του Εμπορικού
Επιμελητηρίου Αθηνών και με την υποστήριξη της Vestart.
Το Φεστιβάλ Βιβλίου, αναγνωρισμένο, πλέον, ως το μεγαλύτερο εορταστικό γεγονός στον
χώρο του βιβλίου, πραγματοποιεί το 2023 μία μεγάλη επιστροφή. Το σύνολο, σχεδόν, της
ελληνικής βιβλιοπαραγωγής παρουσιάζεται στο Πεδίον του Άρεως, εγκαινιάζοντας τη νέα
εποχή του Πάρκου. Στον αναμορφωμένο και ιστορικό -για το βιβλίο- χώρο, οι επισκέπτες
του Φεστιβάλ, με φόντο τα χιλιάδες βιβλία, θα έχουν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν και
να συμμετάσχουν σε ένα πολυποίκιλο, πολιτιστικό γεγονός. Μεταξύ πολλών άλλων
εκδηλώσεων, θα πραγματοποιηθούν: Συναυλία με τη μεγάλη ερμηνεύτρια, Ελένη Δήμου,
συναυλία από το Marios Strofalis Quartet & Ειρήνη Τουμπάκη, συναυλία με την υψίφωνο
Κρίστυ Καθαρίου, παιδική θεατρική παράσταση «Το καρναβάλι των ζώων» από την
εταιρεία θεατρικών παραγωγών ΜΕΘΕΞΙΣ, παράσταση Καραγκιόζη από το Θέατρο Σκιών
«Νικόλα Τζιβελέκη», εκδήλωση της Ελληνικής Ακαδημίας Κόμικς, διημερίδα
πρωτοεμφανιζόμενων λογοτεχνών.
Το κεντρικό αφιέρωμα του 51ου Φεστιβάλ Βιβλίου 2023 έχει τίτλο «Γυναίκα -
πολυσύνθετο ανάγνωσμα» και είναι επικεντρωμένο στην προσφορά των γυναικών στις
Τέχνες και τα Γράμματα, αλλά και στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες στο
πέρασμα των χρόνων και στο σήμερα.
Την αφίσα και το εξώφυλλο του καταλόγου του 51ου Φεστιβάλ Βιβλίου 2023 κοσμεί έργο
του κορυφαίου Έλληνα ζωγράφου, Γιώργου Ρόρρη.
Είμαστε βέβαιοι, ότι το 51ο Φεστιβάλ Βιβλίου θα επιτύχει, για ακόμη μία χρονιά, να
επιτελέσει τον πνευματικό, κοινωνικό και πολιτιστικό του στόχο, με τη συμπαράσταση
όλων όσοι μοχθούν για την παραγωγή και την προβολή του βιβλίου, αλλά, κυρίως, με την
υποστήριξη των φίλων αναγνωστών. Σας περιμένουμε όλους στο 51ο Φεστιβάλ Βιβλίου στο Πεδίον του Άρεως, στη μεγαλύτερη Γιορτή του Βιβλίου, καθημερινά, από 1 έως 17 Σεπτεμβρίου 2023 με ελεύθερη είσοδο. 
Τα επίσημα εγκαίνια θα πραγματοποιηθούν τη Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου 2023 και ώρα 20:00.


Το Πεδίον Άρεως αλλάζει - Το Βιβλίο επιστρέφει σπίτι του! Περισσότερες πληροφορίες: Σύνδεσμος Εκδοτών Βιβλίου (Σ.ΕΚ.Β.)

Τηλ: 210 3303942, 210 3302523 URL:www.sekb.gr

Sunday, January 30, 2022

ΚΡΙΤΙΚΗ - ΣΙΝΕΜΑ/ "R.E.M.-ΤΑΧΕΙΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ ΟΦΘΑΛΜΟΥ"

 

REM-Ταχείες Κινήσεις Οφθαλμού, του Κάρολου Ζωναρά

Με τους: Δημήτρη Κίτσο, Νατάσσα Εξηνταβελώνη, Κάτια Leclerc-Ο’ Wallis, Μάνο Πίντζη, Δημήτρη Φραγκιόγλου.

Για τον έρωτα έχουν ειπωθεί πολλά. Πάρα πολλά. Με ποιήματα, ταινίες, μυθιστορήματα, τραγούδια, πίνακες ζωγραφικής και βάλε. Ο έρωτας έχει αξιολογηθεί, εκτιμηθεί και απολογισμοί επί του θέματος περιλαμβάνουν παθιασμένες εξομολογήσεις, ιστορίες σατανικής προδοσίας, έργα με ευτυχισμένο τέλος, περιπτώσεις ανομολόγητου κυνισμού. Οι απόψεις ποικίλουν με την εποχή και τις γενεές. Με το τι επιτρέπεται και τι φαντασιώνονται οι άνθρωποι ότι θα έπρεπε να επιτρέπεται, και κάπως έτσι, γίνονται και οι σεξουαλικές επαναστάσεις, με θύματα και θύτες.

Στο REM-Ταχείες Κινήσεις Οφθαλμού, την νέα του ταινία, ο Κάρολος Ζωναράς, καταγράφει ποιητικά και κάνοντας πεισματάρικα “σλάλομ” ανάμεσα στα κλισέ του είδους, μια εκδοχή ερωτικών πιθανοτήτων: το ζευγάρι, που γίνεται κουαρτέτο με τις εκατέρωθεν απιστίες, τη ζήλεια, την προδοσία και τις πιθανές λύσεις τέτοιων καταστάσεων, που σε πολλούς όταν τις αντιμετωπίζουν φαίνονται αδιέξοδες, και είναι αιτία βιαιοπραγιών κυρίως εναντίον γυναικών, πράγμα που αναφέρεται και στην ταινία.

Το REM-Ταχείες Κινήσεις Οφθαλμού, θίγει πολλά θέματα σε διπλοτυπίες: αρχικά, ο χρόνος που περνάει, και οι αλλαγές που φέρνει στις ερωτικές σχέσεις. Βαθαίνουν ή γίνονται πιο ρηχές, πιο αποκαλυπτικές εκείνου που ίσως δεν υπήρξε ποτέ; Έπειτα, η απιστία. Είτε με κατάληξη την ανοχή ή ακόμη και τη συγχώρεση, είτε την αλληλοεξόντωση, η απιστία είναι κάτι πολύ πιθανό να συμβεί. Επιθυμία, ματαιοδοξία, γοητεία, φαντασίωση, φόβος, μοναξιά, οι αιτίες ή η δικαιολογίες μπορεί να είναι πάρα πολλές, και απ’ ό,τι φαίνεται στην ταινία, τις μαθαίνει κανείς από πολύ νεαρός. Ίσως και να ‘ναι συστατικό μέρος της ανθρώπινης ερωτικής συμπεριφοράς. Ύστερα, η απροσδιοριστία της επιθυμίας στους συμμετέχοντες σε μια σχέση, που οδηγεί σε παρανοήσεις, σαν να παίζουν “πέτρα-ψαλίδι-χαρτί” και να μη βγάζουν ποτέ ίδιο αποτέλεσμα . Και βέβαια, η ομορφιά, ό,τι κι αν εντάσσει καθένας σ’ αυτό τον όρο, η κτητικότητα και η απληστία της κατάκτησης του άλλου. 

Η ταινία, φτιαγμένη με μια με ύφος (μεταμοντέρνας) περφόρμανς, βγάζει απ’ τη "ζώνη ασφαλείας του" τον θεατή, όχι λόγω μιας σφιχτής δραματουργίας που κατευθύνει το σασπένς, αλλά γιατί μέσα από τα αφηγηματικά θραύσματα, κορυφώνεται η αγωνία να αντιληφθεί [ο θεατής], με ποιόν χαρακτήρα μπορεί να ταυτιστεί, τι σημαίνει αυτή η “ταινία-μέσα-στην-ταινία” ή μήπως απατηλή ως όνειρο περιγραφή της ζωής-ως-ταινίας. 

Το κοινό παίρνει μαζί του όλη την παραπάνω προβληματική περί έρωτος και σχέσεων μέσα από αναφορές στο νουάρ, στην νουβέλ-βάγκ, το Ιταλικό σινεμά, πλάνα μιας Αθήνας όμορφης, και να αναρωτηθεί κάνοντας άλματα στον χρόνο όπως η ταινία  REM-Ταχείες Κινήσεις Οφθαλμού, τι απ’ όσα βλέπει αναφέρονται στο πλαίσιο μιας συλλογικής εμπειρίας στην οποία ανήκει κι εκείνος.

Εν κατακλείδι: μια όμορφη ταινία, με εξαιρετικό καστ. Υπέροχοι οι νέοι ηθοποιοί (Δ. Κίτσος, Ν. Εξηνταβελώνη), με προσωπικό στυλ και ωριμότητα οι Μ. Πίντζης, Κ. Leclerc-Ο’Wallis, Δ. Φραγκιόγλου. Το REM-Ταχείες Κινήσεις Οφθαλμού, έχει ατμόσφαιρα, χιούμορ, σασπένς και φιλοσοφική διάθεση γύρω από τον έρωτα, την απιστία και το σινεμά που αποκαλύπτει τα μυστικά του με κάμερες, σενάριο και μικρόφωνα μπροστά στα μάτια του θεατή.






Thursday, February 4, 2021

ΚΡΙΤΙΚΗ θέατρο- ΩΝΑΣΗΣ ΤΑ ΘΕΛΩ ΟΛΑ

Προφανώς τα θέλει όλα ο κ Φασουλής, αφού επέλεξε να αλωνίσει επί σκηνής ώρες ολοκληρες για να ξαναπεί όσα ήδη ξέρουμε για την πολυτάραχη και άκρως ενδιαφέρουσα ζωή του Αριστοτέλη Ωνάση.

Μερικές φορές οι αναμνήσεις μιας εποχής με όσα αυτό μπορεί να σημαίνει, από τα μπουζούκια και το θρύλο Ζαμπέτα, μέχρι τον Κόκκοτα και την εκκεντρική φαβορίτα, και από την Ολυμπιακή, το ιδιωτικό νησί και τη θαλαμηγό μέχρι την παρέα προσωπικοτήτων της σκηνής και της πολιτκής από τη μια, αλλά και  το αίνιγμα των τριών σημαντικών γυναικών με τις εξίσου μυθιστορηματικές ζωές με του Ωνάση (ίσως και περισσότερο) από την άλλη, είναι αρκετό κίνητρο για να φέρει ένας καλλιτέχνης στη σκηνή τον "ήρωα" μιας ολόκληρης χώρας, πάνω στη σκηνή. 

Το έργο ακολουθεί τον "Αρίστο" από την εφηβεία στην άγαρμπη ενηλικίωση της Μικρασιατικής Καταστροφής, στην Αθήνα, στην Αργεντινή και στα πρώτα βήματα στα σαλόνια του διεθνούς τζετ-σετ, ωσότου ο ίδιος να ορίζει πολλές απ' τις παραμέτρους του. Όμως η ζωή του πληθωρικού Έλληνα πλοιοκτήτη έγινε καρικατούρα παρά τις άκρως φιλότιμες προσπάθειες των συμμετεχόντων ηθοποιών. 

Λίγο το τέλος εποχής, λίγο το λυκόφως των ειδώλων, λίγο η αλλαγή της σύστασης του τζετ-σετ, λίγο ο διαφορετικός τρόπος που απόγονοι και επίγονοι επιλέγουν να χειριστούν το όνομα που τους κληρώθηκε να φέρουν ή να υπηρετούν, μαζί και άλλα που δεν είναι της παρούσης, έκαναν το θεατρικό εγχείρημα αμήχανο για τον θεατή, άκαιρο, στην καλύτερη σαν αναμνήσεις και παραινέσεις ενός γέρου θείου. 

Ίσως μερικά χρόνια πριν, να είχε νόημα. Με άλλο καστ ει δυνατόν, παρά τις υπερφιλότιμες προσπάθειες των πρωταγωνιστών, και άλλη προοπτική πέραν του mainstream biopic. Που μια χαρά μπορεί να είναι, αλλά δεν το σηκώνει άλλο η υπερεκτεθειμένη ζωή και ο μύθος του σπουδαίου αυτού Έλληνα. 

(Ιανουάριος, live streaming. θέατρο Παλλάς. Στον ρόλο της Μαρίας Κάλλας η Κατερίνα Παπουτσάκη, στον ρόλο τςη Τζάκυ Κέννεντυ-Ωνάση η Δήμητρα Ματσούκα.)


Friday, December 11, 2020

ΚΡΙΤΙΚΗ - ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΣΤΕΦΑΝΙ

 Θεάτρο Παλλάς, live streaming, 6/12/2020.

Πρωτοδιάβασα το Τρίτο Στεφάνι πριν πολλά χρόνια. Με ενθουσίασε αν και μου φάνηκε μια σπουδή στη δυστυχία. Η Εκάβη με τα συνεχή πάνω-κάτω, μια ευτυχία που δεν έλεγε να στεριώσει, μια ευτυχία που δεν μπορούσε να την ελέγξει όσο κι αν προσπαθούσε. Ίσως και δεν την ήξερε πώς ήταν στ' αλήθεια ή πώς να τη διεκδικήσει. Η ευτυχία του ενός, της Εκάβης, ήταν φτιαγμένη από τις διαθέσεις και την ανθεκτικότητα στη δυστυχία των άλλων, του άντρα της, των παιδιών της. Ήταν κι αυτή λιγάκι σαν το Δημήτρη, τον αυτοκαταστροφικό αγαπημένο της γιό, και πρόσωπο σχεδόν συμπρωταγωνιστικό της Εκάβης στην χειμαρρώδη αφήγηση παθών και παθημάτων μάνας και γιού, από τον Κώστα Ταχτσή.

Οι παροιμιώδεις αντοχές της Εκάβης και της Νίνας σχεδόν συμπαρασύρουν όποιον δεν είναι φτιαγμένος απ' το ίδιο τσαγανό στο περιβάλλον τους. Μερικές φορές οι δύο γυναίκες φαντάζουν εξωπραγματικά ανθεκτικές και έξω από τα κοινωνικά πρέπει και κανόνες. Η ντροπή για παράδειγμα, ή το πένθος, δύο συναισθήματα τεράστιας δυναμικής, δεν έχουν δύναμη πάνω σ' αυτές τις δυό, που εξυψώνονται από τον συγγραφέα γιατί υπερέχουν κάπου αλλού: μπορούν και αγαπούν. Ιδιόρρυθμα, επίμονα, υπερβολικά, με τρέλλα, αλλά αγαπούν. Παίρνουν δύναμη και αξιοπρέπεια από μια διαφορετική αίσθηση και κανόνες σχετικά με την αξιοπρέπεια, το φαίνεσθαι, την ηθική. Η ηθική τους προσαρμόζεται στις ανάγκες της οικογένειάς τους και στα λάθη τους, κι έτσι συνεχίζεται η ζωή και η αγάπη παρά τις αναταράξεις και τις συγκρούσεις.

Δεν ξέρω αν η παράσταση του Παλλάς (6/12/2020), υπό τη σκηνοθετική μπαγκέτα του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη, θα μπορούσε να μεταδώσει μια σε βάθος οπτική της αφήγησης του Ταχτσή σε θεατές που δεν έχουν εμπειρία του έργου του. Και μιλάμε για μια παράσταση-ποταμό, σχεδόν τρίωρη διαδικτυακά, χωρίς τα διαλείμματα της κανονικής παράστασης σε θέατρο, με το γνωστό εδώ και χρόνια πολυ-σκηνικό, τα τραγούδια και το χειρισμό της σκηνικής οικονομίας των καλών εμπορικών θεαμάτων.

Παρά τα προαναφερθέντα στάνταρντ στοιχεία μιας εμπορικής πράστασης, πρέπει να πω ότι Το Τρίτο Στεφάνι καταφέρνει και κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον, και έχει θαυμάσιες ερμηνείες από όλο το θίασο, Γ. Ψυχογυιό, Κ. Ανταλόπουλο, Σ. Κεκέ, Ντ. Γιαννακοπούλου, Ελ. Σκολίδη, Τ. Λέκκα. Η Μαρία Καβογιάννη, παρά τις αρχικές λίγες επαφές με τη μανιέρα της, ξέφυγε θριαμβευτικά προς μια θαυμάσια “Εκάβη”, συγκλονιστική όσο περνούσε η ώρα και βάθαινε η πίκρα στη ζωή της ηρωίδας. Η Μαρία Κίτσου παραήταν νέα για “Νίνα”. Υπάρχουν ρόλοι που η ηλικία έχει σημασία, η συλλογή εμπειριών, το ύφος, που κάνουν αληθοφανέστερη την σκηνική παρουσία του χαρακτήρα. Άξια όμως, επωμίστηκε μεγάλο βάρος παλληκαρίσια. Έκτακτη και έκπληξη από την Καλλιρόη Μυριαγκού ως “Ερασμία”.



Monday, November 30, 2020

ΚΡΙΤΙΚΗ - ΑΡΙΣΤΟΣ

Αρίστος (Θέατρο Πορεία, live streaming 29/11/2020).

Ο Αρίστος “είναι παράσταση βασισμένη στο μυθιστόρημα του Θωμά Κοροβίνη Ο γύρος του θανάτου”, σε σκηνοθεσία του Γιώργου Παπαγεωργίου.

Ένα έργο για τον Αριστείδη Παγκρατίδη, είναι κάπως σαν το Μακρύ Ζεϊμπέκικο για τον Νίκο του Σαββόπουλου, την Παραγγελιά του Τάσσιου για το ίδιο θέμα, δηλαδή τον Νίκο Κοεμτζή, είναι κάπως σαν το ενδιαφέρον Κοκτώ για τον Ζενέ. Ο Αριστείδης (Αρίστος) Παγκρατίδης, ήταν ο εκτελεσθείς ως “δράκος του Σεϊχ Σου”, τον Φεβρουάριο του 1968, στα 28 του χρόνια. Η Θεσσαλονίκη περισσότερο γνωστή σήμερα για το φαγητό και την ξενοιασιά, κάπως σαν ήρεμη επαρχία με καταλαγιασμένα πάθη και εξαντλημένες τις δυνάμεις της, γνώρισε παράξενες στιγμές στο παρελθόν με πυρκαγιές και πολιτικές δολοφονίες που άλλαξαν τον ρου των γεγονότων και ίσως της Ιστορίας. Άντρο πολιτικής βίας, δοξάστηκε και ανακαλύφθηκε και για τα ερωτικά της πάθη. Ίσως είναι η μόνη πόλη της επικράτειας που ξεμπρόστιασαν τα ιδιαίτερά της, ιστορικοί, μελετητές, ποιητές και ερασιτέχνες ανθρωπολόγοι, δείχνοντας πως η πόλη αυτή έχει δυνατότητες πέρα από την τακτοποιημένη ζωή της επιφάνειάς της.

Ο Παγκρατίδης, φτωχοδιάβολος με επιβαρυμένο ατομικό και οικογενειακό προφίλ, καλώς ή κακώς (ο ίδιος παρά την αρχική ομολογία του αρνιόταν ως το τέλος την ενοχή του), εκτελέστηκε ως κάτι σαν ελληνική εκδοχή του Jack the ripper, για τα ειδεχθή εγκλήματα στο δάσος του Σεϊχ Σου. Οι επιθέσεις έδωσαν τροφή στη φαντασία όχι μόνο αναφορικά με το φονιά αλλά και με τα ζευγαράκια που κατέφευγαν εκεί. Η γαργαλιστική παρανομία αποκαλυμμένη, ξάναβε για δεκαετίες τη φαντασία των καθωσπρέπει αστών που δεν ήξεραν αν ο φόνος ή η αποκάλυψη ήταν το χειρότερο.

Ο Παγκρατίδης μέσα στη δυστυχία και την ανέχεια του, είχε τα στοιχεία να εξάψει τη διάθεση για μυθοπλασία αλλά και να εξιτάρει τη φαντασία των πολιτικοποιημένων αφού ενδεχομένως -κατά ορισμένους - να υπήρχε συγκάλυψη του πραγματικού δολοφόνου, βασισμένη σε βρώμικη συναλλαγή, στην οποία έπαιξαν ρόλο οικονομικά και κοινωνικά μεγέθη της εποχής. Άλλωστε και το δημοφιλές κωμικό, σαπουνοπερικό “Παρά πέντε” επί δύο σαιζόν έπαιξε επιτυχημένα και σχετικά συγκαλυμμένα με τον μύθο του “Αρίστου”, αφήνοντας την ιστορία του άδικα (με βεβαιότητα δηλώθηκε στο σήριαλ) καταδικασμένου “Βενετόπουλου” (ο κατά Καπουτζίδη Αρίστος), να ξεδιπλωθεί και να επιλυθεί (επιτέλους) το μυστήριό της. Μόνο όμως με τη συμμετοχή μιας “πολύχρωμης”/πολυσυλλεκτικής ομάδας (όπως το ουράνιο τόξο της LGBTQR κοινότητας).

Αυτή η “πολύχρωμη”, “περιθωριακή” ομάδα εμφανίζεται και στον Αρίστο του θεάτρου Πορεία και είναι οι άνθρωποι με τους οποίους σχετιζόταν ο ήρωας: τραβεστί, τραγουδίστριες β’ διαλογής, κ@λομπαράδες της εποχής, “σεμνοί και αξιοπρεπείς κύριοι” που ψωνιζόντουσαν ή ψώνιζαν το βράδυ, αλλά και η μάνα του, το πολιτικό και κοινωνικό σκηνικό της εποχής, μια κοινωνία που προσπαθούσε να ξαναζήσει και να ξεχάσει. Η παράσταση δεν διατρέχει μόνο τη ζωή του Αριστείδη Παγκρατίδη, διατρέχει και την πόλη, τις γειτονιές της, τα σοκκάκια, αλλάζει φως, διάθεση και χρώμα. Με τρεις ηθοποιούς θαύμα, την Φιλαρέτη Κομνηνού να αρθρώνει περίφημα αισθήματα και σκέψεις, με βάθος, με ουσία. Ο Γιάννης Λεάκος και ο Ιωάννης Αθανασόπουλος, οι άλλοι δύο της παράστασης, εξαιρετικοί. Ο Λεάκος μου πάει περισσότερο ως στυλ, έχει βάρος, βάθος, είναι πολύ συγκροτημένος. Σαν αερικό ο Αθανασόπουλος, άξιος και αυτός. Οι τρεις τους, με μουσική σύμπραξη επί σκηνής από τον Γιώργο Δούσο που ντύνει ωραία την παράσταση.

Υ.Γ. Πέρασα θαύμα, καλό το live streaming, είναι ένας τρόπος να λειτουργούν τα θέατρα και να έχουν δουλειά οι καλλιτέχνες. Εννοείται πληρώνουμε εισιτήριο και δεν το θέλουμε τζάμπα. Χωρίς τέχνη θα ήταν χάλια ο κόσμος, άρα ενισχύουμε όσο μπορούμε!


Sunday, January 26, 2020

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ - ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΡΑΓΚΙΟΓΛΟΥ

Γνώρισα τον Δημήτρη Φραγκιόγλου πριν αρκετά χρόνια, και από την αρχή μου έδωσε την εντύπωση ενός "γουντυαλλενικού" τύπου, με αίσθηση του χιούμορ, διάθεση για ανατροπές και μια γερή δόση αυτοσαρκασμού που έχουν τα γνήσια κωμικά ταλέντα. Όπως πολλοί ηθοποιοί, ταυτίστηκε για πολλά χρόνια στη συνείδηση του κοινού με τον χαρακτήρα που του έφερε τη μεγάλη επιτυχία και που δεν ήταν άλλος από τον "Τρύφωνα Σπιουνέα" στο επιτυχημένο σήριαλ "Της Ελλάδος τα παιδιά". Συγγραφέας, μεταφραστής, ηθοποιός, δάσκαλος, ο Δημήτρης Φραγκιόγλου από τον Φεβρουάριο, θα εμφανίζεται στο θέατρο Άλφα, στη δημοφιλή κωμωδία του Γκόγκολ, "Ο Επιθεωρητής."

Ν.Χ.: Πόσα χρόνια βρίσκεσαι στο θέατρο; (σινεμά, τηλεόραση)
Δ.Φ.: Τα πρώτα μου δειλά επαγγελματικά – αναγνωριστικά βήματα στον χώρο έγιναν το 1983 ενώ ήμουν ακόμη φοιτητής στο πανεπιστήμιο.
Ν.Χ.: Πώς αποφάσισες να γίνεις ηθοποιός;
Δ.Φ.: Η δραστηριοποίηση μου στο θεατρικό του Πανεπιστημίου – σαν ηθοποιός, μου έφερε επαγγελματικές προτάσεις πριν ακόμα φοιτήσω στη δραματική σχολή. Αυτό ήταν για μένα μια είδους επιβεβαίωση ότι άξιζε να τολμήσω να ασχοληθώ με το θέατρο και την ηθοποιία. Ήταν κάτι που το ήθελα πολύ αλλά χρειαζόμουν κι ένα πρώτο οκ για να κάνω το βήμα.
Ν.Χ.: Ποιά θεωρείς πιο σημαντική στιγμή στην πορεία σου;
Δ.Φ.: Ήταν η παρουσίαση του Γελώντας Άγρια του Christopher Durang το 2000 με την ομάδα μου τους Χρυσοθήρες.
Ν.Χ.: Γιατί;
Δ.Φ.: Ήταν έργο πρόταση εκείνη τη στιγμή. Όσοι το είχαν διαβάσει με είχαν αποτρέψει να προχωρήσω στο ανέβασμά του. Ευτυχώς το τόλμησα. Και αποδείχτηκε ότι δεν έκανα λάθος.
Ν.Χ.: Έχεις ασχοληθεί με πολλά είδη, σενάριο, ηθοποιός κλπ., και συχνά χαρακτηριστικό σου ήταν η προσπάθεια να φέρεις μια άλλη προσέγγιση, ένα στυλ "αντι-σταρ", και μάλιστα σε εποχές όπως η δεκαετία του '90 που όλα ήταν glossy και επιδεικτικά. Καταρχάς το έχω αντιληφθεί σωστά;
Δ.Φ.: Είναι απολύτως σωστό αυτό που λες. Είμαι παιδί της δεκαετίας του ’80. Η περιπέτειά μου με το χώρο τότε ξεκίνησε. Το τότε ελληνικό σταρ σύστεμ δεν είχε κάτι που να μου αρέσει, να με γοητεύει - αντίθετα πιστεύω ότι ήταν και πολύ περιοριστικό. Με αυτή την έννοια ήμουν και παραμένω αντισταρ.
Ν.Χ.: . Ήταν συνειδητή απόφαση;
Δ.Φ.: Η στάση μου ήταν συνειδητή. Ήμουν στην τηλεόραση, στις εμπορικές ταινίες και τις μετέπειτα βιντεοταινίες εκείνης της δεκαετίας – που μου πρόσφεραν κάποια χρήματα – αλλά συνειδητά όχι στο αντίστοιχο θέατρο.
Ν.Χ.: Ήταν επιλογή ιδεολογική;
Δ.Φ.: Μεγάλες κουβέντες. Ήταν κάπως ιδεολογικό-αισθητική επιλογή.
Ν.Χ.: Ήταν κατεύθυνση θεατρική;
Δ.Φ.: Αισθανόμουν ότι το αν υπηρετούσα το τότε «εμπορικό θέατρο» δεν θα εξελισσόμουν και δεν θα είχα συνέχεια.
Ν.Χ.: Ποιές είναι οι επιρροές σου;
Δ.Φ.: Όταν ξεκινούσα δεν μπορώ να πω ότι είχα συγκεκριμένες επιρροές γιατί στην πραγματικότητα είχα δει και είχα διαβάσει πολύ λίγα πράγματα τότε.
Ν.Χ.: Τι θέατρο ήθελες ή/και θέλεις να κάνεις;
Δ.Φ.: Μου αρέσουν όλα τα είδη του θεάτρου. Και γενικά είμαι ανοιχτός στην περιπέτεια του θεάτρου. Τώρα μεγαλώνοντας μου αρέσει να επιστρέφω στα παλιά κείμενα – τα ας τα πούμε κλασσικά δλδ κατά κάποιο τρόπο και στις απαρχές του θεάτρου.
Ν.Χ.: Αν ταυτιστείς με κάποιο στυλ μπορείς να ξεφύγεις; Και γενικά υπάρχει δόση αλήθειας όταν ένας ηθοποιός ταυτίζεται με κάποιο χαρακτήρα;
Δ.Φ.: Δύσκολα ξεφεύγεις από κάποιο στυλ αν το υπηρετείς κατ’ εξακολούθηση. Αν επιλέγεις να κάνεις συνέχεια το ίδιο πράγμα είτε από ανασφάλεια είτε για βιοποριστικούς λόγους – το πράγμα δυσκολεύει και φυσικά δεν ευθύνονται οι άλλοι. Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση της στενότητας να μπορούν να σε δουν - φανταστούν σε κάτι διαφορετικό. Γι αυτό δεν ευθύνεσαι – δεν ευθύνεται ο ηθοποιός. Είναι κάτι που το έχω ζήσει και που πάλεψα για να το αντιστρέψω.
Ν.Χ.: Having said that, μπορείς να πεις ότι ελέγχεις το θεατρικό σου "πεπρωμένο" -μετά από κάποια χρόνια κιόλας που βρίσκεσαι στο επάγγελμα;
Δ.Φ.: Μπορώ να πω ότι ελέγχω μόνο το που δεν θα θέλω να είμαι – χωρίς να λέω μεγάλες κουβέντες. Τώρα για τις υπόλοιπες επιλογές ποτέ δεν ξέρεις. Πάντα έχουμε προσδοκίες και θέλω να πιστεύω ότι ξεκινάμε με καλές και αγνές προθέσεις. Να είμαστε σε μια καλή δουλειά με καλούς συνεργάτες κλπ κλπ… αλλά αυτό δεν βγαίνει πάντα.
Ν.Χ.: Ποιά είναι η σχέση σου με το κοινό; Θα έλεγες ότι το έχεις προκαλέσει, και πώς; Αν ναι, τι αποτέλεσμα έφερε η πρόκληση;
Δ.Φ.: Γενικά δεν ανήκω στην κατηγορία των ανθρώπων που τους αρέσει να προκαλούν στην ζωή. Τώρα αν χρειαστεί να το κάνω στο θέατρο θα το κάνω. Φυσικά όχι για να προκαλέσω αλλά για να υποστηρίξω την επιλογή που έχω κάνει και πιστεύω.
Ν.Χ.: Τι ρόλο κάνεις στον Επιθεωρητή;
Δ.Φ.: Είμαι ο Κυβερνήτης.
Ν.Χ.: Πες μου λίγα για το ρόλο, την προσέγγιση και τη σχέση ανάμεσα στη σκηνοθετική καθοδήγηση και τη δική σου παρέμβαση/ερμηνεία.
Δ.Φ.: Ο ρόλος μου είναι ορισμός της διαφθοράς. Αυτό που λέμε λαμόγιο - αλλά με πολλά πτυχία.
Ν.Χ.: Τι ενδιαφέρον έχει ο Επιθεωρητής;
Δ.Φ.: Είναι ένα έργο που γράφτηκε το 1835 και ωστόσο είναι σαν να γράφτηκε σήμερα – γι αυτά που συμβαίνουν σήμερα. Διαδραματίζεται σε μια επαρχία ξεχασμένη από το Θεό και τα κέντρα εξουσίας – ωστόσο ο «μηχανισμός της εξουσίας» είναι πάντα και παντού ο ίδιος. Λειτουργεί με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Το ίδιο και στον Επιθεωρητή μας – με τον χειρότερο. Το πλαίσιο της σκηνοθεσίας στη παράσταση μας είναι πολύ συγκεκριμένα οριοθετημένο οπότε υπηρετώντας το πιστά αναδεικνύεις και φωτίζεις ακόμα καλύτερα τον ρόλο.
Ν.Χ.: Στρέφεσαι προς ένα πιο κλασικό ρεπερτόριο;
Δ.Φ.: Νομίζω ότι μεγαλώνοντας - το ρεπερτόριο κάνει κάποιες φορές εκείνο το πρώτο βήμα.
Ν.Χ.: Δεν μπορώ να μην αναφερθώ στον iconic ρόλο του "Χλαπάτσα". Πού βρίσκεται στην ιστορία σου, στην πορεία σου εκείνη η δουλειά που έχει γίνει σημείο αναφοράς σε διαφορετικές γενιές;
Δ.Φ.: Ο Χλαπάτσας με ακολουθεί αλλά δεν μπορεί να μου βάλει πια τρικλοποδιές όπως τον πρώτο καιρό. Χαίρομαι που οι νεότερες γενιές ανακαλύπτουν τη σειρά και αρέσει το χιούμορ της κι ας έχουν περάσει 25 χρόνια από τότε.
Ν.Χ.: Θα επέστρεφες στην τηλεόραση;
Δ.Φ.: Ναι, με χαρά. Έχει δημιουργηθεί η εντύπωση ότι δεν θέλω να κάνω τηλεόραση κάτι που δεν ισχύει.
Ν.Χ.: Τα σχέδιά σου για το μέλλον.
Δ.Φ.: Έχω σχέδια αλλά δεν τα ανακοινώνω ποτέ πριν οριστικοποιηθούν. Κι αυτό επειδή την πάτησα κάποιες φορές.
Ν.Χ.: Ο ρόλος που ονειρεύεσαι.
Δ.Φ.: Δεν ονειρεύομαι ρόλους. Δεν έχει νόημα να παίξεις έναν μεγάλο ρόλο για λόγους ματαιοδοξίας σε μια κακή παράσταση. Νομίζω ότι κάποιες φορές είναι ωραίο να καταφέρεις να βάλεις «την σφραγίδα σου» σε ένα καινούργιο – άγνωστο ρόλο. Αυτό το έζησα το στις αρχές της σεζόν – υποδυόμενος τον Πανδοχέα-Αφηγητή στο Χειμωνιάτιο Ταξίδι του Σταμάτη Πολενάκη σε σκηνοθεσία της Έφης Ρευματά.
Ν.Χ.: Πώς μελετάς ένα ρόλο;
Δ.Φ.: Δίνω μεγάλη σημασία στην κατανόηση εμβάθυνση του κειμένου. Τα υπόλοιπα έρχονται μετά από μόνα τους.
Ν.Χ.: Ποιά η σχέση με τον -εκάστοτε- σκηνοθέτη;
Δ.Φ.: Είναι μια σχέση που αρκετά συχνά εξελίσσεται ολέθρια. Ο ηθοποιός έχει την τάση να αμφισβητεί τον σκηνοθέτη. Και ο σκηνοθέτης να αμφισβητεί και να μετανιώνει για τον ηθοποιό που «επέλεξε» ή του επέλεξαν. Δεν βγάζει πουθενά. Επειδή σκηνοθετώ – φροντίζω όταν με σκηνοθετούν να ακούω σαν πρωτόβγαλτος μαθητής. Δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά.
Ν.Χ.: Αν άλλαζες κάτι στην Ελληνική πραγματικότητα του 2020 τι θα ήταν;
Δ.Φ.: Θα ήθελα να έχουμε καταλάβει καλύτερα όλα όσα μας συνέβησαν την προηγούμενη δεκαετία. Νομίζω ότι βρισκόμαστε ακόμα στην φάση του θυμού.
Ν.Χ.: Πώς αντιμετωπίζεις την αναγνωρισιμότητα; Σε ενοχλεί η τη θες; η άλλο; 
Δ.Φ.: Επειδή έμαθα να ζω μαζί της από πολύ μικρός – δεν της δίνω ιδιαίτερη σημασία. Μπορώ να την διαχειρίζομαι και να μην με διαχειρίζεται. Δεν μπορώ να πω ότι με ενοχλεί. Και σαφώς τη θέλω σαν επιβράβευση – επιβεβαίωση της δουλειάς μου – αλλά μέχρι εκεί.
Ν.Χ.: Τηλεόραση, θέατρο ή σινεμά η μεγάλη αγάπη;
Δ.Φ.: Μου αρέσουν και τα τρία το ίδιο. Έχουν διαφορετικούς κώδικες βέβαια, αλλά μου αρέσει να υπηρετώ και τα τρία.
Ν.Χ.: Σ' ευχαριστώ.
Δ.Φ.: Εγώ.