Monday, November 20, 2017

REVIEW - ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΟΡΙΑΝ ΕΞΠΡΕΣ

Η Άγκαθα Κρίστι, εμπνευσμένη απ' την απαγωγή και τη δολοφονία του γιού του Αμερικανού Τσαρλς Λίντμπεργκ, θρύλου της αεροπλοίας καθώς έκανε το πρώτο ταξίδι με μονοκινητήριο από τις ΗΠΑ στο Παρίσι χωρίς στάση (1927), εξέδωσε το Έγκλημα στο Οριάν Εξπρές (1934), δύο μόλις χρόνια μετά το θλιβερό γεγονός που ξεσήκωσε σάλο στην Αμερική, και τέσσερα χρόνια πριν την θανάτωση του θεωρούμενου ως ενόχου, στην ηλεκτρική καρέκλα.

Η Άγκαθα Κρίστι, ήταν η γυναίκα που ως άλλος Τσαρλς Ντίκενς έβαλε το έγκλημα μέσα στην καρδιά των -ενίοτε καλύτερων- οικογενειών, θεωρώντας τις εξ αγχιστείας αλλά και εξ αίματος σχέσεις ως εντελώς τυχαίες συναστρίες δυνάμεων, που κρύβουν ανταγωνισμό, συμφέρον, εξαπάτηση και ψέμμα ώστε ωθούν τα μέλη τους συχνά να παραιτηθούν από οποιαδήποτε ηθική και να σκοτώσουν εκείνον ή εκεινη που τους στέκεται εμπόδιο στα σχέδια τα ερωτικά ή τα οικονομικά. Κανόνας που ισχύει από τα χωριουδάκια μέχρι τις μεγαλουπόλεις, και από τις κουζίνες μέχρι τα μπουντουάρ. Το καλό δεν θριαμβεύει από μόνο του, αλλά από την παρέμβαση των παρατηρητικών ντετέκτιβ που οδηγούν τον απρόθυμο ένοχο στη δικαιοσύνη.
Η απόδοση δικαιοσύνης οδηγεί και τους επιβάτες του πολυτελούς Οριάν Εξπρές του Μεσοπολέμου να πάρουν το νόμο στα χέρια τους, αφού ο ένοχος της απαγωγής και δολοφονίας της κόρης των Άρμστρονγκ (προφανής αναφορά στον Λίντμπεργκ τον αληθινό πατέρα του απαχθέντος νηπίου), φαίνεται να έχει γλυτώσει από τη δικαιοσύνη και να κάνει μεγάλη ζωή και μπίζνες με τα χρήματα των λύτρων, ταξιδεύοντας μάλιστα με το Οριάν Εξπρές. 
Η πραγματικότητα του εν λόγω εγκλήματος είχε μια πολύ πιό πεζή διάσταση, μιζέρια και τον Χάουπτμαν, ένα Γερμανό κακοποιό που είχε πάει στην Αμερική για να γλυτώσει τη φυλακή στη χώρα του. Εδώ, η πολυτέλεια, όπως παντού όπου σύχναζε ο Βέλγος ντετέκτιβ Ηρακλής Πουαρό, είναι ανυπέρβλητη, κι αν πει κανείς οτι δεν πάει να δει μεταξύ άλλων την ταινία και για την αναπαράσταση ενός πλούτου αρχοντικού, για το θρόισμα της λινής πετσέτας στο βαγκόν-ρεστωράν, το τραγούδι των κρυστάλλων καθώς τσουγκριζουν και τα υπέροχα ρούχα και αξεσουάρ της εποχής, θα πει μεγάλο ψέμμα. Επιπλέον το all-star cast ξαναστήνει εξαιρετικά την εποχή και μένει να δει κανείς πώς το χειρίστηκε ο σκηνοθέτης όλο αυτό το ατμοσφαιρικό και ταξιδιάρικο.

Ο Κένεθ Μπράνα είναι περίπτωση, αλλά και Βρετανός που σημαίνει οτι ως ένα βαθμό παίζει στο "γήπεδό του" με το βιβλίο της συμπατριώτισσάς του. Προσωπικά, παρ' όλο που και σασπένς είχε, και ερμηνείες είχε και ατμόσφαιρα πειστική και με το παραπάνω η εκδοχή του Μπράνα, δεν μπορώ να μην συγκρίνω τη Μισέλ Φάϊφερ με την Λωρήν Μπακώλ, δεν μπορώ να μην προτιμήσω τον Άντονυ Πέρκινς, την Ίνγκριντ Μπέργκμαν και γενικά το καστ της εκδοχής του Σ. Λιούμετ (1974). Επίσης οι μικροαλλαγές (;) στους χαρακτήρες εκ μέρους του Κέννεθ Μπράνα ήταν λίγο ενοχλητικές. Και βεβαίως η πριγκίπισσα "Ντραγκομίρωφ" της Γουέντι Χίλλερ δεν ξεχνιέται, παρ' όλο που η Τζούντυ
Ντεντς είναι άξια διάδοχος. Επίσης,πιστεύω ότι ο Πουαρό του Μπράνα, ήταν λιγάκι πιό αθλητικός απ' ό,τι στα βιβλία της Άγκαθα Κρίστι και νομίζω ότι το μουστάκι αν και πρωτότυπο, μάλλον έμοιαζε με κάποιου εκκεντρικού χαρακτήρα του Άρθουρ Κόναν-Ντόϋλ, παρά με το μουστάκι του Πουαρό.

Δεν θα περάσει καθόλου άσχημα όποιος πάει να δει την ταινία, απεναντίας, θα ευχαριστηθεί δράση, σασπένς και ερμηνείες. [Ας δει μετά καλού-κακού και του Σίντνεϋ Λιούμετ, έτσι για τη σύγκριση.] 





Thursday, November 16, 2017

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ - ΚΑΡΟΛΙΝΑ ΜΕΡΜΗΓΚΑ

Συνέντευξη της Καρολίνας Μέρμηγκα, για το βιβλίο της "Ο Έλληνας Γιατρός", εκδόσεις Μελάνι. 

Τηλεφώνημα από τον πατέρα μου. Μετά τα καθημερινά, με ενθουσιασμένη φωνή μου λέει: -Διαβάζω ένα καινούργιο βιβλίο, μόλις κυκλοφόρησε. “Ο Έλληνας Γιατρός”, της Καρολίνας Μέρμηγκα. Γράφει για τον παππού της. Πολύ συγκινητικό, ξέρεις, ιατρικά, ιστορικά...Πολύ ωραίο βιβλίο, πρέπει να το διαβάσεις, εγώ το διάβασα δύο φορές, το τελείωσα αμέσως. Σου λέω, πρέπει να το διαβασεις οπωσδήποτε, θα ενθουσιαστείς! -Ωραία, μόλις τελειώσω... -Όχι, όχι, σου λέω! Αξίζει! Στο στέλνω, κάτσε να το διαβάσεις θα ευχαριστηθείς πολύ, γράφει πολύ ωραία. Στο στέλνω απόψε κιόλας.
Αμ' έπος άμ' έργον, και βρέθηκα να διαβάζω τον “Έλληνα Γιατρό” της Καρολίνας Μέρμηγκα (εκδόσεις Μελάνι). Και το τελείωσα κι εγώ σε τρία βράδια. Εκτός από θηριώδης δουλειά από την άποψη της ιστορικής τεκμηρίωσης, ήταν και ωραία λογοτεχνία, απ' αυτήν που σου ζεσταίνει την καρδιά και κοντεύουμε να ξεχάσουμε ότι υπάρχει. Έτσι, θέλησα να μιλήσω με τη συγγραφέα, θαυμάζοντας το αποτέλεσμα, το βιβλίο της, αλλά και τη θέληση πίσω από ένα τέτοιο ιστόρημα... 



Ν.Χ.: Πραγματικά δεν ξέρω από πού να αρχίσω και τι να πρωτορωτήσω, αλλά ας ξεκινήσουμε από το αν βρήκες δυσκολίες κάποια στιγμή γράφοντας τον “Έλληνα Γιατρό”.
Κ.Μ.: Ναι, κάποια στιγμή δίστασα πολύ και σταμάτησα μεταξύ τρίτου και τέταρτου μέρους, εκεί που τελειώνει δηλαδή η Μικρασιατική [Καταστροφή] και η εκτέλεση των έξ, μετά από αυτό το σημείο, εκεί που θα 'πρεπε να μπω σε μια πιό μοντέρνα ας πούμε περίοδο, για κάποιο λόγο είχα μεγάλη δυσκολία. Και μετά κατάλαβα ότι ίσως αυτή η δυσκολία υπήρχε σε μένα, γιατί υπήρξε και στην Ιστορία. Μετά την Καταστροφή εκεί υπήρξε ένα κενό, και νομίζω ότι υπάρχει ακόμα.
Ν.Χ.: Αυτά όλα που χρησιμοποίησες ήταν αρχεία...δηλαδή πήγαινες την ημέρα στις Βιβλιοθήκες; Είχες και δικό σου υλικό;
Κ.Μ.: Πώς ξεκίνησε...λοιπόν κοίτα, εγώ δεν είχα καμμία όρεξη να γράψω για τον παππού μου. Δεν ήταν αυτό το θέμα μου. Και το λέω γιατί φυσικά τώρα όλοι ρωτάνε για τον παππού. Το καταλαβαίνω...Είναι το πρώτο πράγμα που ρωτάνε και το γράφουν κιόλας στιάζοντας σ' αυτό. Το 'χω συνηθίσει τώρα, στην αρχή με σοκάριζε όλο αυτό, οι συζητήσεις για τον Κωνσταντίνο Μέρμηγκα κλπ. Δεν ήταν αυτό το θέμα μου. Είχα υλικό! Υλικό ενός ανθρώπου, του οποίου η ζωή...
Ν.Χ.: Έγραφε κιόλας, έτσι δεν είναι;
Κ.Μ.: Ναι, και πολλά γραπτά υπήρχαν, αλλά όπως ξεκίνησα να σου λέω, η ζωή του διαπέρασε πολλά γεγονότα όντας ο ίδιος παρών. Γιατί έτυχε να είναι η ζωή του αυτή. Οπότε είχα κάποιο υλικό...είχα τέτοια έγγραφα, γιατί ήτανε με τη βασιλική οικογένεια γιατρός, κι αυτή την ιστορία με τον Αλέξανδρο που αφηγούμαι είναι αληθινή, ασχολήθηκε με την πολιτική, Βενιζέλο και μετά, η ιστορία της Δημαρχίας...Πολλά γεγονότα. Παράλληλα εκείνη την εποχή, γράφανε πάρα πολύ. Οι γιατροί δεν ήσαν πάρα πολλοί, ήτανε 15 γιατροί, όλοι ασχολιόντουσαν με τα κοινά. Έπειτα, ήτανε σ' όλους τους πολέμους...Επομένως το 'χα έτοιμο. Εμένα μ' ενδιέφερε να γράψω μυθιστόρημα όχι βιογραφία ή ας πούμε κάποιοι μου είπαν ότι είναι Χρονικό. Η πρόθεσή μου, ήταν μυθιστόρημα. Οπότε είχα υλικό για ένα μυθιστόρημα.
Ν.Χ.: Σε τι είδος ανήκει το βιβλίο τελικά;
Κ.Μ.: Μυθιστόρημα.
Ν.Χ.: Δεν ξέρω αν είναι τόσο ξεκάθαρο αυτό..Διαβάζοντάς το είναι γραμμένο σαν μυθιστόρημα, αλλά δεν μοιάζει μυθιστόρημα...Δεν ξέρω, οι προσθήκες από κάτω, το ιστορικό πλαίσιο που είναι τόσο αυθεντικό...Μου πάει για κάποιο λόγο ως μοντέρνα ιστοριογραφία..
Κ.Μ.: Κοίτα...οι Αγγλοσάξωνες έχουν μεγάλη παράδοση σ' αυτό. Εμείς δεν έχουμε, κι ίσως αυτό μας δημιουργεί αυτή την αμηχανία. Στην Αμερική και στην Αγγλία, και στη Γαλλία θα 'λεγα, απλώς δεν έχω τόση οικειότητα, έχουν γραφτεί άπειρα τέτοια. Που τα λένε αν θες και ιστορικά μυθιστηρήματα, αλλά η έμφαση για μένα, είναι στο μυθιστόρημα. Διότι αυτό που εγώ προσπαθώ να διαπραγματευτώ εδώ, είναι το ανθρώπινο ενός ανθρώπου. Δηλαδή δεν είναι η ιστορια ενός ανθρώπου, είναι το ανθρώπινο που υπάρχει μέσα στην ιστορία του. Κι επομένως μ' ενδιαφέρει η ιστορία του, τα προβλήματα που είχε...δηλαδή, παίζω και με τον μύθο του Φάουστ πάρα πολύ...
Ν.Χ.: Διατρέχει όλο το βιβλίο ο “Φάουστ”...
Κ.Μ.: Πολύ. Το πιό ενδιαφέρον γι' αυτόν τον “ήρωα”, που τυχαίνει να βασίζεται σ' ένα πρόσωπο υπαρκτό, είναι πως είναι ένας γιατρός, που όλη του τη ζωή τον απασχολεί τρομερά ο μύθος του Φάουστ. Δηλαδή, όλες του οι βιβλιοθήκες, είναι γεμάτες με μεταφράσεις και πρωτότυπα έργα, το μετέφρασε και ο ίδιος έμμετρα, και ξέρουμε ότι δεν είναι καθόλου απλό, το οποίο δείχνει μια αγωνία. Κι επειδή ήταν τρομερά πετυχημένος, περιγράφω κάποιον που ήταν τρομερά πετυχημένος, αλλά όμως τι ήταν αυτή η επιτυχία, τι αγωνία του δημιούργησε, τι αντίτιμο είχε...Όλα αυτά για μένα, λοιπόν, είναι υλικό μυθιστορήματος, το οποίο γίνεται ενώ το ντεκόρ παράλληλα είναι η Ιστορία -με γιώτα κεφαλαίο- που και η ίδια έχει μυθιστορηματικές διαστάσεις. Γιατί βλέπεις ότι σε ορισμένα σημεία που σκαλώνω, είναι γιατί κι εγώ η ίδια έμενα με το στόμα ανοιχτό. Οπότε εκεί η ίδια η Ιστορία παίζει ρόλο στο μυθιστόρημα. Είναι σε ορισμένα σημεία που συμβαίνει αυτό.
Ν.Χ.: Οπότε πώς ξεκίνησες να το γράφεις;
Κ.Μ.: Ότι ήθελα να γράψω ένα μυθιστόρημα, αυτό ίσχυε, ήταν στη σκέψη μου.
Ν.Χ.: Να συμπληρώσω ότι είναι και τεράστια δουλειά...
Κ.Μ.: Ναι, είναι πάρα πολύ μεγάλη δουλειά, αλλά αυτό δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Ο καθένας όταν γράφει...έχουμε όλοι τις παραξενιές μας. Εγώ ας πούμε, μπορεί να πέρασα τρεις μέρες για να βγάλω άκρη αν τη μέρα που μίλησε ο Βενιζέλος στο Σύνταγμα είχε καύσωνα ή έβρεχε, γιατί οι μισοί λέγανε ότι είχε καύσωνα και οι μισοί ότι έβρεχε. Ποιός νοιάζεται; Εμένα όμως με ένοιαζε. Είναι ένα παιχνίδι. Ή ξέρω 'γω όταν περιγράφω την Πηνελόπη Δέλτα στην Κηφισιά, εγώ δεν έχω στοιχεία ότι συναντήθηκαν με τον ήρωα, έχω όμως στοιεία ότι ήτανε την περίοδο εκείνη στην Κηφησιά, ένώ ήτανε το μνημόσυνο του Δραγούμη κλπ. Αυτό είναι ένα κέντημα που κάνεις πάνω στον καμβά, γιατί τον θες αληθινό τον καμβά. Αυτό είναι το όλο θέμα. Πρέπει να υπάρχει μια συνέπεια γιατί είναι στρώματα αυτά, δηλαδή έχεις ένα χαλί που πρέπει να 'ναι όσο γίνεται πιό σφιχτό, πιό στέρεο.
Ν.Χ.: Υπήρχε κάπου ένας “εσωτερικός διάλογος” με τον παππού σου και στράφηκες στο μυθιστόρημα;
Κ.Μ.: Στράφηκα γιατί αυτό με ενδιέφερε πιά, ξέρεις μας πιάνει κάτι και μας κολλάει, μας ενδιαφέρει. Όσο για τον διάλογο που λες, πάντα υπήρχε. Πάντα! Υπήρχε γιατί μεγάλωσα χωρίς να τον γνωρίσω, οπότε πάντα υπήρχε. Αλλά κι άλλα πράγματα μ' ενδιαφέρουν. Θα σου πω ένα παράδειγμα, που μ' απασχολεί αυτή την εποχή. Επειδή αυτό το βιβλίο είχε ενδιαφέρον για πολύ κόσμο μου λένε τώρα γράψε κι άλλα τέτοια. Κι έχω ιστορίες τέτοιες. Εμένα όμως δεν μ' ενδιαφέρει πιά αυτή τη στιγμή. Τώρα θέλω να γράψω κάτι άλλο. Το “μ' ενδιαφέρει”, δεν είναι αυτιστικό, το λέω γιατί υπάρχει ένας κύκλος που τελειώνει. Το πώς μπήκα, πώς μπαίνει κανείς σε μια κατάσταση...Νομίζω είχα εικόνες στο μυαλό μου για το πώς μπορούσε να είναι η Ελλάδα τότε. Το οποίο, νομίζω οτι είναι κι ένας απ' τους λόγους που ενδιαφέρει αυτούς που το διαβάζουν το βιβλίο, ότι έχουμε μπει πολλοί από 'μας σε ένα κενό...υπάρχει το θέμα της ταυτότητας που μας βασανίζει πάρα πολύ, όλοι έχουμε μια τάση ν' αναρωτιόμαστε, να κοιτάμε λίγο προς τα πίσω, και εν προκειμένω, στο βιβλίο, είναι μια αστική Ελλάδα, ή μάλλον μια αστική πρωτεύουσα. Το οποίο ενδιαφέρει κάποιους, γιατί έχει πολλές ομοιότητες και πολλές διαφορές με τώρα. Αυτά μ' ενδιαφέρουν και μένα. 

Ν.Χ.: Με τους Μαρατζίδη, Καλύβα και άλλους, ξεκίνησε μια “πορεία προς τα πίσω” που καταρρίπτει πολλά στερεότυπα της ιστοριογραφίας, επίτρεψέ μου τον όρο, όπως την ξέραμε, και βεβαίως καταρρίπτοντας εν πολλοίς το αριστερό αφήγημα με ορισμένη προοπτική και επιλεκτική αφήγηση γεγονότων. Νομίζω λοιπόν, ότι το βιβλίο σου, το μυθιστόρημά σου, εφόσον έτσι το θέλεις, καλύπτει την αστική αφήγηση, την αποενοχοποιημένη αστική ιστορία. Καλύπτει λοιπόν το βιβλίο σου ίσως και αυτή την επιθυμία του κοινού να ξανα-ανακαλύψει την Ιστορία, την ιστορία του...
Κ.Μ.: Κοίταξε, εγώ δεν θα μπορούσα να γράψω και κάτι άλλο. Γιατί εμένα, όχι μόνο οι εμπειρίες και τα βιώματα, αλλά αν θες κι αυτό που κληρονομείται είναι αυτό, και καταρχήν με γοητεύει το αστικό μυθιστόρημα. Έτσι μεγάλωσα εγώ και αυτό μ' αρέσει. Αυτό μπορώ να κάνω. Στην πραγματικότητα περί αυτού πρόκειται. Δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι άλλο. Δυστυχώς γίνεται ο διαχωρισμός του αστικού και μη-αστικού, που εδώ στην Ελλάδα έχει πάρει σχεδόν πολεμική διάσταση, ενώ δε χρειάζεται. Είναι αλήθεια, ότι όταν γράφεις για μια αστική τάξη, δεν γραφεις για πολλά άλλα πράγματα που γινόντουσαν παράλληλα. Τα αγγίζω ελάχιστα. Γι' αυτό και επιμένω ότι είναι μυθιστόρημα. Είναι η ματιά μου. Έχει μεγάλη σημασία αυτό, γιατί ξέρεις πόσο συχνά με ρωτάνε τώρα και ερωτήσεις που θα πρέπει να απαντήσει ένας ιστορικός και δεν μπορώ να το κάνω εγώ αυτό...Είναι αλήθεια τα γεγονότα που γράφω αλλά δεν είναι μόνο αυτά. Εγώ επιλέγω. Η επιλογή έχει μια μεροληψία και ενδεχομένως μια αδικία. Και βλέπω ότι ακόμα και σε απλά θέματα, ή μάλλον παλιά θέματα όχι απλά, ας πούμε ο Διχασμός, Βενιζέλος-Κωνσταντίνος: έχουν περάσει τόσα χρόνια, κι όμως υπάρχει ακόμη απίστευτη πολεμική. Και στο προκείμενο φαίνεται νομίζω, ότι δεν παίρνω θέση. Δεν υπάρχει θέμα για μένα να πάρω θέση, αλλά και πάλι, πόσο επικίνδυνο μπορεί να είναι να γράψεις κάτι παραπάνω και να νομίζει ο άλλος ότι έχεις πάρει θέση.
Ν.Χ.: Αγγίζεις θέματα πάρα πολύ δύσκολα αλλά και εξαιρετικά ενδιαφέροντα, οπως ο Διχασμός, ή το θέμα του Αλέξανδρου. Μικρασιατική καταστροφή, ευθύνες του Ελληνικού κράτους... Ενδιαφέρουν εξαιρετικά τον αναγνώστη αυτα τα δύσκολα σημεία της νεότερης Ιστορίας.
Κ.Μ.: Να σου πω κάτι αστείο αλλά αληθινό; Αν ο παππούς μου, δηλαδή ο ήρωάς μου, δεν είχε πεθάνει το '41, δεν ξέρω αν θα μπορούσα να το κάνω. Αυτό που ακολούθησε μετά, εγώ δεν θα μπορούσα να το αντιμετωπίσω. Δεν έχω το σθένος. Και το λέω σε όλους γελώντας, “είμαι τυχερή: το '41 μπόρεσα να σταματήσω.” Το γράφω κάπου, ότι κι αυτός [ο Κωνσταντίνος Μ.] και οι άλλοι γύρω του, “αισθάνονται ότι κάτι έρχεται, το οποίο θα αλλάξει τα πάντα”, αλλά εγώ δεν ήθελα να πιάσω κάτι τετοιο. Και δεν θέλω. Αυτή την καυτή πατάτα...δεν είμαι γενναίος άνθρωπος.
Ν.Χ.: Τα πρακτικά θέματα της συγγραφής ενός τόσο εκτενούς ιστορικού μυθιστορήματος; Πώς έβαλες τάξη σε τόσο υλικό;
Κ.Μ.: Με βοήθησαν καταρχήν οι διαλέξεις του Λιβάνιου στην Πύρνα, γιατί μου ξεκαθάρισαν κάποια πράγματα. Όσο για την τάξη που λες, είναι μπακαλίστικο και πολύ απλό: πήρα ένα-ένα τα χρόνια της ζωής του ήρωα, να σου πω ότι μου πήρε τρία χρόνια η συγγραφή του βιβλίου, και για κάθε χρονιά έγραφα τα ιστορικά γεγονότα. Έφτιαξα λοιπόν το ντεκόρ και ήξερα πού βρίσκεται, πού πατάει και τι βλέπει. Από 'κει και πέρα διαλέγω ό,τι θέλω γιατί και το μυθιστόρημα σε πάει και μόνο του. Μόλις μπεις σε πάει σχετικά εύκολα, αλλά του φτιάχνεις τον κόσμο του. Τι βλέπει, τι ακούει, τι του συμβαίνει. Σχεδόν τι μυρίζει, σχεδόν τι καιρό κάνει, αυτό που σου 'λεγα για τον Βενιζέλο στο Σύνταγμα. Δεν είναι τόσο δύσκολο όσο ακούγεται, δηλαδή είναι μπακαλίστικο.
Ν.Χ.: Το βιβλίο σου νομίζω έχει και σασπένς...
Κ.Μ.: Δεν το 'χα προσέξει, χαίρομαι...
Ν.Χ.: Δεν υπάρχει σε κάθε βήμα του ήρωα η βεβαιότητα για το επόμενο, υπάρχει αγωνία. Ίσως φταίει και η γειτνίαση με τον Φάουστ. Δεν ήταν ήσυχος ο ήρωας.
Κ.Μ.: Δεν ξέρω...προσπάθησα πάντως να έχει και χιούμορ. Για το ήσυχος, συμφωνώ. Αλλά οποιονδήποτε άνθρωπο κι αν πάρουμε, καμμία ζωή δεν είναι τακτική. Έχω απόλυτη πεποίθηση γι' αυτό. Γιατί με έναν άλλο τρόπο αν πεις την ιστορά του, ήταν ένας κύριος ο οποίος έγινε γιατρός, πέτυχε, έκανε οικογένεια, παιδιά, ασχολήθηκε λίγο με την πολιτική και πέθανε.
Ν.Χ.: Κι ερχόμαστε στην ερώτηση, πώς αφέθηκε να πεθάνει;
Κ.Μ.: Ναι, αυτό που είναι πραγματικό, εγώ το ερμηνεύω μ' έναν τρόπο, γιατί από ένα σημείο και πέρα μόνο ερμηνεία υπάρχει καμμία βεβαιότητα, νομίζω ήτανε πάρα πολύ κουρασμένος. Είχε το μανιάτικο πείσμα, γιατί απ' ό,τι φαίνεται όλοι οι γιατροί του έλεγαν “πάρε αυτό, πάρε αυτό”, αλλά ήτανε κάπως καινούργιο το φάρμακο και δεν ήθελε, αλλά νομίζω ότι ήτανε και πάρα πολύ κουρασμένος από πολλά πράγματα. Αυτή τη γενιά, αυτό που συνέβη με τη Γερμανία τους τσάκισε, γιατί χάσανε τον κόσμο τους. Χάσανε αυτό που τους είχε θρέψει, αυτό από το οποίο θρέφονταν συνεχώς. Δηλαδή δεν το πίστευε ότι συμβαίνει αυτό το πράγμα. Και το '41 ήταν η πιό σκοτεινή εποχή. Δεν υπήρχε φως από πουθενά. Λοιπόν, νομίζω ότι πρέπει να 'τανε συνδυασμός πολλών πραγμάτων, μια παραίτηση τελικά.
Ν.Χ.: Στο βιβλίο σου είναι σαν να υπάρχει ένα υπόγειο ρεύμα που ενώνει τις ζωές και το θάνατο της Πηνελόπης Δέλτα και του Κωνσταντίνου Μ.
Κ.Μ.: Ναι, ναι.
Ν.Χ.: Η θλίψη τους, η χρονια που γεννήθηκαν, η χρονιά του θανάτου τους...
Κ.Μ.; Αυτό μ' άρεσε πάρα πολύ, γιατί το βρήκα ότι είχαν αυτά τα κοινά. Δεν έχω καμμία ένδειξη ότι είχανε μια τέτοια σχέση κοντινή, αλλά σίγουρα ηταν μαζί την Κηφισιά...κι ήταν μια μικρή πόλη τότε, ήταν δύσκολο να μην συναντηθείς... Ίσως ερμηνεύω και τη Δέλτα με έναν τρόπο δικό μου, την ερμηνεύω σαν μια υπέροχη τρελλή, αν και πολλά από αυτά που τη βάζω να λέει υπάρχουν στα Ημερολόγιά της. Την κάνω όμως κι αυτήν μυθιστορηματικό ήρωα. Είναι αυτό που λέω στον επίλογο, “αγγίζω πολλές ζωές”. 

Ν.Χ.: Το “οικογενειακό μυθιστόρημα” τι έλεγε για τον παππού;
Κ.Μ.: Όλοι τον αποκαλούσαν ιατροφιλόσοφο. Είναι μια παλιακή πλέον έκφραση, αλλά έτσι τον έλεγαν.
Ν.Χ.: Ξαναγυρνάω λίγο στον επίλογο του βιβλίου: μήπως είναι μελαγχολικό το σημείωμα στο τέλος;
Κ.Μ.: Εξαρτάται πώς το βλέπει ο καθένας. Μ' αυτό τον επίλογο αισθάνομαι ότι δε χρειάζεται να πω τίποτ' άλλο. Δεν είναι μελαγχολικό, προσπαθώ να εξηγήσω ότι, και κατά τη γνώμη μου τι αισθάνεται ο συγγραφέας δεν αφορά κανέναν, μου δημιουργεί πρόβλημα ότι αγγίζω ζωές. Γιατί είναι ένα είδος παραβίασης, γιατί ο άλλος είναι νεκρός και ανυπεράσπιστος. Κι όσο πιό κοντά είναι αυτός που αγγίζουμε, τόσο υπάρχει ένας διχασμός.
Ν.Χ.: Πώς παίρνεις την απόσταση από τόσο κοντινά πρόσωπα τότε;
Κ.Μ.: Εγώ δεν την παίρνω, αισθάνομαι πολύ άσχημα ώρες-ώρες ότι το έκανα αυτό, κυρίως γιατί η οικογένεια δεν ήθελε τέτοια. Ποτέ. Και ο ίδιος αλλά και ο γιος του ποτέ δεν ήθελαν να δημοσιοποιούμε πράγματα...Βλέπω το όνομά του φαρδιά-πλατιά και αισθάνομαι πολύ άσχημα. Είναι βεέβαιο ότι η οικογένειά μου θα 'ταν μάλλον αντίθετη, κι έχω ένα διχασμό. Και λένε ότι οι συγγραφείς είναι πλάσματα κάπως ανήθικα. Προκειμένου να έχουν την ιστορία, δεν διστάζουν να αγγίξουν ζωές...
Ν.Χ.: Το βιβλίο σου είναι μπεστ-σέλλερ. Πώς αισθάνεσαι;
Κ.Μ.: Χαίρομαι, και ταυτόχρονα μου κάνει εντύπωση. Είναι σαν να βρήκα μια συνταγή, αλλά που δεν τη θέλω. Όλοι θέλουμε να αρέσει αυτό που κάνουμε. Καμμιά φορά αναρωτιέσαι γιατί αρέσει κάτι. Και την απάντηση δεν την έχω. Εξίσου καλά μ' αυτό γράφω και άλλα, ας πούμε, που όμως δεν διαβάζονται το ίδιο. Ή το ίδιο καλά μπορεί να γράψω κι άλλα, που δεν θα 'χουν την ίδια επιτυχία, γιατί μπορεί το θέμα να μην ειναι τόσο ενδαφέρον, ξέρω 'γω. Δεν αισθάνεσια κάτι διαφορετικό πάντως.
Ν.Χ.: Το περίμενες να έχει τόση επιτυχία;
Κ.Μ.: Το περίμενα ότι θα έχει ενδιαφέρον. Γιατί ενώ το έγραφα, εύρισκα ότι ήταν τόσο ενδιαφέροντα κάποια πράγματα που πολύς κόσμος δεν τα ξέρει και σκεφτόμουν ότι θα ενδιαφέρονται. Ας πούμε για τον πάστορα στη Σμύρνη. Είναι πολύ εύκολο ναν το βρει ο οποιοσδήποτε κι όμως δεν το ξέρουν. Κι άλλα τέτοια παραδείγματα υπάρχουν.
Ν.Χ.: Ανεβαίνει ο πήχυς των προσδοκιών τώρα;
Κ.Μ.: Για μένα, πάντα. Πάντα! Η αγωνία είναι τρομερή.
Ν.Χ.: Οι επιρροές σου ποιές είναι γενικότερα και ειδικότερα;
Κ.Μ.: Μ' αρέσουνε πάρα πολύ κάποιοι ξένοι συγγραφείς, αλλά ας πούμε, με βοήθησαν τρομερά οι “Ακυβέρνητες Πολιτείες” του Στρατή Τσίρκα, μιλάω σε κάτι κοντινό με το βιβλίο γιατί τα πάντα μ' αρέσουν, τα βιβλία του Θεοδωρόπουλου, διάβασα πολύ Ξενόπουλο, Παλαμά, Πετσάλη...Το υλικό σου, καθοδηγεί και τη μορφή που θα πάρει. Όταν είχα να ασχοληθώ με μια αστική τάξη του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, χρειάστηκε να βρω τη φωνή τους. Έψαξα να τη βρω διαβάζοντας τέτοια πράγματα. Τα “Ημερολόγια” της Παπαδοπούλου-Μελά, ό,τι αναφέρω στη βιβλιογραφία, είναι βιβλία που με βοήθησαν πολύ.
Ν.Χ.: Και τώρα;
Κ.Μ.: Τώρα διαβάζω άλλα πράγματα, εντελώς. Είμαι σε άλλο σύμπαν, διαβάζω την Ιλιάδα. Δεν ξέρω τι θα βγει απ' αυτό. Ξέρω ότι είμαι ενθουσιασμένη.
Ν.Χ.: Σ' ευχαριστώ.
Κ.Μ.: Κι εγώ.




Thursday, November 9, 2017

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ - ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

Τον Δημοσθένη Παπαδόπουλο τον γνωρίσαμε στον "Τέλος Εποχής", την ταινία που ανέδειξε την νεαρή τότε "rat pack" της Ελλάδας, (κάτι σαν τα "young guns" του Χόλλυγουντ). Τους ηθοποιούς που έφεραν έναν αέρα ανανέωσης με αλλιώτικο παίξιμο και αέρα μπροστά στην κάμερα: φυσικότητα, καμμιά ωραιοποίηση, εκφορά του λόγου με όλη τη δύναμη (και την αδυναμία) της προσωπικής χροιάς. Έσπασαν τους κανόνες και έδειξαν ότι κάτι άλλαζε στην τέχνη του κινηματογράφου στη χώρα. Ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος, με σημαντική καριέρα στην Ελλάδα και το εξωτερικό ξεχώρισε αμέσως και παρέμεινε σταθερά προσηλωμένος στην ποιότητα με όποιο μέσο κι αν ασχολήθηκε.
Φέτος, ο σημαντικός ηθοποιός με την χαρακτηριστική ευγενική φυσιογνωμία, καλλιτέχνης με σημαντική πορεία στο θεάτρο, την τηλεόραση και το θέατρο, με βραβεία στις αποσκευές του, σκηνοθετεί τον "Θείο Βάνια" στο θεάτρο Άνεσις. Μ' αυτήν την ευκαιρία του θέσαμε μερικές ερωτήσεις...


Ερ.: Έχετε παίξει και άλλοτε σε έργο του Τσέχωφ. Τώρα σκηνοθετείτε κιόλας. Τι είναι για σας το πιο γοητευτικό στοιχείο στα έργα του;
Δ.Π.: Το κωμικοτραγικό. Τα πρόσωπα στα έργα του ακόμα και στις πιο τραγικές στιγμές τους αγγίζουν την γελοιότητα. Ακριβώς όπως και στην ζωή. Γι΄ αυτό και τα έργα του Τσέχωφ μιλούν συναισθηματικά άμεσα στον θεατή. 

Ερ.: Πώς προσεγγίζετε σκηνοθετικά τον θείο Βάνια, αυτό το “χρονικό” των διαψευσμένων ελπιδων;

Δ.Π.: Τονίζω ακριβώς αυτό το στοιχείο. Το τραγικό που την ίδια ακριβώς στιγμή είναι κωμικό. Γελοίο. Και αυτός ο συνδυασμός βγάζει μία περίεργη ποίηση. Όπως όταν βλέπεις στον δρόμο μία πλαστική σακούλα που την παίρνει ο αέρας και αυτό είναι μία εικόνα βρώμικη αλλά την ίδια στιγμή και ποιητική.

Ερ.: Η γενιά σας έζησε σκληρές διαψεύσεις; Αν ναι, σε ποιά σημεία;

           Δ.Π.: Η διάψευση είναι κι αυτή κομμάτι της πορείας κάθε ανθρώπου και κάθε γενιάς. Είναι αναπόφευκτη.   Διάψευση ονείρων, πατρίδας, πολιτικής, φιλίας, έρωτα. Σε όλους τους τομείς περνάς και ίσως πρέπει να περνάς διαψεύσεις. Το θέμα είναι να κερδίζεις από αυτές.

Ερ.: Η αποδοχή ή η συνειδητοποίηση διαψεύσεων ζωής συχνά συνοδεύονται από ωριμότητα αλλά και μεγάλο πόνο. Πώς αποφεύγει κανείς την απελπισία όταν φτάσει σε τέτοιο σημείο;

Δ.Π.: Με το να συνειδητοποιείς ακριβώς ότι η διάψευση είναι κάτι αναπόφευκτο. Κάτι χρήσιμο. Ο Βάνιας φτάνει στην απελπισία γιατί δεν έχει συνειδητοποιήσει την αναγκαιότητα της διάψευσης.


Ερ.: Πώς χειριστήκατε το θέμα της απελπισίας στον θείο Βάνια;

Δ.Π.: Ο Βάνιας είναι ένα παιδί. Ένας κλόουν. Ένας γελοίος κλόουν. Αλλά και όλοι είναι εν δυνάμει κλόουν. Γελοία εγωιστικά πρόσωπα. Αλλά άθελά τους. Σαν μικρά κακομαθημένα παιδιά. Φτάνουν στην απελπισία γιατί είναι ανώριμοι. Αλλά την ίδια στιγμή τους αγαπάς. Ακριβώς γιατί είναι παιδιά. Γιατί έχουν αδυναμίες. Είναι μόνοι και αβοήθητοι. Η απελπισία στον Βάνια έχει μια κωμικοτραγική παιδικότητα. Κάτι αθώο και εγωιστικό.

Ερ: Οι γυναίκες και οι άνδρες παρουσιάζονται να ερωτεύονται διαφορετικά και να ζητούν διαφορετικά πράγματα στο έργο. Συμφωνείτε πως έτσι συμβαίνει; Έχουμε δηλαδή θεμελιώδεις διαφορές ως φύλα [-πέραν των προφανών της βιολογίας];

Δ.Π.: Οι άντρες αφήνονται σαν παιδιά στον έρωτα. Βουτάνε με μακροβούτια. Οι γυναίκες θέλουν τα «μπρατσάκια» τους. Θέλουν να έχουν κάποια ασφάλεια. Και στον Τσέχωφ και στην ζωή. Αλλά επί της ουσίας αποζητούν το ίδιο πράγμα. Στήριγμα. Απλά η διαδικασία τους είναι διαφορετική.

 Ερ.: Η Ελένα Σερεμπριάκοβα, η σύζυγος του καθηγητή, δίνει μεγάλη σημασία στην ηθική έστω κι αν δεν αγαπά το σύζυγό της, έστω κι αν το παραδέχεται ανοιχτά. Ποιά είναι αυτή η ηθική στην οποία -“πρέπει να”- υπακούει το γυναικείο φύλο

Δ.Π.: Επί της ουσίας καμία. Απλά η γυναίκα έχει διάφορα κόμπλεξ που η κοινωνία της έχει φορτώσει. Η γυναίκα πολλές φορές έχει το κόμπλεξ μην θεωρηθεί ανήθικη. Ενώ στο αντρικό φύλο δεν ισχύει το ίδιο. Αλλά αυτό έχει τις καταβολές του από πολύ παλιά. Όταν η γυναίκα ήταν καταπιεσμένη. Όταν υπήρχε η ανισότητα των φύλων. Και σήμερα ακόμα θα μπορούσαμε να μιλάμε για ανισότητα των φύλων ακριβώς επειδή η γυναίκα έχει ακόμα αυτό το κόμπλεξ, ως κατάλοιπο από το παρελθόν.

Ερ.: Οι ήρωες του έργου μοιάζουν δυσαρεστημένοι, απελπισμένοι..Είναι δυνατόν να βρούμε την ευτυχία;

Δ.Π.: Αν δεν υπήρχε δυστυχία, δεν θα αναγνωρίζαμε την ευτυχία. Αυτά τα δύο πάνε μαζί και αλληλοσυμπληρώνονται.

Ερ.: Η “βεβαιότητα των ημερών” που θα κυλίσουν απαράλλακτα είναι πιό παρηγορητικές μέσα στην ανία τους, ή η προπάθεια να αλλάξει κανείς και να δικεδικήσει την ευτυχία έστω κι αν τσακιστεί είναι πιό σημαντικό; [ή τίποτα απ' τα δύο;]

Δ.Π.: Η πάλη για ένα καλύτερο αύριο είναι σίγουρα κάτι καλό. Όταν υπάρχει κίνηση, το σώμα είναι ζωντανό. Αλλά η διάψευση είναι κι αυτή μέρος του παιχνιδιού. Είναι κάτι χρήσιμο και απαραίτητο. Όσοι οδηγούνται στην απελπισία είναι αυτοί που δεν έχουν συνειδητοποιήσει ότι η διάψευση είναι εποικοδομητική και κάποιες φορές ως και απαραίτητη.

Ερ.: Η γενιά σας τι έφερε στην τέχνη, στο θέατρο, το σινεμά σ' αυτή τη χώρα;

Δ.Π.: Νομίζω δεν έφερε τίποτα. Αλλά δεν φταίει η γενιά μας. Περνάμε μία περίοδο γκρίζα. Δεν υπάρχει πίστη. Και χωρίς πίστη δεν συμβαίνει τίποτα. Ειδικά στην τέχνη. Περί θέματος πίστης μιλάει ο Τσέχωφ και στον «Γλάρο». Ένα έργο που μιλάει την ίδια στιγμή για την τέχνη και την ζωή. Πίστη δεν πρέπει να έχουν μόνο οι καλλιτέχνες Αλλά και το κοινό. 

Ερ.: Εσείς τι θέλετε να αλλάξετε αν μπορέσετε;

Δ.Π.: Τίποτα δεν θέλω να αλλάξω.

Ερ.: Ποιός είναι ο σημαντικότερος ρόλος σας ως τώρα και ποιόν ονειρεύεστε για το μέλλον;

Δ.Π.: Υπήρξα πολύ τυχερός και σε ρόλους και σε συνεργασίες αλλά και σε εμπειρίες. Δεν ονειρεύομαι συγκεκριμένα πράγματα. Με ενδιαφέρει η ψυχική μου ισορροπία περισσότερο από το θέατρο.

Ερ.: Τι σας έδωσε η παραμονή στο εξωτερικό, και τι μπορείτε να κρατήσετε απ' αυτά στην καθημερινότητά σας και την επαγγελματική σας πρακτική;

Δ.Π.: Έγινα πιο «ανοικτός». Καταλαβαίνω περισσότερο τους άλλους. Μπαίνω ευκολότερα στην θέση τους.

Ερ.: Τα μελλοντικά σας σχέδια.

Δ.Π.: Όταν τελειώσει και η επόμενη σκηνοθεσία μου στο ΚΘΒΕ να πάω για λίγες μέρες στην Νάξο.


photos c Patroklos Skafidas
 
Πρεμιέρα 14 Νοεμβρίου

Η ταυτότητα της παράστασης:
Μετάφραση – Δραματουργική Επεξεργασία
Φωτισμοί-Μουσική επιμέλεια: Δημοσθένης Παπαδόπουλος
Σκηνικά: Σταύρος Λίτινας
Κοστούμια: Ηλένια Δουλαδίρη
Βοηθός σκηνοθέτη: Στεφανία Βλάχου
Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφιδάς

Παίζουν: Δημοσθένης Παπαδόπουλος, Θάλεια Ματίκα, Βασίλης Μπισμπίκης, Σοφία Πανάγου, Θεόδωρος Κανδηλιώτης , Δημήτρης Διακοσάββας, Δημήτρης Καπετανάκος, Μάνος Καζαμίας.
INFO
ΗΜΕΡΕΣ & ΩΡΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ
Από τις 14 Νοεμβρίου : Δευτέρα & Τρίτη στις 21.00
ΤΙΜΕΣ
17 ευρώ γενική είσοδος, 14 ευρώ (φοιτητές, δάσκαλοι, καθηγητές και άνω των 65), 10 ευρώ (Κάτοχοι κάρτας ΟΑΕΔ).
Προσφορά προπώλησης μόνο μέσω Viva.gr με 10 ευρώ που θα ισχύει μέχρι και την παραμονή της πρεμιέρας (13-11-17)
Προπώληση εισιτηρίων
Στο ταμείο του θεάτρου ΑΝΕΣΙΣ, Λ. Κηφισίας 14, Αμπελόκηποι, Τηλ.2107488881-2, στο Viva.gr ( τηλέφωνο κρατήσεων 11876), στο κατάστημα Viva (The Mall Athens) και στο VivaWallet Mobile App, στα καταστήματα Seven Spots, στα Reload Stores, στα καταστήματα Media Markt και στο tickets.mediamarkt.gr, στα βιβλιοπωλεία Ευριπίδης, στην Τεχνόπολη Δήμου Αθηναίων, στο αθηνόραμα.gr και στο Viva kiosk Συντάγματος.
Βρείτε αναλυτικά τα 300+ σημεία προπώλησης στο Viva: www.vivapayments.com/el-gr/network

Περισσότερα για το Άνεσις»
SITE: http://theatroanesis.gr/
FB: https://web.facebook.com/theatroanesis/?fref=ts