Thursday, November 16, 2017

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ - ΚΑΡΟΛΙΝΑ ΜΕΡΜΗΓΚΑ

Συνέντευξη της Καρολίνας Μέρμηγκα, για το βιβλίο της "Ο Έλληνας Γιατρός", εκδόσεις Μελάνι. 

Τηλεφώνημα από τον πατέρα μου. Μετά τα καθημερινά, με ενθουσιασμένη φωνή μου λέει: -Διαβάζω ένα καινούργιο βιβλίο, μόλις κυκλοφόρησε. “Ο Έλληνας Γιατρός”, της Καρολίνας Μέρμηγκα. Γράφει για τον παππού της. Πολύ συγκινητικό, ξέρεις, ιατρικά, ιστορικά...Πολύ ωραίο βιβλίο, πρέπει να το διαβάσεις, εγώ το διάβασα δύο φορές, το τελείωσα αμέσως. Σου λέω, πρέπει να το διαβασεις οπωσδήποτε, θα ενθουσιαστείς! -Ωραία, μόλις τελειώσω... -Όχι, όχι, σου λέω! Αξίζει! Στο στέλνω, κάτσε να το διαβάσεις θα ευχαριστηθείς πολύ, γράφει πολύ ωραία. Στο στέλνω απόψε κιόλας.
Αμ' έπος άμ' έργον, και βρέθηκα να διαβάζω τον “Έλληνα Γιατρό” της Καρολίνας Μέρμηγκα (εκδόσεις Μελάνι). Και το τελείωσα κι εγώ σε τρία βράδια. Εκτός από θηριώδης δουλειά από την άποψη της ιστορικής τεκμηρίωσης, ήταν και ωραία λογοτεχνία, απ' αυτήν που σου ζεσταίνει την καρδιά και κοντεύουμε να ξεχάσουμε ότι υπάρχει. Έτσι, θέλησα να μιλήσω με τη συγγραφέα, θαυμάζοντας το αποτέλεσμα, το βιβλίο της, αλλά και τη θέληση πίσω από ένα τέτοιο ιστόρημα... 



Ν.Χ.: Πραγματικά δεν ξέρω από πού να αρχίσω και τι να πρωτορωτήσω, αλλά ας ξεκινήσουμε από το αν βρήκες δυσκολίες κάποια στιγμή γράφοντας τον “Έλληνα Γιατρό”.
Κ.Μ.: Ναι, κάποια στιγμή δίστασα πολύ και σταμάτησα μεταξύ τρίτου και τέταρτου μέρους, εκεί που τελειώνει δηλαδή η Μικρασιατική [Καταστροφή] και η εκτέλεση των έξ, μετά από αυτό το σημείο, εκεί που θα 'πρεπε να μπω σε μια πιό μοντέρνα ας πούμε περίοδο, για κάποιο λόγο είχα μεγάλη δυσκολία. Και μετά κατάλαβα ότι ίσως αυτή η δυσκολία υπήρχε σε μένα, γιατί υπήρξε και στην Ιστορία. Μετά την Καταστροφή εκεί υπήρξε ένα κενό, και νομίζω ότι υπάρχει ακόμα.
Ν.Χ.: Αυτά όλα που χρησιμοποίησες ήταν αρχεία...δηλαδή πήγαινες την ημέρα στις Βιβλιοθήκες; Είχες και δικό σου υλικό;
Κ.Μ.: Πώς ξεκίνησε...λοιπόν κοίτα, εγώ δεν είχα καμμία όρεξη να γράψω για τον παππού μου. Δεν ήταν αυτό το θέμα μου. Και το λέω γιατί φυσικά τώρα όλοι ρωτάνε για τον παππού. Το καταλαβαίνω...Είναι το πρώτο πράγμα που ρωτάνε και το γράφουν κιόλας στιάζοντας σ' αυτό. Το 'χω συνηθίσει τώρα, στην αρχή με σοκάριζε όλο αυτό, οι συζητήσεις για τον Κωνσταντίνο Μέρμηγκα κλπ. Δεν ήταν αυτό το θέμα μου. Είχα υλικό! Υλικό ενός ανθρώπου, του οποίου η ζωή...
Ν.Χ.: Έγραφε κιόλας, έτσι δεν είναι;
Κ.Μ.: Ναι, και πολλά γραπτά υπήρχαν, αλλά όπως ξεκίνησα να σου λέω, η ζωή του διαπέρασε πολλά γεγονότα όντας ο ίδιος παρών. Γιατί έτυχε να είναι η ζωή του αυτή. Οπότε είχα κάποιο υλικό...είχα τέτοια έγγραφα, γιατί ήτανε με τη βασιλική οικογένεια γιατρός, κι αυτή την ιστορία με τον Αλέξανδρο που αφηγούμαι είναι αληθινή, ασχολήθηκε με την πολιτική, Βενιζέλο και μετά, η ιστορία της Δημαρχίας...Πολλά γεγονότα. Παράλληλα εκείνη την εποχή, γράφανε πάρα πολύ. Οι γιατροί δεν ήσαν πάρα πολλοί, ήτανε 15 γιατροί, όλοι ασχολιόντουσαν με τα κοινά. Έπειτα, ήτανε σ' όλους τους πολέμους...Επομένως το 'χα έτοιμο. Εμένα μ' ενδιέφερε να γράψω μυθιστόρημα όχι βιογραφία ή ας πούμε κάποιοι μου είπαν ότι είναι Χρονικό. Η πρόθεσή μου, ήταν μυθιστόρημα. Οπότε είχα υλικό για ένα μυθιστόρημα.
Ν.Χ.: Σε τι είδος ανήκει το βιβλίο τελικά;
Κ.Μ.: Μυθιστόρημα.
Ν.Χ.: Δεν ξέρω αν είναι τόσο ξεκάθαρο αυτό..Διαβάζοντάς το είναι γραμμένο σαν μυθιστόρημα, αλλά δεν μοιάζει μυθιστόρημα...Δεν ξέρω, οι προσθήκες από κάτω, το ιστορικό πλαίσιο που είναι τόσο αυθεντικό...Μου πάει για κάποιο λόγο ως μοντέρνα ιστοριογραφία..
Κ.Μ.: Κοίτα...οι Αγγλοσάξωνες έχουν μεγάλη παράδοση σ' αυτό. Εμείς δεν έχουμε, κι ίσως αυτό μας δημιουργεί αυτή την αμηχανία. Στην Αμερική και στην Αγγλία, και στη Γαλλία θα 'λεγα, απλώς δεν έχω τόση οικειότητα, έχουν γραφτεί άπειρα τέτοια. Που τα λένε αν θες και ιστορικά μυθιστηρήματα, αλλά η έμφαση για μένα, είναι στο μυθιστόρημα. Διότι αυτό που εγώ προσπαθώ να διαπραγματευτώ εδώ, είναι το ανθρώπινο ενός ανθρώπου. Δηλαδή δεν είναι η ιστορια ενός ανθρώπου, είναι το ανθρώπινο που υπάρχει μέσα στην ιστορία του. Κι επομένως μ' ενδιαφέρει η ιστορία του, τα προβλήματα που είχε...δηλαδή, παίζω και με τον μύθο του Φάουστ πάρα πολύ...
Ν.Χ.: Διατρέχει όλο το βιβλίο ο “Φάουστ”...
Κ.Μ.: Πολύ. Το πιό ενδιαφέρον γι' αυτόν τον “ήρωα”, που τυχαίνει να βασίζεται σ' ένα πρόσωπο υπαρκτό, είναι πως είναι ένας γιατρός, που όλη του τη ζωή τον απασχολεί τρομερά ο μύθος του Φάουστ. Δηλαδή, όλες του οι βιβλιοθήκες, είναι γεμάτες με μεταφράσεις και πρωτότυπα έργα, το μετέφρασε και ο ίδιος έμμετρα, και ξέρουμε ότι δεν είναι καθόλου απλό, το οποίο δείχνει μια αγωνία. Κι επειδή ήταν τρομερά πετυχημένος, περιγράφω κάποιον που ήταν τρομερά πετυχημένος, αλλά όμως τι ήταν αυτή η επιτυχία, τι αγωνία του δημιούργησε, τι αντίτιμο είχε...Όλα αυτά για μένα, λοιπόν, είναι υλικό μυθιστορήματος, το οποίο γίνεται ενώ το ντεκόρ παράλληλα είναι η Ιστορία -με γιώτα κεφαλαίο- που και η ίδια έχει μυθιστορηματικές διαστάσεις. Γιατί βλέπεις ότι σε ορισμένα σημεία που σκαλώνω, είναι γιατί κι εγώ η ίδια έμενα με το στόμα ανοιχτό. Οπότε εκεί η ίδια η Ιστορία παίζει ρόλο στο μυθιστόρημα. Είναι σε ορισμένα σημεία που συμβαίνει αυτό.
Ν.Χ.: Οπότε πώς ξεκίνησες να το γράφεις;
Κ.Μ.: Ότι ήθελα να γράψω ένα μυθιστόρημα, αυτό ίσχυε, ήταν στη σκέψη μου.
Ν.Χ.: Να συμπληρώσω ότι είναι και τεράστια δουλειά...
Κ.Μ.: Ναι, είναι πάρα πολύ μεγάλη δουλειά, αλλά αυτό δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Ο καθένας όταν γράφει...έχουμε όλοι τις παραξενιές μας. Εγώ ας πούμε, μπορεί να πέρασα τρεις μέρες για να βγάλω άκρη αν τη μέρα που μίλησε ο Βενιζέλος στο Σύνταγμα είχε καύσωνα ή έβρεχε, γιατί οι μισοί λέγανε ότι είχε καύσωνα και οι μισοί ότι έβρεχε. Ποιός νοιάζεται; Εμένα όμως με ένοιαζε. Είναι ένα παιχνίδι. Ή ξέρω 'γω όταν περιγράφω την Πηνελόπη Δέλτα στην Κηφισιά, εγώ δεν έχω στοιχεία ότι συναντήθηκαν με τον ήρωα, έχω όμως στοιεία ότι ήτανε την περίοδο εκείνη στην Κηφησιά, ένώ ήτανε το μνημόσυνο του Δραγούμη κλπ. Αυτό είναι ένα κέντημα που κάνεις πάνω στον καμβά, γιατί τον θες αληθινό τον καμβά. Αυτό είναι το όλο θέμα. Πρέπει να υπάρχει μια συνέπεια γιατί είναι στρώματα αυτά, δηλαδή έχεις ένα χαλί που πρέπει να 'ναι όσο γίνεται πιό σφιχτό, πιό στέρεο.
Ν.Χ.: Υπήρχε κάπου ένας “εσωτερικός διάλογος” με τον παππού σου και στράφηκες στο μυθιστόρημα;
Κ.Μ.: Στράφηκα γιατί αυτό με ενδιέφερε πιά, ξέρεις μας πιάνει κάτι και μας κολλάει, μας ενδιαφέρει. Όσο για τον διάλογο που λες, πάντα υπήρχε. Πάντα! Υπήρχε γιατί μεγάλωσα χωρίς να τον γνωρίσω, οπότε πάντα υπήρχε. Αλλά κι άλλα πράγματα μ' ενδιαφέρουν. Θα σου πω ένα παράδειγμα, που μ' απασχολεί αυτή την εποχή. Επειδή αυτό το βιβλίο είχε ενδιαφέρον για πολύ κόσμο μου λένε τώρα γράψε κι άλλα τέτοια. Κι έχω ιστορίες τέτοιες. Εμένα όμως δεν μ' ενδιαφέρει πιά αυτή τη στιγμή. Τώρα θέλω να γράψω κάτι άλλο. Το “μ' ενδιαφέρει”, δεν είναι αυτιστικό, το λέω γιατί υπάρχει ένας κύκλος που τελειώνει. Το πώς μπήκα, πώς μπαίνει κανείς σε μια κατάσταση...Νομίζω είχα εικόνες στο μυαλό μου για το πώς μπορούσε να είναι η Ελλάδα τότε. Το οποίο, νομίζω οτι είναι κι ένας απ' τους λόγους που ενδιαφέρει αυτούς που το διαβάζουν το βιβλίο, ότι έχουμε μπει πολλοί από 'μας σε ένα κενό...υπάρχει το θέμα της ταυτότητας που μας βασανίζει πάρα πολύ, όλοι έχουμε μια τάση ν' αναρωτιόμαστε, να κοιτάμε λίγο προς τα πίσω, και εν προκειμένω, στο βιβλίο, είναι μια αστική Ελλάδα, ή μάλλον μια αστική πρωτεύουσα. Το οποίο ενδιαφέρει κάποιους, γιατί έχει πολλές ομοιότητες και πολλές διαφορές με τώρα. Αυτά μ' ενδιαφέρουν και μένα. 

Ν.Χ.: Με τους Μαρατζίδη, Καλύβα και άλλους, ξεκίνησε μια “πορεία προς τα πίσω” που καταρρίπτει πολλά στερεότυπα της ιστοριογραφίας, επίτρεψέ μου τον όρο, όπως την ξέραμε, και βεβαίως καταρρίπτοντας εν πολλοίς το αριστερό αφήγημα με ορισμένη προοπτική και επιλεκτική αφήγηση γεγονότων. Νομίζω λοιπόν, ότι το βιβλίο σου, το μυθιστόρημά σου, εφόσον έτσι το θέλεις, καλύπτει την αστική αφήγηση, την αποενοχοποιημένη αστική ιστορία. Καλύπτει λοιπόν το βιβλίο σου ίσως και αυτή την επιθυμία του κοινού να ξανα-ανακαλύψει την Ιστορία, την ιστορία του...
Κ.Μ.: Κοίταξε, εγώ δεν θα μπορούσα να γράψω και κάτι άλλο. Γιατί εμένα, όχι μόνο οι εμπειρίες και τα βιώματα, αλλά αν θες κι αυτό που κληρονομείται είναι αυτό, και καταρχήν με γοητεύει το αστικό μυθιστόρημα. Έτσι μεγάλωσα εγώ και αυτό μ' αρέσει. Αυτό μπορώ να κάνω. Στην πραγματικότητα περί αυτού πρόκειται. Δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι άλλο. Δυστυχώς γίνεται ο διαχωρισμός του αστικού και μη-αστικού, που εδώ στην Ελλάδα έχει πάρει σχεδόν πολεμική διάσταση, ενώ δε χρειάζεται. Είναι αλήθεια, ότι όταν γράφεις για μια αστική τάξη, δεν γραφεις για πολλά άλλα πράγματα που γινόντουσαν παράλληλα. Τα αγγίζω ελάχιστα. Γι' αυτό και επιμένω ότι είναι μυθιστόρημα. Είναι η ματιά μου. Έχει μεγάλη σημασία αυτό, γιατί ξέρεις πόσο συχνά με ρωτάνε τώρα και ερωτήσεις που θα πρέπει να απαντήσει ένας ιστορικός και δεν μπορώ να το κάνω εγώ αυτό...Είναι αλήθεια τα γεγονότα που γράφω αλλά δεν είναι μόνο αυτά. Εγώ επιλέγω. Η επιλογή έχει μια μεροληψία και ενδεχομένως μια αδικία. Και βλέπω ότι ακόμα και σε απλά θέματα, ή μάλλον παλιά θέματα όχι απλά, ας πούμε ο Διχασμός, Βενιζέλος-Κωνσταντίνος: έχουν περάσει τόσα χρόνια, κι όμως υπάρχει ακόμη απίστευτη πολεμική. Και στο προκείμενο φαίνεται νομίζω, ότι δεν παίρνω θέση. Δεν υπάρχει θέμα για μένα να πάρω θέση, αλλά και πάλι, πόσο επικίνδυνο μπορεί να είναι να γράψεις κάτι παραπάνω και να νομίζει ο άλλος ότι έχεις πάρει θέση.
Ν.Χ.: Αγγίζεις θέματα πάρα πολύ δύσκολα αλλά και εξαιρετικά ενδιαφέροντα, οπως ο Διχασμός, ή το θέμα του Αλέξανδρου. Μικρασιατική καταστροφή, ευθύνες του Ελληνικού κράτους... Ενδιαφέρουν εξαιρετικά τον αναγνώστη αυτα τα δύσκολα σημεία της νεότερης Ιστορίας.
Κ.Μ.: Να σου πω κάτι αστείο αλλά αληθινό; Αν ο παππούς μου, δηλαδή ο ήρωάς μου, δεν είχε πεθάνει το '41, δεν ξέρω αν θα μπορούσα να το κάνω. Αυτό που ακολούθησε μετά, εγώ δεν θα μπορούσα να το αντιμετωπίσω. Δεν έχω το σθένος. Και το λέω σε όλους γελώντας, “είμαι τυχερή: το '41 μπόρεσα να σταματήσω.” Το γράφω κάπου, ότι κι αυτός [ο Κωνσταντίνος Μ.] και οι άλλοι γύρω του, “αισθάνονται ότι κάτι έρχεται, το οποίο θα αλλάξει τα πάντα”, αλλά εγώ δεν ήθελα να πιάσω κάτι τετοιο. Και δεν θέλω. Αυτή την καυτή πατάτα...δεν είμαι γενναίος άνθρωπος.
Ν.Χ.: Τα πρακτικά θέματα της συγγραφής ενός τόσο εκτενούς ιστορικού μυθιστορήματος; Πώς έβαλες τάξη σε τόσο υλικό;
Κ.Μ.: Με βοήθησαν καταρχήν οι διαλέξεις του Λιβάνιου στην Πύρνα, γιατί μου ξεκαθάρισαν κάποια πράγματα. Όσο για την τάξη που λες, είναι μπακαλίστικο και πολύ απλό: πήρα ένα-ένα τα χρόνια της ζωής του ήρωα, να σου πω ότι μου πήρε τρία χρόνια η συγγραφή του βιβλίου, και για κάθε χρονιά έγραφα τα ιστορικά γεγονότα. Έφτιαξα λοιπόν το ντεκόρ και ήξερα πού βρίσκεται, πού πατάει και τι βλέπει. Από 'κει και πέρα διαλέγω ό,τι θέλω γιατί και το μυθιστόρημα σε πάει και μόνο του. Μόλις μπεις σε πάει σχετικά εύκολα, αλλά του φτιάχνεις τον κόσμο του. Τι βλέπει, τι ακούει, τι του συμβαίνει. Σχεδόν τι μυρίζει, σχεδόν τι καιρό κάνει, αυτό που σου 'λεγα για τον Βενιζέλο στο Σύνταγμα. Δεν είναι τόσο δύσκολο όσο ακούγεται, δηλαδή είναι μπακαλίστικο.
Ν.Χ.: Το βιβλίο σου νομίζω έχει και σασπένς...
Κ.Μ.: Δεν το 'χα προσέξει, χαίρομαι...
Ν.Χ.: Δεν υπάρχει σε κάθε βήμα του ήρωα η βεβαιότητα για το επόμενο, υπάρχει αγωνία. Ίσως φταίει και η γειτνίαση με τον Φάουστ. Δεν ήταν ήσυχος ο ήρωας.
Κ.Μ.: Δεν ξέρω...προσπάθησα πάντως να έχει και χιούμορ. Για το ήσυχος, συμφωνώ. Αλλά οποιονδήποτε άνθρωπο κι αν πάρουμε, καμμία ζωή δεν είναι τακτική. Έχω απόλυτη πεποίθηση γι' αυτό. Γιατί με έναν άλλο τρόπο αν πεις την ιστορά του, ήταν ένας κύριος ο οποίος έγινε γιατρός, πέτυχε, έκανε οικογένεια, παιδιά, ασχολήθηκε λίγο με την πολιτική και πέθανε.
Ν.Χ.: Κι ερχόμαστε στην ερώτηση, πώς αφέθηκε να πεθάνει;
Κ.Μ.: Ναι, αυτό που είναι πραγματικό, εγώ το ερμηνεύω μ' έναν τρόπο, γιατί από ένα σημείο και πέρα μόνο ερμηνεία υπάρχει καμμία βεβαιότητα, νομίζω ήτανε πάρα πολύ κουρασμένος. Είχε το μανιάτικο πείσμα, γιατί απ' ό,τι φαίνεται όλοι οι γιατροί του έλεγαν “πάρε αυτό, πάρε αυτό”, αλλά ήτανε κάπως καινούργιο το φάρμακο και δεν ήθελε, αλλά νομίζω ότι ήτανε και πάρα πολύ κουρασμένος από πολλά πράγματα. Αυτή τη γενιά, αυτό που συνέβη με τη Γερμανία τους τσάκισε, γιατί χάσανε τον κόσμο τους. Χάσανε αυτό που τους είχε θρέψει, αυτό από το οποίο θρέφονταν συνεχώς. Δηλαδή δεν το πίστευε ότι συμβαίνει αυτό το πράγμα. Και το '41 ήταν η πιό σκοτεινή εποχή. Δεν υπήρχε φως από πουθενά. Λοιπόν, νομίζω ότι πρέπει να 'τανε συνδυασμός πολλών πραγμάτων, μια παραίτηση τελικά.
Ν.Χ.: Στο βιβλίο σου είναι σαν να υπάρχει ένα υπόγειο ρεύμα που ενώνει τις ζωές και το θάνατο της Πηνελόπης Δέλτα και του Κωνσταντίνου Μ.
Κ.Μ.: Ναι, ναι.
Ν.Χ.: Η θλίψη τους, η χρονια που γεννήθηκαν, η χρονιά του θανάτου τους...
Κ.Μ.; Αυτό μ' άρεσε πάρα πολύ, γιατί το βρήκα ότι είχαν αυτά τα κοινά. Δεν έχω καμμία ένδειξη ότι είχανε μια τέτοια σχέση κοντινή, αλλά σίγουρα ηταν μαζί την Κηφισιά...κι ήταν μια μικρή πόλη τότε, ήταν δύσκολο να μην συναντηθείς... Ίσως ερμηνεύω και τη Δέλτα με έναν τρόπο δικό μου, την ερμηνεύω σαν μια υπέροχη τρελλή, αν και πολλά από αυτά που τη βάζω να λέει υπάρχουν στα Ημερολόγιά της. Την κάνω όμως κι αυτήν μυθιστορηματικό ήρωα. Είναι αυτό που λέω στον επίλογο, “αγγίζω πολλές ζωές”. 

Ν.Χ.: Το “οικογενειακό μυθιστόρημα” τι έλεγε για τον παππού;
Κ.Μ.: Όλοι τον αποκαλούσαν ιατροφιλόσοφο. Είναι μια παλιακή πλέον έκφραση, αλλά έτσι τον έλεγαν.
Ν.Χ.: Ξαναγυρνάω λίγο στον επίλογο του βιβλίου: μήπως είναι μελαγχολικό το σημείωμα στο τέλος;
Κ.Μ.: Εξαρτάται πώς το βλέπει ο καθένας. Μ' αυτό τον επίλογο αισθάνομαι ότι δε χρειάζεται να πω τίποτ' άλλο. Δεν είναι μελαγχολικό, προσπαθώ να εξηγήσω ότι, και κατά τη γνώμη μου τι αισθάνεται ο συγγραφέας δεν αφορά κανέναν, μου δημιουργεί πρόβλημα ότι αγγίζω ζωές. Γιατί είναι ένα είδος παραβίασης, γιατί ο άλλος είναι νεκρός και ανυπεράσπιστος. Κι όσο πιό κοντά είναι αυτός που αγγίζουμε, τόσο υπάρχει ένας διχασμός.
Ν.Χ.: Πώς παίρνεις την απόσταση από τόσο κοντινά πρόσωπα τότε;
Κ.Μ.: Εγώ δεν την παίρνω, αισθάνομαι πολύ άσχημα ώρες-ώρες ότι το έκανα αυτό, κυρίως γιατί η οικογένεια δεν ήθελε τέτοια. Ποτέ. Και ο ίδιος αλλά και ο γιος του ποτέ δεν ήθελαν να δημοσιοποιούμε πράγματα...Βλέπω το όνομά του φαρδιά-πλατιά και αισθάνομαι πολύ άσχημα. Είναι βεέβαιο ότι η οικογένειά μου θα 'ταν μάλλον αντίθετη, κι έχω ένα διχασμό. Και λένε ότι οι συγγραφείς είναι πλάσματα κάπως ανήθικα. Προκειμένου να έχουν την ιστορία, δεν διστάζουν να αγγίξουν ζωές...
Ν.Χ.: Το βιβλίο σου είναι μπεστ-σέλλερ. Πώς αισθάνεσαι;
Κ.Μ.: Χαίρομαι, και ταυτόχρονα μου κάνει εντύπωση. Είναι σαν να βρήκα μια συνταγή, αλλά που δεν τη θέλω. Όλοι θέλουμε να αρέσει αυτό που κάνουμε. Καμμιά φορά αναρωτιέσαι γιατί αρέσει κάτι. Και την απάντηση δεν την έχω. Εξίσου καλά μ' αυτό γράφω και άλλα, ας πούμε, που όμως δεν διαβάζονται το ίδιο. Ή το ίδιο καλά μπορεί να γράψω κι άλλα, που δεν θα 'χουν την ίδια επιτυχία, γιατί μπορεί το θέμα να μην ειναι τόσο ενδαφέρον, ξέρω 'γω. Δεν αισθάνεσια κάτι διαφορετικό πάντως.
Ν.Χ.: Το περίμενες να έχει τόση επιτυχία;
Κ.Μ.: Το περίμενα ότι θα έχει ενδιαφέρον. Γιατί ενώ το έγραφα, εύρισκα ότι ήταν τόσο ενδιαφέροντα κάποια πράγματα που πολύς κόσμος δεν τα ξέρει και σκεφτόμουν ότι θα ενδιαφέρονται. Ας πούμε για τον πάστορα στη Σμύρνη. Είναι πολύ εύκολο ναν το βρει ο οποιοσδήποτε κι όμως δεν το ξέρουν. Κι άλλα τέτοια παραδείγματα υπάρχουν.
Ν.Χ.: Ανεβαίνει ο πήχυς των προσδοκιών τώρα;
Κ.Μ.: Για μένα, πάντα. Πάντα! Η αγωνία είναι τρομερή.
Ν.Χ.: Οι επιρροές σου ποιές είναι γενικότερα και ειδικότερα;
Κ.Μ.: Μ' αρέσουνε πάρα πολύ κάποιοι ξένοι συγγραφείς, αλλά ας πούμε, με βοήθησαν τρομερά οι “Ακυβέρνητες Πολιτείες” του Στρατή Τσίρκα, μιλάω σε κάτι κοντινό με το βιβλίο γιατί τα πάντα μ' αρέσουν, τα βιβλία του Θεοδωρόπουλου, διάβασα πολύ Ξενόπουλο, Παλαμά, Πετσάλη...Το υλικό σου, καθοδηγεί και τη μορφή που θα πάρει. Όταν είχα να ασχοληθώ με μια αστική τάξη του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, χρειάστηκε να βρω τη φωνή τους. Έψαξα να τη βρω διαβάζοντας τέτοια πράγματα. Τα “Ημερολόγια” της Παπαδοπούλου-Μελά, ό,τι αναφέρω στη βιβλιογραφία, είναι βιβλία που με βοήθησαν πολύ.
Ν.Χ.: Και τώρα;
Κ.Μ.: Τώρα διαβάζω άλλα πράγματα, εντελώς. Είμαι σε άλλο σύμπαν, διαβάζω την Ιλιάδα. Δεν ξέρω τι θα βγει απ' αυτό. Ξέρω ότι είμαι ενθουσιασμένη.
Ν.Χ.: Σ' ευχαριστώ.
Κ.Μ.: Κι εγώ.




No comments:

Post a Comment