Friday, November 23, 2012

LUTZ FOERSTER Interview



Ξεκινώντας αργά χορό και έχοντας σπουδάσει Ιστορία, Ρωσικά και Γαλλικά, συνειδητοποίησε στα 21 του ότι ήθελε να χορέψει και τίποτε άλλο. Έτσι πήγε στο Essen όπου έμεινε 4 χρόνια, σπουδάζοντας στο Folkwang Hochschule στο Essen, με τους Hans Züllig και Jean Cébron. Εκεί τον ανακάλυψε η Pina Bausch οπότε και ξεκίνησε να χορεύει μαζί της, το 1975. Μια υποτροφία τον έφερε στη Jose Limon Company, όπου αργότερα κλήθηκε να δουλέψει ως βοηθός καλλιτεχνικός διευθυντής. Έχει συνεργαστεί και με τους Susanne Linke, Reinhild Hoffmann, Meredith Monk, Anna Sokolow, Robert Wilson.  

Eρ.: Κατ’ αρχάς,θα ήθελα να σας ρωτήσω πως είναι να βρίσκεται κανείς στο περιβάλλον ενός σχολείου όπως το FolkwangSchule,τόπο τόσο στενά συνδεδεμένο με την αλλαγή του χορού στην Ευρώπη;Υπάρχουν καινούργια στοιχεία;
L.F.: Νομίζω ότι το πιο σημαντικό μ’ αυτό σχολείο είναι ότι στα 70 χρόνια λειτουργίας του κράτησε το ίδιο πνεύμα. Έχει να κάνει κατά κύριο λόγο με τον τρόπο αντιμετώπισης της διδασκαλίας του χορού, που θεωρούμε πραγματικά ότι ξεπηδάει απ’ το σώμα ως συστατικού του ανθρώπινου όντος και όχι ως όργανο. Όλα εκεί έχουν σχέση με τον ανθρωπισμό. 


Ερ.: Αναφερθήκατε στην «κίνηση που ξεπηδάει απ’ το ανθρώπινο σώμα». Πόσο σχετίζεται με τη «φυσική κίνηση» και το ιδεολογικό παρελθόν του σύγχρονου χορού στη Γερμανία;
L.F.: Ναι, έχει σχέση με τον τρόπο εξέλιξής του. Ο Laban, όταν έκανε την ανάλυση της κίνησης, αρχικά δεν το είχε σκεφτεί ως θεωρητικό μοντέλο, αλλά ξεκίνησε παρατηρώντας την. Πώς κινούνται οι άνθρωποι, ποιες είναι οι αρχές της κίνησής τους. Κατόπιν προσπάθησε να το συστηματοποιήσει. Έτσι ανέπτυξε την μέθοδό του ανάλυσης που αποτελείται βασικά από δύο μέρη: τα eukinetics, που μελετούν τη δυναμική της κίνησης, και τα choreutics, που αφορούν το χώρο του σώματος και το ίδιο στο χώρο. Αυτό που πιστεύω εγώ ότι είναι καλό σ’ αυτό τον τρόπο σκέψης, όταν προσπαθείς να διδάξεις λαμβάνοντάς τον υπ’ όψιν, είναι ότι ανοίγει πολλές διαφορετικές πιθανότητες στους σπουδαστές, χωρίς να τους καθηλώνει σε κάποιο συγκεκριμένο στυλ. Γιατί, πρώτα απ’ όλα, νομίζω ότι πρέπει να αποκτήσουμε μεγαλύτερη συνείδηση της κίνησης και ότι, όταν καταλάβουν, μπορούν πια να λειτουργήσουν μέσα σε οποιοδήποτε είδος κίνησης και τεχνικής, χορογραφίας ή διδασκαλίας. Κι αυτό είναι κάτι που γίνεται όλο και πιο σπάνιο στις μέρες μας, γιατί η βασική έγνοια όλων είναι να προετοιμάσουν σώματα που τα βλέπουν ως μυς και μόνο και ξεχνάμε ότι η ψυχή και το μυαλό παίζουν εξίσου σημαντικό ρόλο με το σώμα.
Ερ.: Εσείς πιστεύετε σε ένα ιδεώδες χορευτικό σώμα;
L.F.: Εγώ πιστεύω ότι μπορεί κανείς να χορέψει με οποιοδήποτε σώμα. Προσωπικά μου αρέσει η πολυμορφία στη σκηνή: να βλέπω ανθρώπους λεπτούς, όχι τόσο λεπτούς, κοντούς, ψηλούς…Φυσικά ο χορός  είναι ένα επίπονο επάγγελμα και πριν απ’ όλα πρέπει κανείς να έχει ένα σώμα που να μπορεί να αντέξει όλα αυτά, αυτό είναι αλήθεια, όμως δεν νομίζω ότι για να γίνει αυτό το σχήμα είναι κάτι σημαντικό.
Ερ.: Ας έρθουμε στην πολύχρονη χορευτική σας καριέρα: ποιος είναι ο πιο αγαπημένος σας ρόλος;
L.F.: Δεν νομίζω ότι έχω έναν αγαπημένο ρόλο. Έχω πολλούς ρόλους που αγαπώ. Νομίζω ότι ήμουν πολύ τυχερός στην καριέρα μου, να χορέψε μόνο έργα που μου άρεσαν…εκτός από μια φορά. Τόσο με την Πίνα όσο και στη Νέα Υόρκη, όπου χόρευα το ρεπερτόριο Limon. Και βέβαια το να δουλεύεις με την Bausch σημαίνει ότι επενδύεις τόσο πολύ απ΄ τον εαυτό σου… Φυσικά όλοι είμαστε αρκετά ματαιόδοξοι ώστε να μας αρέσει να χορεύουμε μεγάλους ρόλους και σε διάρκεια.
Ερ.: Πείτε μου για τις επιρροές που έχετε δεχτεί. .
L.F.: Δεν είχα ποτέ χορευτή – πρότυπο όπως πολλοί. Υπάρχει όμως μια καλλιτέχνις που με επηρέασε και με ενέπνευσε όσο κανείς άλλος, και ήταν Ελληνίδα: η Μαρία Κάλλας.
Ερ.: Πώς ήταν η εμπειρία της δουλειάς με το κινητικό – τεχνικό χορογραφικό στυλ του Limon και πώς με της Bausch;
L.F.: Ποτέ δεν μου φάνηκαν τόσο πολύ διαφορετικά. Στην κίνηση υπάρχουν πολλές ομοιότητες. Και επίσης νομίζω ότι η πηγή των έργων είναι ίδια: ο άνθρωπος. Δεν θα μπορούσα ποτέ να είμαι χορευτής σε αφηρημένα έργα. Δεν μ’ ενδιαφέρει. Μερικές φορές το βρίσκω γοητευτικό να το παρακολουθώ, αλλά να το κάνω όχι.
Ερ.: Μια και φτάσαμε ως εδώ, τι θα λέγατε ότι είναι το χοροθέατρο;
L.F.: Λέω πάντα ότι δεν ξέρω. Ποτέ δεν έκανα ό,τι έκανα επειδή ανήκε σε μια συγκεκριμένη κατηγορία. Είναι κάτι που προέκυψε. Η Pina, όταν ξεκίνησε, ήταν μια κανονική χορογράφος μοντέρνου χορού. Χρησιμοποιούσε κίνηση από την παράδοσή της, μ’ έναν προσωπικό τρόπο ίσως, αλλά ήταν χορός. Ποτέ δεν κάθισε κάτω να πει: «Τώρα θ’ αλλάξω την ιστορία του χορού κάνοντας κάτι περίεργο». Πάντε έψαχνε για κάτι και μια μέρα εκείνη ή εμείς σκεφτήκαμε ότι η κίνηση από μόνη της δεν ήταν αρκετή. Έτσι αρχίσαμε να χρησιμοποιούμε φωνή. Η σκηνή άλλαξε επίσης, αλλά δεν ήταν ποτέ προσχεδιασμένο. Προέκυψε μέσα από τις προσπάθειες και τους πειραματισμούς μας. ο όρος «χοροθέατρο» είναι πολύ παλιότερος. Ήδη ο Kurt Jooss τον είχε χρησιμοποιήσει σε μια πολύ παλιά ομιλία τους για το «Χοροθέατρο και τον Θεατρικό χορό». Αυτά πάντως που βλέπει κανείς σήμερα κάτω από το όνομα χοροθέατρο είναι τόσο διαφορετικά. Συχνά είναι και απαίσια! Υπάρχει μια μεγάλη παρανόηση. Ο κόσμος νόμισε ότι το μόνο που χρειάζεται είναι να μιλάνε λίγο, να πέφτουν κάτω, να έχουν και λίγα περίεργα αντικείμενα στη σκηνή και να’ το το χοροθέατρο! Για μένα το σημαντικό είναι όχι τόσο τι κάνεις, αλλά πως και γιατί το κάνεις. Αυτό βρίσκω ενδιαφέρον. Απλώς νομίζω ότι είναι χορός ιδωμένος με θεατρικό τρόπο…
Ερ.: Το χοροθέατρο είναι και πολιτικό;
L.F.: Όλες οι μορφές τέχνης που τους αξίζει ο χαρακτηρισμός είναι και πολιτικές. Απλώς οι πιο πολλοί καταλαβαίνουν το «πολιτικό» με διαφορετικό τρόπο. Το μπερδεύουν με την πολιτική. Πιστεύω ότι από τη στιγμή που ασχολείσαι με τον άνθρωπο είσαι ήδη πολιτικός. Δεν γίνεται αλλιώς.
Ερ.: Πόσο επηρέασε την καλλιτεχνική σκηνή στη Γερμανία;
L.F.: Πάρα πολύ. Ίσως τώρα είναι λιγότερη η επιρροή γιατί έχουν περάσει 25 χρόνια. Ο χορός πάντως άλλαξε τελείως απ’ αυτή την ομάδα. Ήρθαν τα πάνω κάτω. Όταν άρχισα να σπουδάζω στην Έσση, εκτός από το Βούπερταλ, την Κολωνία και τη Βρέμη (όπου ήταν ο Κρέσνικ) και δούλευαν έτσι, δεν υπήρχε άλλη ομάδα μοντέρνου χορού στη Γερμανία. Ούτε στα θέατρα, ούτε έξω ανεξάρτητα. Τώρα υπάρχουν 200 ομάδες, ίσως πιο πολλές. Ήταν μια μικρή επανάσταση που συνέβη στο χορό.
Ερ.: Δεν απειλείται ο χορός από τη συμβίωση με το θέατρο;
L.F.: Όχι, καθόλου. Μάλλον το αντίθετο. Πολλοί σκηνοθέτες κατέληξαν να δουλεύουν πιο «σωματικά». Το χοροθέατρο πάλεψε πολύ να γίνει αποδεκτό. Το θέμα είναι που πάει κανείς από’ δω και πέρα.
Ερ.: Η καινούργια γενιά χορογράφων προς ποια κατεύθυνση στρέφεται;
L.F.: Νομίζω πως υπάρχει μια μικρή τάση προς την κίνηση, ακόμη και για την ίδια την Pina. Είναι φυσιολογικό, τα πράγματα αλλάζουν. Πολλοί, όταν πρωτοείδαν χοροθέατρο στο Wuppertal, εντυπωσιάστηκαν και ακόμη σοκαρίστηκαν. Δεν μπορείς όμως να σοκάρεις συνέχεια τον κόσμο. Ακόμη και για τους ίδιους τους χορευτές στην ομάδα, στην αρχή ήταν μια μεγάλη περιπέτεια.
Ερ.: Πως αισθάνεστε το επάγγελμά σας, το οποίο απαιτεί να επαναλαμβάνει κανείς το ρόλο του κάθε βράδυ;
L.F.: Αν ο ρόλος έχει να κάνει με την αληθινή ζωή, δεν μπορεί να είναι βαρετός. Πάντως, δεν ήταν ποτέ το ίδιο πράγμα, πάντα ήταν διαφορετικά. Πρέπει να επιτρέπει κανείς στον εαυτό του να είναι διαφορετικός. Έπειτα, έρχεσαι πιο κοντά στην πιθανότητα της τελειότητας.
Ερ.: Ποια είναι κατά τη γνώμη σας η διαφορά ανάμεσα στον ευρωπαϊκό και τον αμερικανικό χορό;
L.F.: Νομίζω ότι η Ευρώπη είναι πιο κοντά στον άνθρωπο. Υπάρχει ένα μεγάλο κομμάτι του αμερικανικού χορού που βασίζεται στην αντοχή και τις ικανότητες του σώματος και είναι πολλές φορές γοητευτικό…Αυτό που θέλω όμως συχνά να πω είναι «γιατί»;
Ερ.: Κίνηση και συγκίνηση.
L.F.: Είναι ένα ζευγάρι τη μόδας! Δεν ξέρω στα σίγουρα τι είναι η κίνηση, ξέρω όμως τι είναι η συγκίνηση. Για μένα είναι πάντα σωματική. Δεν γίνεται αντιληπτό σήμερα αυτό. Πολλοί μιλάνε για συγκίνηση και εννοούν την πρόκλησή της. Η μεγάλη στιγμή της συγκίνησης ήταν η εποχή του εξπρεσιονισμού. Όπως όταν βλέπεις το «Πράσινο Τραπέζι» του Jooss. Αν γίνει σωστά, η συγκίνηση προκύπτει από την αφαίρεση. Το να αφαιρείς απ’ ό,τι κάνεις ως τα απολύτως απαραίτητα και ν’ αφήνεις έξω όλα τα περιττά. Μου αρέσει αυτός ο ελεγχόμενος τρόπος της συγκίνησης. Αν συμπυκνώσεις κάτι, τότε το λίγο που αφήνεις προς τα έξω γίνεται ορατό και αισθητό. Πάντα χρειάζεται να κρατάει κάποιος την ανθρώπινη υπόσταση, να μη φτάνει σε υπεραπλουστευτικές ακρότητες. Ακόμη και για τον Ιάγο, τον αγαπημένο μου ρόλο, πρέπει να δημιουργήσεις συμπάθεια.
Ερ.: Τελειώνοντας θα ήθελα να ξαναγυρίσουμε στη διδασκαλία. Θα ήθελα να μου πείτε τι θέλετε να καταλάβουν οι μαθητές σας εκτός από την τεχνική και τι τους διδάσκετε.
L.F.: Στο πρώτα θα σας απαντήσω: Κίνητρα, Καθαρότητα, Εντιμότητα. Όσο για το δεύτερο, διδάσκω αυτά που έμαθα από τους δασκάλους μου, απ’ τη γραμμή Jooss, ο οποίος, όπως και ο Limon, δεν κωδικοποίησε μια τεχνική. Ο Limon είπε κάποτε: «Όποιος θέλει να διδάξει την τεχνική μου πρέπει να χορέψει τα έργα μου». Υπάρχουν πολλοί που λένε ότι διδάσκουν Limon. Μπορεί να διδάσκουν κάποιες αρχές ή κάποια κινησιολογικά μοτίβα, αλλά αυτό δεν είναι τίποτε αν δεν διδάξεις το πνεύμα, γιατί ποτέ δεν έγινε όλο αυτό για χάρη της κίνησης και μόνο. Βγήκε από μια φιλοσοφία και του Jooss και του Limon κι αν δεν τη δίνεις μαζί με την κίνηση, είναι όλα άχρηστα. Πιστεύω ότι δεν θα’ πρεπε κανείς να χάνει τον καιρό του κινούμενος απλώς. Και τελικά, αν όλα αυτά γίνουν, μπορεί οι άνθρωποι που σε βλέπουν να αισθανθούν κάτι. Κι αυτό είναι ο χορός. Δεν πηγαίνει στο κεφάλι, αλλά κατευθείαν στο στομάχι. Μετά ίσως πάει στο κεφάλι και μπορέσεις να σκεφθείς. Είναι κάτι που προσπαθώ να καταφέρω. Είναι δύσκολο να φτάσεις στο κοινό ή τους μαθητές μερικές φορές. Μπορεί να μην τους αφήνεις να έρθουν προς εσένα. Υπάρχουν τόσα εμπόδια.. Το σημαντικό είναι να έρθουν σε σένα.


Αυγή, 1996