Παλιότερα, ο μόνος λόγος που πήγαινα στην πρώτη παράσταση νωρίς το απόγευμα, ήταν επειδή είχα σχολείο την επομένη, ή επειδή "έπαιζε" να δω άλλες δύο ταινίες μέχρι τα μεσάνυχτα και βάλε, κι έπρεπε να προλάβω. Τώρα, συμβαίνει λόγω εργασίας και συνήθειας, άσε που δε φορτώνεται και κανένας ταγάρι να σε ενοχλεί με τη φλυαρία του. Μου αρέσει να παρατηρώ το κόκκινο (μπορδοροδοκόκκινο) χαλί ή το μπλε -πάντα με μικρά μοτίβα- λίγο φθαρμένο, ξέρω ποιά γωνιά μ' αρέσει, ποιό σινεμά, ποιό ταμείο και ποιά μηχανή τυρογαριδακίου. Επίσης, αν πας ΚΑΙ νωρίς πριν την πρώτη προβολή, απολαμβάνεις την εκπληκτική ατμόσφαιρα του ανοίγματος: τις μηχανές, τα λεφτά στο ταμείο, τη μικρ-ανοργανωσιά...
Τελοσπάντων, Έμπασυ, "Μια Επικίνδυνη μέθοδος."
Το χρονικό της ρήξης των Φρόυντ και Γιουνγκ, και στη μέση μια γυναίκα, αλλά αυτή τη φορά, μια θεραπευόμενη του Γιουνγκ και μετέπειτα ψυχαναλύτρια, η Σαμπίνα Σπηλράϊν, και όχι κάποια από τις μυθικές πρώτες ασθενείς του Σίγκμουντ Φρόϋντ.
Είναι γεγονός ότι η θεωρία του Γιουνγκ, και ο ίδιος, για κάποιο λόγο, υπήρξαν ανέκαθεν πλέον συμπαθής της αντίστοιχης Φροϋδικής, και του δημιουργού της. Οπότε, αναρωτιόμουν εάν το σενάριο θα ακολουθούσε την πεπατημένη να δείξει έναν Φρόϋντ εντός των συνηθισμένων κλισέ "ας μιλήσουμε για σεξ", "πες μου τι σκέφτεσαι" και άλλα παρεμφερή, ή αν θα τον παρουσίαζε ως έναν αντιπαθέστατο αλαζόνα που τι κρίμα δεν ήταν άγιος, ή το άλλο τρομερό και εκφοβιστικό, αν θα μας πέταγε "κορώνες" περί των αντιρρήσεων όσον αφορά στη μεταβίβαση ή/και τη διαδικασία/θεραπεία καθαυτή, με την περίφημη (όσο και ταλαιπωρημένη καλλιτεχνικά) αποφυγή της βλεμματικής επαφής μεταξύ ασθενούς και θεραπευτή. Σφίχτηκε η καρδιά μου μέχρι να πεισθώ ότι οι προθέσεις ήταν σοβαρές, και δεν θα βλέπαμε τίποτα απ' όλα αυτά τα προαναφερθέντα και χαβαλεδιάρικα στην οθόνη, έναντι των αλμυρών 9 ευρώ που κόστισε το εισιτήριο.
Απεναντίας, το σενάριο, ήταν καλογραμμένο, προσεκτικό, η κινηματογράφιση άψογη διά χειρός Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, και οι ηθοποιοί εξαίρετοι, με λίγο λαχανιασμένη την Κίρα Νάϊτλι, να ακολουθεί φιλότιμα και πειθήνια προκειμένου να κάνει "την ερμηνεία της καριέρας της" και να αφήσει πίσω τον Τζακ Σπάρροου και τις περιπέτειες, αλλά να μένει ολίγον τι πίσω από τον Βίγκο Μόρτενσεν και τον Μίκαελ Φασμπέντερ.
Λέγοντας αυτά, εννοείται ότι στην ταινία υπάρχει μια ανεπαίσθητη προτίμηση ή εν πάση περιπτώσει μια αιωρούμενη ερώτηση ως προς την πιθανή "έλλειψη φαντασίας" και δημιουργικού πνεύματος στην Φροϋδική θεωρία, όμως το εκλαϊκευμένο πνεύμα τιθασεύεται από την εντιμότητα σεναρίου και κινηματογράφησης. Διαφωνώ με την γραπτή πληροφορία για τη συνέχει και το τέλος της ζωής των "ηρώων" στο τέλος της ταινίας που, ας σημειωθεί, τελειώνει λιγάκι απότομα (αμήχανα;). Το έκανε να θυμίσει fiction, και μάλιστα ολίγον μελό.
Σαφώς αξίζει τον κόπο να το δει κανείς, θα περάσει κοντά ένα δίωρο με μια καλοφτιαγμένη ταινία και θηρία ηθοποιούς, όμως γιατί ξαφνικά πιάνει κανείς ένα τέτοιο θέμα; Η εικόνα της "Σαμπίνα" μέσα στην άμαξα ενώ απομακρύνεται πληγωμένη τον καιρό της πρώτης γνωριμίας και σχέσης με τον γιουνγκ τα λέει όλα: η ενασχόληση με τη γυναίκα εκ μέρους του σκηνοθέτη, αλλά και η συγκεκριμένη "χαμένη" και ξεχασμένη γυναίκα εξηγούν την επιλογή. Από την άλλη, μάλλον υπήρξε ανταπόκριση από τον κόσμο στο κάλεσμα να επανεκτιμήσει τα κάλλη της ψυχανάλυσης στους καταθλιπτικούς καιρούς που ζούμε.
©
Synopsis of the review:
Jung or Freud? Anna O. or Sabina Spielrein? Jung has always been the enfant gate of wider audiences, partly because of his treatment of subjects popular to common people. My greatest fear watching the film, would be an overt bias and an oversimplistic version of Freud's theory of sexuality. Nonetheless, David Kronenberg had a good script, and honest intentions plus a great cast -with K. Knightley trying her best to catch up with her male co-stars, especially V. Mortensen- so he made an exquisite film. The info in the end in regard to the main characters' lives and deaths totally unnecessary.
https://drive.google.com/file/d/1Hw7wW20lEXn5NBM83EHRc430pR2SzYBg/view?usp=sharing
Wednesday, November 30, 2011
Friday, November 25, 2011
ALVIN AILEY AMERICAN DANCE THEATER, ATHENS 25/11/2011
Το Alvin Ailey American Dance Theater, εμφανίστηε -για πολλοστή φορά- στην Αθήνα, με τα έργα Shards του Donald Byrd, Splendid Isolation της Jessica Lang, The Hunt του Robert Battle, και φυσικά το κλασικό αριστούργημα revelations (1960) του Alvin Ailey.
Τα Shards, ήταν μια προβολή στο χώρο και το χρόνο της μίξης του Ailey και του Cunningham, ιδίως του έργου Duets του τελευταίου. Με τη δράση διάσπαρτη σε διάφορα σημεία της σκηνής, με ντουέτα στο μεγαλύτερο μέρος που εναλλάσσονταν, αλλά και τον λυρισμό και την αθλητικότητα που αποτέλεσαν σήμα κατατεθέν του ύφους του Ailey, ήταν το καλύτερο "άνοιγμα" της βραδιάς: νέο αίμα στην ομάδα με αξιοποίηση της παράδοσης. Ατυχώς, δεν ενθουσίασε το κοινό, που μάλλον εξεπλάγη, ιδίως με τη μουσική συνοδεία.
Το απόσπασμα (σόλο) από το Splendid Isolation, ήταν εξαιρετικό, με ένα περίτεχνο άσπρο φόρεμα της χορεύτριας, που "έγραφε" πάνω στο φόντο, και τη συνοδεία της 5ης συμφωνίας του Μάλερ. Τώρα κατά πόσο ο τίτλος έγινε κατανοητός ή ήταν συμβατός με το έργο, αυτό μένει να το δει κανείς, καθώς Splendid Isolation, ήταν όρος που επινόησε ο Ντισραέλι τον 19ο αι. και αφορούσε στη Βρετανική πολιτική της εποχής. Προφανώς το να μένει κανείς αμέτοχος στα γεγονότα, μέσα στην πάλευκη αγνότητα της ενδεχόμενης άγνοιάς του, δεν εγγυάται τα καλύτερα αποτελέσματα. Το Hunt, ήταν ένας χορός έξι ανδρών με μαύρες παντελόνες σε ύφος σαμουράϊ, ήχο κρουστών που ανάσταινε και νεκρούς, και προφανώς αποτέλεσε ένα σχόλιο πάνω στη σκοτεινή πλευρά του ανθρώπου που αθώα αναδύεται στο κυνήγι, αλλά που μπορεί και να αποτελεί προάγγελο κακών όταν παραμένει "σκοτεινή" και ελεύθερη.
Φυσικά αποκορύφωμα ήταν το κλασικό αριστούργημα του μοντέρνου ρεπερτορίου, οι Revelations του Ailey. Θα πρέπει να ήταν όντως Αποκάλυψη το 1960 που πρωτοπαρουσιάστηκε, όσο κι αν σήμερα μας φαίνονται αυτονόητα όσα λέει, ενδεχομένως και υπερβολικά αθώα για την εποχή μας. Στην εποχή που ίσχυαν ακόμη οι διαχωρισμοί (segregation), το να επικαλεστεί κανείς σκηνές από βουντού, εκκλησίες των μαύρων, θρησκευτικά τραγούδια, και εν γένει να καλέσει τους μαύρους προγόνους ως ισότιμους των λευκών θεατών στη σκηνή, ήταν καταφανώς ένα ζήτημα. Μέσα στη ραπ κουλτούρα και τα μεταγενέστερα μουσικά ρεύματα και την ταύτιση -και διαμαρτυρία ταυτόχρονα γι' αυτό- του μαύρου με τον παράνομο ή τον Good Man Friday, ο Alvin Ailey μπορεί να φάνηκε κάποια εποχή γραφικός ή ξεπερασμένος, καθώς ασχολήθηκε με τον καημό και την περηφάνια να είσαι μαύρος, με μάλλον διπλωματικό τρόπο. Εντωμεταξύ, το mingling με τους λευκούς πέρασε από σραάντα κύματα, το ίδιο και όσοι είχαν θυσιάσει μια πιο ρεαλιστική εικόνα, για το λυρισμό των φαντασμάτων της εποχής των σκλάβων.
Η Αφρική του Ailey όμως, είναι εκείνη των Αφρο-Αμερικανών, οπότε επί της ουσίας η τέχνη του, είναι ό,τι πιο ζωτικό έχει να παρουσιάσει ο χορός στην πεriοχή του αιτήματος για ενσωμάτωση και διεκδίκηση ισονομίας. Ο Ailey δεν παραιτείται, αλλά διεκδικεί την αμερικανική του ταυτότητα, και οι επίγονοι ή άλλοι δημιουργοί που χορογραφούν για το συγκρότημά του, το λαμβάνουν υπ' όψιν τους, αν κρίνουμε από το ύφος των έργων τους, που έστω σε ψήγματα πάντοτε υπενθυμίζουν τις ρίζες του συγκροτήματος και του δημιουργού του.
©
Synopsis of the review:
Ailey's works, a true master of neo-expressionist dance, with great lyricism and a flair for spectacle, are always a pleasurable and welcoming event. Revelations, despite their old age, manage to stir the emotion in me, plus they make me think on race issues afresh. It is the mastery of the art and craft of an old grand master that probably does the trick. As for Hunt and Pleasant Isolation, they both do justice to the robust and lyrical performers of the company as well as its tradition, while offering contemporary perspectives to today's audiences.
Τα Shards, ήταν μια προβολή στο χώρο και το χρόνο της μίξης του Ailey και του Cunningham, ιδίως του έργου Duets του τελευταίου. Με τη δράση διάσπαρτη σε διάφορα σημεία της σκηνής, με ντουέτα στο μεγαλύτερο μέρος που εναλλάσσονταν, αλλά και τον λυρισμό και την αθλητικότητα που αποτέλεσαν σήμα κατατεθέν του ύφους του Ailey, ήταν το καλύτερο "άνοιγμα" της βραδιάς: νέο αίμα στην ομάδα με αξιοποίηση της παράδοσης. Ατυχώς, δεν ενθουσίασε το κοινό, που μάλλον εξεπλάγη, ιδίως με τη μουσική συνοδεία.
Το απόσπασμα (σόλο) από το Splendid Isolation, ήταν εξαιρετικό, με ένα περίτεχνο άσπρο φόρεμα της χορεύτριας, που "έγραφε" πάνω στο φόντο, και τη συνοδεία της 5ης συμφωνίας του Μάλερ. Τώρα κατά πόσο ο τίτλος έγινε κατανοητός ή ήταν συμβατός με το έργο, αυτό μένει να το δει κανείς, καθώς Splendid Isolation, ήταν όρος που επινόησε ο Ντισραέλι τον 19ο αι. και αφορούσε στη Βρετανική πολιτική της εποχής. Προφανώς το να μένει κανείς αμέτοχος στα γεγονότα, μέσα στην πάλευκη αγνότητα της ενδεχόμενης άγνοιάς του, δεν εγγυάται τα καλύτερα αποτελέσματα. Το Hunt, ήταν ένας χορός έξι ανδρών με μαύρες παντελόνες σε ύφος σαμουράϊ, ήχο κρουστών που ανάσταινε και νεκρούς, και προφανώς αποτέλεσε ένα σχόλιο πάνω στη σκοτεινή πλευρά του ανθρώπου που αθώα αναδύεται στο κυνήγι, αλλά που μπορεί και να αποτελεί προάγγελο κακών όταν παραμένει "σκοτεινή" και ελεύθερη.
Φυσικά αποκορύφωμα ήταν το κλασικό αριστούργημα του μοντέρνου ρεπερτορίου, οι Revelations του Ailey. Θα πρέπει να ήταν όντως Αποκάλυψη το 1960 που πρωτοπαρουσιάστηκε, όσο κι αν σήμερα μας φαίνονται αυτονόητα όσα λέει, ενδεχομένως και υπερβολικά αθώα για την εποχή μας. Στην εποχή που ίσχυαν ακόμη οι διαχωρισμοί (segregation), το να επικαλεστεί κανείς σκηνές από βουντού, εκκλησίες των μαύρων, θρησκευτικά τραγούδια, και εν γένει να καλέσει τους μαύρους προγόνους ως ισότιμους των λευκών θεατών στη σκηνή, ήταν καταφανώς ένα ζήτημα. Μέσα στη ραπ κουλτούρα και τα μεταγενέστερα μουσικά ρεύματα και την ταύτιση -και διαμαρτυρία ταυτόχρονα γι' αυτό- του μαύρου με τον παράνομο ή τον Good Man Friday, ο Alvin Ailey μπορεί να φάνηκε κάποια εποχή γραφικός ή ξεπερασμένος, καθώς ασχολήθηκε με τον καημό και την περηφάνια να είσαι μαύρος, με μάλλον διπλωματικό τρόπο. Εντωμεταξύ, το mingling με τους λευκούς πέρασε από σραάντα κύματα, το ίδιο και όσοι είχαν θυσιάσει μια πιο ρεαλιστική εικόνα, για το λυρισμό των φαντασμάτων της εποχής των σκλάβων.
Η Αφρική του Ailey όμως, είναι εκείνη των Αφρο-Αμερικανών, οπότε επί της ουσίας η τέχνη του, είναι ό,τι πιο ζωτικό έχει να παρουσιάσει ο χορός στην πεriοχή του αιτήματος για ενσωμάτωση και διεκδίκηση ισονομίας. Ο Ailey δεν παραιτείται, αλλά διεκδικεί την αμερικανική του ταυτότητα, και οι επίγονοι ή άλλοι δημιουργοί που χορογραφούν για το συγκρότημά του, το λαμβάνουν υπ' όψιν τους, αν κρίνουμε από το ύφος των έργων τους, που έστω σε ψήγματα πάντοτε υπενθυμίζουν τις ρίζες του συγκροτήματος και του δημιουργού του.
©
Synopsis of the review:
Ailey's works, a true master of neo-expressionist dance, with great lyricism and a flair for spectacle, are always a pleasurable and welcoming event. Revelations, despite their old age, manage to stir the emotion in me, plus they make me think on race issues afresh. It is the mastery of the art and craft of an old grand master that probably does the trick. As for Hunt and Pleasant Isolation, they both do justice to the robust and lyrical performers of the company as well as its tradition, while offering contemporary perspectives to today's audiences.
Sunday, November 20, 2011
JANE EYRE
Στο σινεμά έχω το σύνδρομο του Lone Ranger, και το Έμπασυ μου αρέσει. Μου αρέσουν επίσης οι αδελφές Μπροντέ. Περισσότερο η Έμιλυ, μεγαλύτερο ταλέντο της οικογένειας, με μεγαλύτερα πάθη αποτυπωμένα στο χαρτί. Η Τζέιν Έυρ όμως, ήταν το πρώτο βιβλίο που διάβασα στα Αγγλικά, και με συγκινεί πάντα: ξέρω τι λέει, ξέρω πώς θα με οδηγήσει με ασφάλεια στη συγκίνηση και το σασπένς.
Το έργο: Είχα αγωνία να δω αν θα βρεθεί επιτέλους η σωστή κατατομή και μορφή για τον κ. Ρότσεστερ. Φαίνεται ότι αυτό δεν είναι γραφτό να γίνει, αλλά αυτή τη φορά, πλησίασε πολύ στην ιδανική επιλογή(Μάικλ Φασμπέντερ). Η "Τζέιν" (Μια Βασιλόβσκα) απόλυτα σωστή, και επιτέλους το γκόθικ σασπένς του έργου σωστά κινηματογραφημένο. Το ίδιο και η εποχή, χωρίς, να είναι "έργο εποχής". Ο χώρος, τα δέντρα, η φύση, τα πάθη, το φως και το σκοτάδι, όλα σε σπρώχνουν να δεις το παραδαρμένο εσωτερικό τοπίο του ρομαντισμού, καθώς και το αγκαζάρισμα του νου, το αγκίστρωμά του στο μύθο της παραφοράς και του πάθους, κρυμένων καλά κάτω από τη βαριά καταπίεση της θρησκείας, του κορσέ και της καλής συμπεριφοράς. Οι γυναίκες ταλαντεύονται από τη μουντή μελαγχολία στην εκρηκτική τρέλλα των τροπικών, εν μέσω μιας ακοίμητης όσο και καταπιεσμένης και εκδικητικής σεξουαλικότητας.
Καλό αλλά όχι εξαιρετικά εμπνευσμένο, στο τέλος το φιλμ σταματάει κάπως απότομα, ωσάν να το βαρέθηκε στο μοντάζ ο δημιουργός του (Cary Fukunaga), ή ωσάν να αντιλήφθηκε ότι οι χρονικές αναλογίες ξέφυγαν και έπρεπε πάση θυσία να σταματήσει εκεί.
Εν πάση περιπτώσει, μπορεί να περάσει κανείς κοντά ένα δίωρο ευχάριστα, αν δεν αναρωτιέται διαρκώς τι ήταν αυτό που τον/την έφερε να δει ένα έργο μαζί με μια στρατιά απαρηγόρητων κυριών της τρίτης ηλικίας.
©
Synopsis of the review:
One of the most competent versions of the famous book by Charlotte Bronte for the silver screen. Despite certain reservations, especially with the abrupt and not so faithful to the book ending of the film, it is worth watching. The actors are great, the atmosphere and the reconstruction of the era superb, and the old ladies who hurried to watch the film that afternoon, gave an extra touch of old-school romanticism to the viewing.
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ Έμπασσυ-Κολωνάκι (5.15 μ.μ.)
Το έργο: Είχα αγωνία να δω αν θα βρεθεί επιτέλους η σωστή κατατομή και μορφή για τον κ. Ρότσεστερ. Φαίνεται ότι αυτό δεν είναι γραφτό να γίνει, αλλά αυτή τη φορά, πλησίασε πολύ στην ιδανική επιλογή(Μάικλ Φασμπέντερ). Η "Τζέιν" (Μια Βασιλόβσκα) απόλυτα σωστή, και επιτέλους το γκόθικ σασπένς του έργου σωστά κινηματογραφημένο. Το ίδιο και η εποχή, χωρίς, να είναι "έργο εποχής". Ο χώρος, τα δέντρα, η φύση, τα πάθη, το φως και το σκοτάδι, όλα σε σπρώχνουν να δεις το παραδαρμένο εσωτερικό τοπίο του ρομαντισμού, καθώς και το αγκαζάρισμα του νου, το αγκίστρωμά του στο μύθο της παραφοράς και του πάθους, κρυμένων καλά κάτω από τη βαριά καταπίεση της θρησκείας, του κορσέ και της καλής συμπεριφοράς. Οι γυναίκες ταλαντεύονται από τη μουντή μελαγχολία στην εκρηκτική τρέλλα των τροπικών, εν μέσω μιας ακοίμητης όσο και καταπιεσμένης και εκδικητικής σεξουαλικότητας.
Καλό αλλά όχι εξαιρετικά εμπνευσμένο, στο τέλος το φιλμ σταματάει κάπως απότομα, ωσάν να το βαρέθηκε στο μοντάζ ο δημιουργός του (Cary Fukunaga), ή ωσάν να αντιλήφθηκε ότι οι χρονικές αναλογίες ξέφυγαν και έπρεπε πάση θυσία να σταματήσει εκεί.
Εν πάση περιπτώσει, μπορεί να περάσει κανείς κοντά ένα δίωρο ευχάριστα, αν δεν αναρωτιέται διαρκώς τι ήταν αυτό που τον/την έφερε να δει ένα έργο μαζί με μια στρατιά απαρηγόρητων κυριών της τρίτης ηλικίας.
©
Synopsis of the review:
One of the most competent versions of the famous book by Charlotte Bronte for the silver screen. Despite certain reservations, especially with the abrupt and not so faithful to the book ending of the film, it is worth watching. The actors are great, the atmosphere and the reconstruction of the era superb, and the old ladies who hurried to watch the film that afternoon, gave an extra touch of old-school romanticism to the viewing.
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ Έμπασσυ-Κολωνάκι (5.15 μ.μ.)
Subscribe to:
Posts (Atom)