Θέσφατον: «Είμαστε λαός
χορευταράδων». Μέχρι πρόσφατα όλες οι ανθρωπολογικού τύπου έρευνες άρχιζαν και
τελείωναν στην παραπάνω διαπίστωση. Ήτοι: «Ο Έλλην μερακλώνει και τα δίνει
όλα»...Πού; Μα στα σκυλάδικα φυσικά, στα ξενυχτάδικα, στις οικογενειακές
βεγγέρες, στις μπουζουκλερί-λουλουδερί της πρωτεύουσας και των περιχώρων (μέχρι
βαθιά περίχωρα μιλάμε, χαμένα κάπου στους παράδρομους της εθνικής τη συνοδεία
θήλεων με τη βαριά προφορά του πρώην «Ανατολικού μπλοκ» ή την κουμπάρα με τον κορσέ).
Ελπίζω μέχρι εδώ να έγινε κατανοητό ότι η «εθνική χορευτική αρετή» προορίζεται
για γιορτές και άλλες «αξιοπρεπείς» περιπτώσεις στις οποίες ο Έλλην επιτρέπεται
να «ξενταλκαδιαστεί» μέσω του χορού μεν, ανδροπρεπώς δε: κάνοντας τα γλυκά
μάτια στη Σούλα, καμαρώνοντας ανάμεσα σε δυό κουνιάδες με σουτιέν 38D κ.ο.κ.
Εξαιρείται παντελώς της άνωθεν
αναφερθείσης «αρετής» ο χορός ο εκτελούμενος από τις λεγόμενες και
«μπαλαρίνες», έτι δε περαιτέρω από τους «μπαλαρίνους». Κι εν πάση περιπτώσει το
κορίτσι, «έτσι το ‘πλασε η φύση του» να σειέται και να λυγιέται (θέσφατον),
οπότε χρειάζεται ενίοτε κι εκείνο το μπαλέτο (ερασιτεχνικά), για: α)να
αποκτήσει χάρη (που δεν ξέρεις πού θα του χρειαστεί κορίτσι-πράμα, αύριο
μεθαύριο...), β) να του φύγει η πλατυποδία (διότι πού θα βρει γαμπρό, είναι κι
αυτή η τριχοφυία της Αννούλας μας...), γ) να ξεκαμπουριάσει («απ΄το σόι σου
πήρε»). Και η ταλαίπωρη Αννούλα θα ιδρωκοπά επί σειρά ετών να χωρέσει τα
παραπανίσια χάμπουργκερ των γλουτών της μέσα στο λύκρα ολόσωμο κοστούμι που η
ιδιοκτήτρια της Σχολής της επιφύλασσε για την «παράσταση» στο τέλος του χρόνου.
Άτεγκτη η σχολάρχισσα θα υποχρεώνει την πτωχή Αννούλα να «σειέται και να
λυγιέται» χωρίς έλεος, και να χορεύει
ένα ποτ-πουρρί από «Δον Κιχώτη» (που ‘χει και «μπρίο») και κάποιο νούμερο
του Φέιμ-Στόρυ (γιατί στα νιάτα της θαύμαζε τον Μεταξόπουλο-πατέρα). Θα
εμπεδωθεί έτσι και το κοινωνικό συμβόλαιο με τους γονείς στους οποίους θα
παραδώσει την Αννούλα με τα ίδια ελαττώματα, αλλά με μια ανάμνηση επίδοξης
διασκεδάστριας νυχτερινού κέντρου (την καριέρα που ονειρεύτηκε η ίδια η
δασκάλα, με όλους τους χονδρέμπορους απ’ το μπροστινό τραπέζι στα πόδια της).
Αντίθετα με τα θήλεα,
γονιδιακά, το αγόρι γεννιέται με το μπάσκετ στο DNA του (θέσφατον κι αυτό), και
πουθενά δεν αναφέρεται στην ανθρωπότητα κάποιος να θέλησε –Θού Κύριε- αφεαυτού,
να βάλει άσπρο καλσόν, ασσορτί πασούμι, να φουντώσει το μαλλί λάχανο, να
περάσει δυό στρώσεις το μάτι με «κόλ», να καγκελώσει τη βλεφαρίδα, και να
φορέσει από πάνω και ένα λαμέ γιλέκο –σαν της Φωφώς πέρσι που ντύθηκε «ο Τέρης
Χρυσός στο Λας Βέγκας»- για να παραστήσει κάποιον χαριτωμένο και αλαφροίσκιωτο
ονόματι Άλμπρεχτ.
Να ιδρωκοπήσει ο άντρας, αλλά
για συγκεκριμένους λόγους: εξαιτίας το πηλοφόρι, εξαιτίας το σεκλέτι με τη
γκόμενα κι ο χαλασμός στην πίστα! Σε κοινωνικώς αποδεκτές περιστάσεις ούτως
ειπείν κι όχι πάνω στην υπερπροσπάθεια να τεντώσει τα κουντεπιέ! Ούτω πως είναι
που καταλήγουν κακά παραδείγματα οι άρρενες, και τζάμπα δηλαδή κι εκείνο το
καλό παιδί τον Μπίλυ Έλλιοτ –αν έχετε ακουστά...
(Athens 210, Δεκέμβρης, 2005)