https://drive.google.com/file/d/1Hw7wW20lEXn5NBM83EHRc430pR2SzYBg/view?usp=sharing

Friday, October 20, 2023

ΚΡΙΤΙΚΗ - ΜΠΑΜΠΑΔΕΣ ΜΕ ΡΟΥΜΙ (Θέατρο "Αλίκη", 19/10/2023)


Το 1996, χρονιά που πρωτοπαρουσιάστηκε το έργο, ο κόσμος ήταν αλλιώς. Η Ελλάδα ήταν αλλιώς.  Ακόμη καπνίζαμε, ξενυχτούσαμε και τις καθημερινές, το λεξιλόγιό μας δεν είχε περιοριστεί πολύ από την εικόνα και την πολιτικά ορθή ιδεολογία που τότε ανακαλύπταμε ως επιθυμητό, εξωτικό προϊόν, και τα "κέντρα με αλλοδαπές" συζητιούνταν ανοιχτά και ευρέως, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του '80. Η ιδιωτική τηλεόραση κι αυτή τη δεκαετία του '90, παραφορτωμένη και υπερφίαλη, με τα πρώτα "ρεπορτάζ"-κουτσομπολιά, προσέγγισε από τη δική της σκοπιά το ζήτημα των "χαμένων περιουσιών" λόγω γάμων πολλών υπέργηρων ή απλά γηραιών συνταξιούχων με "αλλοδαπές" που τους φρόντιζαν -καθότι η φροντίδα ηλικιωμένων, όπως οι αγροτικές εργασίες περνούσαν στα χέρια του εισαγόμενου εργατικού δυναμικού, μαρτυρώντας μια ιδεολογική και πρακτική "αστικοποίηση" που εξαπλωνόταν και στην περιφέρεια. 

Το 1996, το χρήμα έρρεε άφθονο στον πολιτισμό, ενώ οι επιχειρήσεις και το Δημόσιο δήλωναν ένδεια, οι μισθοί ήταν παχυλοί, και στη σκηνή, διά χειρός Μ. Ρέππα και Θ. Παπαθανασίου ήρθε το αγαπημένο θέμα της καθωσπρέπει οικογένειας που όμως κρύβει μεγάλη λαμογιά -λίγο αργότερα, ο "Ακάλυπτος" θα γινόταν ένας εθνικός αναγνωρίσιμος τύπος που θα περνούσε σε σήριαλ και ταινίες για δεκαετίες, όπως ο "ροκ" Βαλκάνιος. 

Το μυθιστόρημα αλλά και η θεατρική παράδοση είχαν ήδη παραθέσει παραδείγματα ανάγνωσης συμπεριφορών και ψυχολογικής ανάλυσης χαρακτήρων ικανών να φέρουν σε δύσκολη θέση τους πιο παραδοσιακούς θεατές, αναδεικνύοντας τις ρωγμές στην οικογένεια. Ο Μανιώτης είναι ένα από τα πολλά παραδείγματα. Αλλά εκεί μιλάμε για δράματα. Οι Μιχάλης Ρέππας και Θανάσης Παπαθανασίου, ανήκουν στο εξίσου δύσκολο είδος της κωμωδίας και το είδαν αλλιώς. Το 1996 λοιπόν, ανέβηκε το έργο τους Μπαμπάδες με ρούμι, εξαιρετικά επίκαιρο τότε, με δύο γιους-πικραμένα λαμόγια, δύο νύφες που αλληλοφαγώνονται όπως οφείλουν οι συνυφάδες, και φυσικά μια εκπρόσωπο του κοινωνικού επαρχιακού περίγυρου και μια Βουλγάρα που φρόντιζε τον "γέρο" πατέρα. 

Η μαύρη κωμωδία του πασίγνωστου συγγραφικού διδύμου, διατρέχει διάφορα επίπεδα: το προαναφερθέν των γάμων με αλλοδαπές για νομιμοποίηση και άδεια παραμονής (που αλλιώς θα παρουσιαζόταν σήμερα), την κλοπή της σύνταξης και των ακινήτων από τις εισαγόμενες συζύγους, τα χρέη της οικογένειας με τους απογόνους να προσβλέπουν στην πατρική περιουσία για να σωθούν (αυτό είναι το πιο δυνατό δραματουργικά σημείο αλλά είπαμε δεν είναι δράμα το έργο), την ελαφρότητα της εποχής (το χρήμα βρισκόταν εύκολα σε δάνεια και Χρηματιστήριο, κι αυτό όμως θα παρουσιαζόταν αλλιώς σήμερα). Όπως σε πολλά έργα της νέας ελληνικής δραματουργίας, υπάρχει κι εδώ ο διαχωρισμός των δύο αδελφών, αλλού θα ήταν ο αριστερός κι ο δεξιός, ο αντάρτης κι ο χωροφύλακας, εδώ είναι το χοντρολαμόγιο-υπερφίαλος επιχειρηματίας με μεγάλες ιδέες κι εξίσου μεγάλες αποτυχίες, κι ο συνετός οικογενειάρχης, καλός γιος. Και οι δύο, δυνητικά βίαιοι, άδικοι, σκληροί και άρπαγες. Στο βάθος όμως απ' όλο αυτό το γαϊτανάκι, αχνοφαίνεται η κριτική για τους δύο γιους που μάλλον θα ήταν το καμάρι του πατέρα, που πραγμάτωσαν όλες τις αναμενόμενες κοινωνικές συμβάσεις, κι όμως είναι εξαρτημένοι απ' τον "γέρο", και είναι κατά βάθος χειρότεροι από παιδιά που μπορεί να μην ήταν τόσο επιθυμητά ή ακόμη και εξοστρακισμένα λόγω τρόπου ζωής, για παράδειγμα ομοφυλόφιλοι, αλλά που θα στέκονταν στα πόδια τους, και ίσως να είχαν καλύτερες αρχές για τη ζωή τους και τη ζωή γενικότερα. Αλλά είπαμε, είναι κωμωδία, όχι δράμα. 

Κωμωδία που τα 'χει τα χρονάκια της, έχει καλύτερη σκηνική (από εικαστική και ατμοσφαιρική άποψη) στιγμή το ανέβασμα της σκηνής για αλλαγή χώρου,  και παρά τη μανιέρα και το εμπορικό ανέβασμα, έχει ρυθμό και ωραίους ηθοποιούς (Χρήστος Χατζηπαναγιώτης, Τζόϋς Ευείδη, Κώστας Κόκλας, Σοφία Βογιατζάκη, Βίκυ Σταυροπούλου, Μαρία Λεκάκη). Μου άρεσαν πολύ, περισσότερο η Βίκυ Σταυροπούλου που όσο πέρναγε η ώρα γινόταν όλο και πιο λιτή και όλο και πιο ουσιαστική. Δεν θα πω για τα σημεία που το καστ (;) έκλεινε το μάτι στο θεατή με ατάκες και εκφορά λόγου που υπενθύμιζε παραστάσεις και τηλεοπτικές παραγωγές όπου ξανασυναντήθηκαν [με το κοινό], αυτό το έκανε και η παλιά ιδιοκτήτρια του θεάτρου, η Αλίκη, πρώτη διδάξασα. 

Sold-out η βραδιά, κάντε τα κουμάντα σας αν θέλετε να το δείτε. 


φωτο από το πρόγραμμα της παράστασης