Στο θέατρο Βέμπο παρουσιάζεται η παράσταση με τίτλο "Τι ζούμε;", μια πρωτότυπη σάτιρα της σύγχρονης πραγματικότητας.
Η ομάδα των ηθοποιών, δηλαδή οι Γ. Αγγελόπουλος, Μ. Μαθιουδάκης, Δ. Μακαλιάς, Αλ. Ούστα, Ζ. Ρούμπος, Γ. Σαρακατσάνης, Λ. Φισφής, Ειρ. Ψυχράμη, τα δίνει όλα επί σκηνής, με σταρ της βραδιάς τον ετοιμόλογο και ανατρεπτικό Λάμπρο Φισφή.
Ξεκινώντας από τα νούμερα της παλιάς επιθεώρησης με καυστικό χιούμορ ο θίασς αποτίει φόρο τιμής σε αξιόλογους συναδέλφους τους του εμπορικού, ενίοτε και εκχυδαϊσμένου, στυλ και ευθαρσώς καταγράφουν τη δική τους γραμμή πλεύσης που διαφέρει παρασάγγας, ανανεώνει το είδος και συνεχίζει την παράδοση, όπως κάποτε έκανε η "Ελεύθερη Σκηνή."
Ανθρώπινοι τύποι και εμπειρίες της σύγχρονης πραγματικότητας και της καθημερινότητάς μας, διακωμωδούνται ανηλεώς, υπάρχει πάρε-δώσε με το κοινό, χωρίς "μπαλέτα" και σεξουαλικά υπονοούμενα, με καλό timing που δεν "ξεχειλώνει" τα αστεία αλλά κάνει την παράσταση εφάμιλλη παρεμφερών stand-up του εξωτερικού, τουλάχιστον (αλλά όχι μόνο) όσον αφορά στα σόλι του Λάμπρου Φισφή. Περιττό να πούμε ότι πέφτει άφθονο δάκρυ λόγω γέλωτος, το θέατρο είναι γεμάτο, η ατμόσφαιρα απογειωμένη και ενδείνυται σαφέστατα η παράσταση για τις μέρες που ζούμε.
Η αρχή και το τέλος της παράστασης αξίζουν πολύ, και στη διάρκεια θα αναγνωρίσετε τον εαυτό σας, τους φίλους σας, τους FB φίλους σας και συμπεριφορές καθημερινές. Σας είναι γνωστά και οικεία όσα λέγονται και γίνονται επί σκηνής, κάπου στο άμεσο ή ευρύτερο περιβάλλον σας υπάρχει ένας απ' τους χαρακτήρες, κάτι έχετε ζήσει ή ακούσει γι' αυτά τα θέματα, κι αυτό κάνει τον θεατή να κλαίει απ' τα γέλια καθώς βλέπει στον παραμορφωτικό και ανηλεή καθρέφτη της σάτιρας τα ελαττώματά του τόσο επακριβώς μεταφερμένα, που δεν μπορεί να μη γελάσει ακόμη και με το χάλι του. Κι αυτό είναι σπουδαίο.
Πάτε να το δείτε, θα περάσετε θαυμάσια, θα ευχαριστηθείτε, θα γελάσετε. Και μετά μη γράψετε στο FB κανέναν δακρύβρεχτο Κοέλιο, εκτός κι αν θέλετε να γίνετε το επόμενο θέμα κάποιας άλλης σάτιρας..
https://drive.google.com/file/d/1Hw7wW20lEXn5NBM83EHRc430pR2SzYBg/view?usp=sharing
Tuesday, January 16, 2018
Saturday, January 6, 2018
ΚΡΙΤΙΚΗ - ΜΑΝΤΑΜ ΣΟΥΣΟΥ
Η "Μαντάμ Σουσού", το πασίγνωστο έργο του Δημήτρη Ψαθά που δημιούργησε με τη δημοφιλία του ακόμη και νεολογισμούς στην νεοελληνική γλώσσα, παίζεται στο θέατρο Παλλάς, σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα, με τη Δήμητρα Παπαδοπούλου, τον Κώστα Κόκλα και τον Άλκη Κούρκουλο στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τους λόγους που η Μαντάμ Σουσού θα ήταν σήμερα δημοφιλής πέρα από το να ασκηθεί μια αμήχανη κοινωνική κριτική. Στην εποχή της κρίσης και της πολιτικής ορθότητας, ο "Μπούθουλας" δύσκολα γίνεται δεκτός από το κοινό ως απεύθυνση που ευθέως υπονοεί κοινωνική διαστρωμάτωση, έστω κι αν την επιχρυσώνει η δημιουργική τρέλλα της Μπουθουλαίας Σταχτοπούτας, της Μαντάμ Σουσού. Και η αλήθεια είναι, ότι ο "βουλευτής" (του έργου) φλέρταρε επικίνδυνα με τον σκηνοθετικό λαϊκισμό, χώρια που οι πλημμύρες του τόπου διαμονής και καταγωγής της Σουσού καναλιζαρίστηκαν να θυμίσουν την άτυχη Μάντρα Αττικής. Κι εκεί η ψιλομισογυνική ηθογραφία του Δημήτρη Ψαθά συνάντησε την επιθεώρηση. Και δεν έπρεπε.
Η παράσταση έχει ζωντανή ορχήστρα και άπειρα τραγούδια-αναγγελίες της δράσης και προοικονομία των συναισθημάτων της ηρωίδας, και πολλά χορευτικά, έτσι που τελικά δεν μπορεί να είναι σίγουρος κανείς αν η "Μαντάμ Σουσού" στο Παλλάς είναι μιούζικαλ, επιθεώρηση ή μια εκδοχή του "Αρχοντοχωριάτη" του Μολιέρου σε γυναικεία εκδοχή. Όλα τα προαναφερθέντα είδη περνάνε μπροστά στα μάτια του θεατή στην μακρόσυρτη παράσταση, και διακόπτουν ειρμό και δραματικότητα -γιατί κι αυτό υπάρχει στη γραφική Σουσού. Και μέχρι το τέλος, δεν γίνεται κατανοητό αν η Σουσού είναι επηρμένη, καπάτσα, τρελλή, ονειροπόλος, αλαφροίσκιωτη, κορόϊδο και άλλα πολλά.
Και βεβαίως το σημείο της εγκατάλειψης του τέκνου, στη σημερινή εποχή μόνο ως αστειότητα που βρίσκει κανείς στην εξτραβαγκάντσα ενός Μποστ, μπορεί να νοηθεί. Εκεί η παλαιότητα δείχνει ότι μάλλον το έργο έπρεπε να ανέβει ως είχε, χωρίς να το καταπιέσει η εμπορικότητα του Παλλάς.
Οι ηθοποιοί γνωστοί και αγαπημένοι αλλά και νεότεροι, επιτελούν παραπάνω κι από φιλότιμα το έργο τους. Και μάλλον δεν ήξεραν όλοι ποιό ήταν αυτό. Με το τηλεοπτικό στυλ που αγάπησε το κοινό, το πρωταγωνιστικό ζευγάρι Δήμητρα Παπαδοπούλου-Κώστας Κόκλας. Εκείνος σώζεται γιατί η "λαϊκή αμηχανία" ενός νεοβαλκάνιου μισο-μετροσέξουαλ καλύπτει πολλά σε μια σχετικά ανανεωμένη εκδοχή του "Παναγιωτάκη." Είναι σαν το ξαναγέννημα ενός ιστορικού θεατρικού χαρακτήρα. Η πρωταγωνίστρια όμως, με εξαίρεση μερικές καλές στιγμές, περιφέρεται μάλλον σαν "Μαντάμ Κιουρί" που κάνει την αγράμματη "για πλάκα." Το ύφος της, κληρονομημένο από τηλεοπτικούς ρόλους, έναν απ' τους οποίους έπλασε η ίδια στους "Απαράδεκτους", δεν είναι η Μαντάμ Σουσού, και ίσως το γεγονός ακριβώς ότι η Σουσού είναι δύσκολο να βρει το αντίστοιχό της στη σύγχρονη Ελλάδα χωρίς να "σπάσουν πολλά αυγά για να γίνει η θεατρική ομελέτα", έκανε τον σκηνοθέτη να την αφήσει ακάλυπτη να περιφέρει τον καλοστολισμένο της εαυτό στη σκηνή. Ο Άλκης Κούρκουλος έπαιξε εύκολα το γοητευτικό "παλιόπαιδο". Λίγο διδακτικός αλλά ευχάριστος, ώριμος και λιτός ο Βασίλης Χαλακατεβάκης πρόσφερε ως ρόλος αλλά και ερμηνεία μια "άγκυρα" να πιαστεί ο θεατής, όπως και ο Κώστας Φλωκατούλας που είναι πάντα πειστικός γκρινιάρης και σταθερή αξία.
Παρά τη μεγάλη διάρκεια, το κοινό στο κατάμεστο Παλλάς (5/1), φάνηκε να διασκεδάζει ιδιαίτερα, οπότε όσοι πιστοί προσέλθετε. Σκηνικά που ανεβοκατεβαίνουν, κοστούμια, μουσική, χορός, τραγούδια, νοσταλγικές εικόνες σε προβολή από την Αθήνα περασμένων δεκαετιών (καλή ιδέα), αγαπημένοι ηθοποιοί, πασίγνωστο έργο...ιδού η συνταγή. Pas mal, pas mal du tout.
Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τους λόγους που η Μαντάμ Σουσού θα ήταν σήμερα δημοφιλής πέρα από το να ασκηθεί μια αμήχανη κοινωνική κριτική. Στην εποχή της κρίσης και της πολιτικής ορθότητας, ο "Μπούθουλας" δύσκολα γίνεται δεκτός από το κοινό ως απεύθυνση που ευθέως υπονοεί κοινωνική διαστρωμάτωση, έστω κι αν την επιχρυσώνει η δημιουργική τρέλλα της Μπουθουλαίας Σταχτοπούτας, της Μαντάμ Σουσού. Και η αλήθεια είναι, ότι ο "βουλευτής" (του έργου) φλέρταρε επικίνδυνα με τον σκηνοθετικό λαϊκισμό, χώρια που οι πλημμύρες του τόπου διαμονής και καταγωγής της Σουσού καναλιζαρίστηκαν να θυμίσουν την άτυχη Μάντρα Αττικής. Κι εκεί η ψιλομισογυνική ηθογραφία του Δημήτρη Ψαθά συνάντησε την επιθεώρηση. Και δεν έπρεπε.
Η παράσταση έχει ζωντανή ορχήστρα και άπειρα τραγούδια-αναγγελίες της δράσης και προοικονομία των συναισθημάτων της ηρωίδας, και πολλά χορευτικά, έτσι που τελικά δεν μπορεί να είναι σίγουρος κανείς αν η "Μαντάμ Σουσού" στο Παλλάς είναι μιούζικαλ, επιθεώρηση ή μια εκδοχή του "Αρχοντοχωριάτη" του Μολιέρου σε γυναικεία εκδοχή. Όλα τα προαναφερθέντα είδη περνάνε μπροστά στα μάτια του θεατή στην μακρόσυρτη παράσταση, και διακόπτουν ειρμό και δραματικότητα -γιατί κι αυτό υπάρχει στη γραφική Σουσού. Και μέχρι το τέλος, δεν γίνεται κατανοητό αν η Σουσού είναι επηρμένη, καπάτσα, τρελλή, ονειροπόλος, αλαφροίσκιωτη, κορόϊδο και άλλα πολλά.
Και βεβαίως το σημείο της εγκατάλειψης του τέκνου, στη σημερινή εποχή μόνο ως αστειότητα που βρίσκει κανείς στην εξτραβαγκάντσα ενός Μποστ, μπορεί να νοηθεί. Εκεί η παλαιότητα δείχνει ότι μάλλον το έργο έπρεπε να ανέβει ως είχε, χωρίς να το καταπιέσει η εμπορικότητα του Παλλάς.
Οι ηθοποιοί γνωστοί και αγαπημένοι αλλά και νεότεροι, επιτελούν παραπάνω κι από φιλότιμα το έργο τους. Και μάλλον δεν ήξεραν όλοι ποιό ήταν αυτό. Με το τηλεοπτικό στυλ που αγάπησε το κοινό, το πρωταγωνιστικό ζευγάρι Δήμητρα Παπαδοπούλου-Κώστας Κόκλας. Εκείνος σώζεται γιατί η "λαϊκή αμηχανία" ενός νεοβαλκάνιου μισο-μετροσέξουαλ καλύπτει πολλά σε μια σχετικά ανανεωμένη εκδοχή του "Παναγιωτάκη." Είναι σαν το ξαναγέννημα ενός ιστορικού θεατρικού χαρακτήρα. Η πρωταγωνίστρια όμως, με εξαίρεση μερικές καλές στιγμές, περιφέρεται μάλλον σαν "Μαντάμ Κιουρί" που κάνει την αγράμματη "για πλάκα." Το ύφος της, κληρονομημένο από τηλεοπτικούς ρόλους, έναν απ' τους οποίους έπλασε η ίδια στους "Απαράδεκτους", δεν είναι η Μαντάμ Σουσού, και ίσως το γεγονός ακριβώς ότι η Σουσού είναι δύσκολο να βρει το αντίστοιχό της στη σύγχρονη Ελλάδα χωρίς να "σπάσουν πολλά αυγά για να γίνει η θεατρική ομελέτα", έκανε τον σκηνοθέτη να την αφήσει ακάλυπτη να περιφέρει τον καλοστολισμένο της εαυτό στη σκηνή. Ο Άλκης Κούρκουλος έπαιξε εύκολα το γοητευτικό "παλιόπαιδο". Λίγο διδακτικός αλλά ευχάριστος, ώριμος και λιτός ο Βασίλης Χαλακατεβάκης πρόσφερε ως ρόλος αλλά και ερμηνεία μια "άγκυρα" να πιαστεί ο θεατής, όπως και ο Κώστας Φλωκατούλας που είναι πάντα πειστικός γκρινιάρης και σταθερή αξία.
Παρά τη μεγάλη διάρκεια, το κοινό στο κατάμεστο Παλλάς (5/1), φάνηκε να διασκεδάζει ιδιαίτερα, οπότε όσοι πιστοί προσέλθετε. Σκηνικά που ανεβοκατεβαίνουν, κοστούμια, μουσική, χορός, τραγούδια, νοσταλγικές εικόνες σε προβολή από την Αθήνα περασμένων δεκαετιών (καλή ιδέα), αγαπημένοι ηθοποιοί, πασίγνωστο έργο...ιδού η συνταγή. Pas mal, pas mal du tout.
Thursday, January 4, 2018
ΚΡΙΤΙΚΗ, "Καζαντζάκης" του Γ. Σμαραγδή.
Με "μίτο" της αφήγησης την "Αναφορά στον Γκρέκο", το ημιτελές κύκνειο άσμα του Νίκου Καζαντζάκη, ο σκηνοθέτης της ταινίας, Γιάννης Σμαραγδής, φτιάχνει τη βιογραφία ενός ακόμη Έλληνα διεθνούς ακτινοβολίας, του διάσημου συγγραφέα του "Ζορμπά."
Επί της ουσίας, το είδος αυτό της ταινίας λέγεται -ή θα 'πρεπε να λέγεται- μελοδραματική αγιογραφία. Ξαναστήνει σκηνές από τη ζωή και τους σημαντικούς πνευματικούς και συναισθηματικούς σταθμούς της ζωής του Καζαντζάκη, υμνώντας τον, πιστεύοντάς τον, αλλά σχεδόν ερήμην του συγγραφέα, καθώς η αγωνία του Σμαραγδή δε φαίνεται να είναι να φωτίσει πλευρές της προσωπικότητας, της ζωής και του έργου του διάσημου Έλληνα, αλλά να φτιάξει μια mainstream παραγωγή, η οποία είναι τίγκα στο μελόδραμα, την τουριστική ηρωοποίηση των στην ταινία εμφανιζόμενων προσώπων, και εντέλει καταφέρνει, με μικρές εξαιρέσεις, να στριμώξει τον Καζαντζάκη σε ένα ύφος παρωχημένου σινεμά που δεν του αξίζει.
Έχει πάρει και φτιάχνει τις βιογραφίες των "διάσημων Ελλήνων" με την κλασική χαϊδευτική συνταγή και τη μεγαλοστομία που κολακεύει "απαξάπαντες". Εδώ, στην περίπτωση του Καζαντζάκη, είχε εξαιρετικό υλικό για να αναμετρηθεί: τι ήταν αυτοί οι σταθμοί ζωής με Χριστό, Βούδα, Λένιν, ποιά η σχεση του με τις γυναίκες, ποιά η "πραγματική" ζωή του συγγραφέα, τα ταξίδια του, η γραφή του, η περιπεπλεγμένη σε βαθμό διαστροφής ιδιωματική δημοτική, οι φιλίες του, το "μετά το θάνατό του", τα νεανικά του χρόνια... Τι ήταν το ταξίδι στην έρημο; αναχωρητισμός, ρομαντισμός, σχέση με τον πατέρα, μια νεανική προ-χίπυ τρέλλα σε ασκητικό "asram"; Ποιά η αξιολόγηση των πνευματικών και ψυχικών μεταπτώσεων του Καζαντζάκη, η σχέση με τον Νίτσε, το όραμα του εαυτού και τόσα ακόμα. Είχε μπόλικο υλικό, προφανώς δούλεψε πολύ με τους ηθοποιούς του, από πολλούς απέσπασε θαυμάσιες ερμηνείες, αλλά η ταινία παρέμεινε επιδερμικό μελόδραμα που τσαλαβούτησε σε πολλά και δεν "ήπιε απ' την πηγή."
Και μια και πιάσαμε τους ηθοποιούς, ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, φυσικά ο Στέφανος Ληναίος -τόσο σπουδαίος- ο Αργύρης Ξάφης, ο Νίκος Καρδώνης, οδηγούν στην υποκριτική. Ειδική μνεια στον Στάθη Ψάλτη σε έναν κόντρα τελευταίο ρόλο. Η Ζέτα Δούκα πολύ καλή και λαμπερή "Μελίνα", η Μαρίνα Καλογήρου φιλότιμη και "ευπειθής". Η Έρση Μαλικένζου αγνώριστη και πολύ καλή. Ο Θοδωρής Αθερίδης δεν φάνηκε να έχει αποφασίσει πώς θα ζωντανέψει τον Ζορμπά. Λίγο "man Friday" του βγήκε, και περίμενα να δω και τον Ροβινσώνα από δίπλα.
Αυτό που δεν κατάλαβα και ομολογώ με ξένισε στην ταινία, ως ένα βαθμό κατανοητό γιατί θα ξεστράτιζε το ήδη περίπλοκο σενάριο, (αλλά κι αυτό δεν είναι δικαιολογία), ήταν γιατί ο Σικελιανός και ο Καζαντζάκης εμφανίζονται με ένα γάμο και μια σύζυγο. Ο νεανικός μεγάλος έρωτας με τη Γαλάτεια, του Νίκου Καζαντζάκη, και ο δεύτερος γάμος με την Άννα, του Σικελιανού η οποία ήταν η σύντροφός του τον καιρό του θανάτου του, γιατί αποσιωπήθηκαν; Εντελώς ακατανόητη επιλογή και ήταν σχεδόν αστείο να φωνάζει διαρκώς δίπλα του την "Εύα" σαν να μη χώρισαν ποτέ ο "Άγγελος Σικελιανός" στην ταινία.
Αγαπημένος και πολυδιαβασμενος ο Καζαντζάκης, προφανώς συγκινεί ακόμη, εξ ού και η προσέλευση στο ομώνυμο φίλμ του Σμαραγδή. Εύπεπτο, μεγάλη παραγωγή, δημοφιλές καστ, πολυαγαπημένος ήρωας, τα ασφαλή συστατικά της ταινίας. Και μπόλικη συγκίνηση. Είπαμε, μελόδραμα είναι, δεν είναι δα κι η Αναφορά στον Γκρέκο.
Επί της ουσίας, το είδος αυτό της ταινίας λέγεται -ή θα 'πρεπε να λέγεται- μελοδραματική αγιογραφία. Ξαναστήνει σκηνές από τη ζωή και τους σημαντικούς πνευματικούς και συναισθηματικούς σταθμούς της ζωής του Καζαντζάκη, υμνώντας τον, πιστεύοντάς τον, αλλά σχεδόν ερήμην του συγγραφέα, καθώς η αγωνία του Σμαραγδή δε φαίνεται να είναι να φωτίσει πλευρές της προσωπικότητας, της ζωής και του έργου του διάσημου Έλληνα, αλλά να φτιάξει μια mainstream παραγωγή, η οποία είναι τίγκα στο μελόδραμα, την τουριστική ηρωοποίηση των στην ταινία εμφανιζόμενων προσώπων, και εντέλει καταφέρνει, με μικρές εξαιρέσεις, να στριμώξει τον Καζαντζάκη σε ένα ύφος παρωχημένου σινεμά που δεν του αξίζει.
Έχει πάρει και φτιάχνει τις βιογραφίες των "διάσημων Ελλήνων" με την κλασική χαϊδευτική συνταγή και τη μεγαλοστομία που κολακεύει "απαξάπαντες". Εδώ, στην περίπτωση του Καζαντζάκη, είχε εξαιρετικό υλικό για να αναμετρηθεί: τι ήταν αυτοί οι σταθμοί ζωής με Χριστό, Βούδα, Λένιν, ποιά η σχεση του με τις γυναίκες, ποιά η "πραγματική" ζωή του συγγραφέα, τα ταξίδια του, η γραφή του, η περιπεπλεγμένη σε βαθμό διαστροφής ιδιωματική δημοτική, οι φιλίες του, το "μετά το θάνατό του", τα νεανικά του χρόνια... Τι ήταν το ταξίδι στην έρημο; αναχωρητισμός, ρομαντισμός, σχέση με τον πατέρα, μια νεανική προ-χίπυ τρέλλα σε ασκητικό "asram"; Ποιά η αξιολόγηση των πνευματικών και ψυχικών μεταπτώσεων του Καζαντζάκη, η σχέση με τον Νίτσε, το όραμα του εαυτού και τόσα ακόμα. Είχε μπόλικο υλικό, προφανώς δούλεψε πολύ με τους ηθοποιούς του, από πολλούς απέσπασε θαυμάσιες ερμηνείες, αλλά η ταινία παρέμεινε επιδερμικό μελόδραμα που τσαλαβούτησε σε πολλά και δεν "ήπιε απ' την πηγή."
Και μια και πιάσαμε τους ηθοποιούς, ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, φυσικά ο Στέφανος Ληναίος -τόσο σπουδαίος- ο Αργύρης Ξάφης, ο Νίκος Καρδώνης, οδηγούν στην υποκριτική. Ειδική μνεια στον Στάθη Ψάλτη σε έναν κόντρα τελευταίο ρόλο. Η Ζέτα Δούκα πολύ καλή και λαμπερή "Μελίνα", η Μαρίνα Καλογήρου φιλότιμη και "ευπειθής". Η Έρση Μαλικένζου αγνώριστη και πολύ καλή. Ο Θοδωρής Αθερίδης δεν φάνηκε να έχει αποφασίσει πώς θα ζωντανέψει τον Ζορμπά. Λίγο "man Friday" του βγήκε, και περίμενα να δω και τον Ροβινσώνα από δίπλα.
Αυτό που δεν κατάλαβα και ομολογώ με ξένισε στην ταινία, ως ένα βαθμό κατανοητό γιατί θα ξεστράτιζε το ήδη περίπλοκο σενάριο, (αλλά κι αυτό δεν είναι δικαιολογία), ήταν γιατί ο Σικελιανός και ο Καζαντζάκης εμφανίζονται με ένα γάμο και μια σύζυγο. Ο νεανικός μεγάλος έρωτας με τη Γαλάτεια, του Νίκου Καζαντζάκη, και ο δεύτερος γάμος με την Άννα, του Σικελιανού η οποία ήταν η σύντροφός του τον καιρό του θανάτου του, γιατί αποσιωπήθηκαν; Εντελώς ακατανόητη επιλογή και ήταν σχεδόν αστείο να φωνάζει διαρκώς δίπλα του την "Εύα" σαν να μη χώρισαν ποτέ ο "Άγγελος Σικελιανός" στην ταινία.
Αγαπημένος και πολυδιαβασμενος ο Καζαντζάκης, προφανώς συγκινεί ακόμη, εξ ού και η προσέλευση στο ομώνυμο φίλμ του Σμαραγδή. Εύπεπτο, μεγάλη παραγωγή, δημοφιλές καστ, πολυαγαπημένος ήρωας, τα ασφαλή συστατικά της ταινίας. Και μπόλικη συγκίνηση. Είπαμε, μελόδραμα είναι, δεν είναι δα κι η Αναφορά στον Γκρέκο.
Subscribe to:
Posts (Atom)