Η "Μαντάμ Σουσού", το πασίγνωστο έργο του Δημήτρη Ψαθά που δημιούργησε με τη δημοφιλία του ακόμη και νεολογισμούς στην νεοελληνική γλώσσα, παίζεται στο θέατρο Παλλάς, σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα, με τη Δήμητρα Παπαδοπούλου, τον Κώστα Κόκλα και τον Άλκη Κούρκουλο στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τους λόγους που η Μαντάμ Σουσού θα ήταν σήμερα δημοφιλής πέρα από το να ασκηθεί μια αμήχανη κοινωνική κριτική. Στην εποχή της κρίσης και της πολιτικής ορθότητας, ο "Μπούθουλας" δύσκολα γίνεται δεκτός από το κοινό ως απεύθυνση που ευθέως υπονοεί κοινωνική διαστρωμάτωση, έστω κι αν την επιχρυσώνει η δημιουργική τρέλλα της Μπουθουλαίας Σταχτοπούτας, της Μαντάμ Σουσού. Και η αλήθεια είναι, ότι ο "βουλευτής" (του έργου) φλέρταρε επικίνδυνα με τον σκηνοθετικό λαϊκισμό, χώρια που οι πλημμύρες του τόπου διαμονής και καταγωγής της Σουσού καναλιζαρίστηκαν να θυμίσουν την άτυχη Μάντρα Αττικής. Κι εκεί η ψιλομισογυνική ηθογραφία του Δημήτρη Ψαθά συνάντησε την επιθεώρηση. Και δεν έπρεπε.
Η παράσταση έχει ζωντανή ορχήστρα και άπειρα τραγούδια-αναγγελίες της δράσης και προοικονομία των συναισθημάτων της ηρωίδας, και πολλά χορευτικά, έτσι που τελικά δεν μπορεί να είναι σίγουρος κανείς αν η "Μαντάμ Σουσού" στο Παλλάς είναι μιούζικαλ, επιθεώρηση ή μια εκδοχή του "Αρχοντοχωριάτη" του Μολιέρου σε γυναικεία εκδοχή. Όλα τα προαναφερθέντα είδη περνάνε μπροστά στα μάτια του θεατή στην μακρόσυρτη παράσταση, και διακόπτουν ειρμό και δραματικότητα -γιατί κι αυτό υπάρχει στη γραφική Σουσού. Και μέχρι το τέλος, δεν γίνεται κατανοητό αν η Σουσού είναι επηρμένη, καπάτσα, τρελλή, ονειροπόλος, αλαφροίσκιωτη, κορόϊδο και άλλα πολλά.
Και βεβαίως το σημείο της εγκατάλειψης του τέκνου, στη σημερινή εποχή μόνο ως αστειότητα που βρίσκει κανείς στην εξτραβαγκάντσα ενός Μποστ, μπορεί να νοηθεί. Εκεί η παλαιότητα δείχνει ότι μάλλον το έργο έπρεπε να ανέβει ως είχε, χωρίς να το καταπιέσει η εμπορικότητα του Παλλάς.
Οι ηθοποιοί γνωστοί και αγαπημένοι αλλά και νεότεροι, επιτελούν παραπάνω κι από φιλότιμα το έργο τους. Και μάλλον δεν ήξεραν όλοι ποιό ήταν αυτό. Με το τηλεοπτικό στυλ που αγάπησε το κοινό, το πρωταγωνιστικό ζευγάρι Δήμητρα Παπαδοπούλου-Κώστας Κόκλας. Εκείνος σώζεται γιατί η "λαϊκή αμηχανία" ενός νεοβαλκάνιου μισο-μετροσέξουαλ καλύπτει πολλά σε μια σχετικά ανανεωμένη εκδοχή του "Παναγιωτάκη." Είναι σαν το ξαναγέννημα ενός ιστορικού θεατρικού χαρακτήρα. Η πρωταγωνίστρια όμως, με εξαίρεση μερικές καλές στιγμές, περιφέρεται μάλλον σαν "Μαντάμ Κιουρί" που κάνει την αγράμματη "για πλάκα." Το ύφος της, κληρονομημένο από τηλεοπτικούς ρόλους, έναν απ' τους οποίους έπλασε η ίδια στους "Απαράδεκτους", δεν είναι η Μαντάμ Σουσού, και ίσως το γεγονός ακριβώς ότι η Σουσού είναι δύσκολο να βρει το αντίστοιχό της στη σύγχρονη Ελλάδα χωρίς να "σπάσουν πολλά αυγά για να γίνει η θεατρική ομελέτα", έκανε τον σκηνοθέτη να την αφήσει ακάλυπτη να περιφέρει τον καλοστολισμένο της εαυτό στη σκηνή. Ο Άλκης Κούρκουλος έπαιξε εύκολα το γοητευτικό "παλιόπαιδο". Λίγο διδακτικός αλλά ευχάριστος, ώριμος και λιτός ο Βασίλης Χαλακατεβάκης πρόσφερε ως ρόλος αλλά και ερμηνεία μια "άγκυρα" να πιαστεί ο θεατής, όπως και ο Κώστας Φλωκατούλας που είναι πάντα πειστικός γκρινιάρης και σταθερή αξία.
Παρά τη μεγάλη διάρκεια, το κοινό στο κατάμεστο Παλλάς (5/1), φάνηκε να διασκεδάζει ιδιαίτερα, οπότε όσοι πιστοί προσέλθετε. Σκηνικά που ανεβοκατεβαίνουν, κοστούμια, μουσική, χορός, τραγούδια, νοσταλγικές εικόνες σε προβολή από την Αθήνα περασμένων δεκαετιών (καλή ιδέα), αγαπημένοι ηθοποιοί, πασίγνωστο έργο...ιδού η συνταγή. Pas mal, pas mal du tout.
No comments:
Post a Comment