https://drive.google.com/file/d/1Hw7wW20lEXn5NBM83EHRc430pR2SzYBg/view?usp=sharing

Wednesday, March 28, 2012

PROMITHEAS-GREECE, LOVE FOREVER

Από τις Δελφικές γιορτές του 1927, στις 27 Ιανουαρίου 2001. Ο Προμηθέας Δεσμώτης 70 χρόνια αργότερα. Από τους Δελφούς, στο Μέγαρο Μουσικής. Από τους Σικελιανούς στον Ρόμπερτ (Μπομπ) Γουίλσον. Από τους υφασμένους στον αργαλειό χιτώνες του εν δυνάμει μεγαλομανιακού οράματος της Εύας Πάλμερ, στα ιταλικής προέλευσης και ύποπτης αισθητικής κοστούμια του Ρόμπερτ (Μπομπ) Γουίλσον. Η Ελλαδα του Μεσοπολέμου από τη μια, η Ελλάδα πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 21ου αιώνα από την άλλη. Υπόκλιση στον εξ Αμερικής φιλελληνισμό και τις ρομαντικές του εξάρσεις τότε, υπόκλιση στον ανέμπνευστο αχταρμά με τους πολύ ωραίους φωτισμούς του Ρόμπερτ (Μπομπ) Γουίλσον, τώρα. Η αναζήτηση της φυλετικής συνέχειας της "ελληνικότητας" μέσα από τα πρόσωπα των χωρικών που πήγαν κι αυτοί μέχρι το θέατρο των Δελφών τότε. Ένας αμήχανος Προμηθέας με όλο το κουκλόσπιτο της Barbie στον γήινο εξοπλισμό του, και με τον "πατέρα-Δία" ξανθό, τώρα (μα ο Απόλλων με τις μούσες και τις τέχνες δεν ήταν παραδοσιακά ο ξανθός του ολύμπου, και ο Δίας ο σκουρόχρωμος μουστακαλής;)
Αναβίωση του αρχαίου Ελληνικού χορού τότε, χρόνος αληθοφανής με επιρροές από τη μακρινή χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου, σε ρυθμούς που θα αρκούσαν να γνωρίσει το σατόρι κι ένας μαθητευόμενος μοναχός, τώρα. Και πάνω απ' όλα, η ρωμαλέα γροθιά στην κοινωνία του σήμερα, μέσω του ευτυχούς συνειρμού του Ρόμπερτ (Μπομπ) που "έδεσε" τον Προμηθέα με τους Όρνιθες: "to sikoti tou Promitheas to etroge pouli- poyli...hmmm...pou tin exo akousei afti ti leksi? Poios arxaios egrapse kati me pouli?- ma nai, o Aristofanis! Wow! Afton tha valo, pou deixnei kai kritiko pnevma!
Ευχαριστημένο το κοινό από την καλοφωτισμένη σκηνική έκφραση των προβληματισμών του "Μαιτρ" περί των ανθρωπίνων αλλά και των δεσμών που βάζει στην ανθρώπινη ύπαρξη ο "να 'ταν τα νιάτα δυό φορές"-χρόνος, δεν αντελήφθη το πενιχρά εκφρασμένο παράπονο του καλλωπισμένου Προμηθέα δεμένου στις αρχιτεκτονικές-διακοσμητικές λύσεις του σκηνικού- τέλειου σπιτιού.

Αυγή, Φεβρουάριος 2001

Monday, March 26, 2012

DOMINANT IDEOLOGIES in GREEK DANCE

In the last 20 years or so, Greek dance has not only been trying to experience what was -prematurely named- its "Spring-time" and "rebirth", but to also survive through opposing ideologies and ideas, primarily focusing on: "how to save art", "how to make art (dance) profitable", "how to export art (dance)".
Centres of political power, guessing that this might be a field of power interplay, joined in with no knowledge and yet via actions and decrees; furthermore in no consistent way, blending traditional political practices (clientele, favoring this or that group et.c.) with sparse innovations (for Greece) like upgrading of certain institutions, inauguration of practices as seen abroad et.c.).

Meanwhile, in the real "battleground" that has been and still is, real life and art, there appeared "art-saving" ideologies or ideologemmes emerging from various sources outdated or not: hellenism, visions of balletic regeneration/rebirth, the French example, the British example the New York example and so on. There have been opposing suggestions as to how to: upgrade education, change education, re-create education; and,what should "new" education attain/aim at; plus whom and why subsidies should be given to and many more, not necessarily cumulatively or in that order, or very well and clearly articulated, and mostly as an interplay between sub-groups and state power.

One might say, well that's not unusual or unheard of, especially in unsettled neo-post-colonial circumstances. However, in the unsettled battleground of ideologies, one issue that rarely was addressed and remains unresolved concerns professional ethics. This is not meant to be a moralistic approach, au contraire, what is at stake when ethical conduct does not form part of the agenda of a certain group (which does interfere in the formation of strategies, and has a strong public profile -for all sorts of reasons), then a danger of possible manipulation of weaker sub-groups may arise, and/or the use of such groups for promoting a very personal -but hidden agenda.

It is out of the question for the writer of this article as well as for many dance practitioners (with whom many random discussions but also interviews have been conducted), to have critics -for example, one acting powerful professional group, who on the one hand report and comment on performances and on the other hand work for and promote the work of one or more dance groups. This creates confusion, uncertainty within the artistic community and does not help at all to promote clear strategies. Everyone thinks that "nothing can be done," "nothing changes in terms of ethics", "that everyone helps out their friends and if you play fair you are a sucker, big time". It is depressing in the long-term and has a negative effect in the morale of the community, while it affects its motivation towards problem solving and self-respect.

"Mixed practices", as we might call the above mentioned attitude (as well as others of similar/analogous nature) more mildly, further help to sustain a certain tendency to dependence: upon power structures, wherever these come from and regardless to whom they are affiliated with, and/or groups that may be in power. They also disincline people/artists from standing up for their rights (payments, insurance et.c.) because they believe "that the game is set and we are used as pawns in it". They also believe that they should not talk or express their disagreement "because "they" form a powerful structure and we shall be out of business", while if they synchronize their "pace" to the "irrational", proto-institutional structures, they "might get a job, or other help, because life is difficult and (we) do not want to play heroes". This although they believe that "in the long run, it is better to stick to one's guns", but "at the moment of choice, friends who have joined such groups and other sources of pressure, that is family,others professionals, tend to control [our] decisions".

Therefore, very often, arts communities, dance as is the case here, tend to acquire a profile and move according to the ideology of the power structure that has the closest link to institutional authorities/academia/the Press and so on thus imposing its will. It may offer work or promises via a circle of docile "bodies", exhibiting a possibility of stability and power that in reality is saved for its close circle of affiliates, in a Mafia-like way of functioning.
The community assimilates claims of agendas that might otherwise not have been its own. For example, while education may be important, a dominant group's agenda may claim better conditions in exporting art/dance. It is seductive, it is necessary, but it may be unattainable at a given moment (-while a different set of decisions may resolve this very problem0. Nonetheless no strategy in regard to real needs and consistent strategies may be studied and agreed upon, as the pace to power of a specific power structure/group is in need of the "talk" about "exporting Greek dance", because it is the stepping-stone to another (hidden) target in its agenda.

Therefore, attention should be paid to practices that not only do not help promote Greek dance, for example, but underline alienation and show the crudest face of power imposed upon artistic communities. If we can already talk about the abstract structure and function of power, a form that should be conceived as close to forms of violence (manipulation, dependence marginalization and abuse through poverty and exclusion if not direct threats), then dance in Greece moved quickly to its stagnation and its stripping of regenerating powers much too early. Like a long winter without -a much awaited for- Spring.

Friday, March 23, 2012

ΤΟΞΙΚΗ ΤΕΧΝΗ (TOXIC ART)

Στα 20 χρόνια επαγγελματικής πορείας (ως κριτικός από πολλά και διάφορα έντυπα), παρακολούθησα "ελπίδες" να γεννιούνται σε εναλλακτικούς χώρους, εγκαταλειμένους χώρους, κυριλέ χώρους, απομακρυσμένους χώρους, χώρους με 40 βαθμούς το καλοκαίρι και -10 το χειμώνα, mainstream χώρους, μεγάλους και μικρούς χώρους.
Στριμώχτηκα με άλλους "συναγωνιστές"-θεατές σε πατάρια, κάθισα σε "κερκίδες" που έχασκε από κάτω το κενό να σε καταπιεί, κρύωσα, ζεστάθηκα, βαρέθηκα, κουράστηκα, έφυγα στα μισά, έβαλα στοίχημα ότι ξέρω το φινάλε, και το κέρδισα άπειρες φορές, ανησύχησα για την ανία που πλανιόταν πανταχόθεν...
Άκουσα υπερφίαλες δηλώσεις που δεν ενστερνίστηκα, περί "άνοιξης του Ελληνικού χορού", "μέλλοντος του Ελληνικού χορού", "πολιτικής επί του Ελληνικού χορού". Ήταν προφανές ότι με πορδές αυγά δε βάφονται, και χρειάζεται κάτι παραπάνω από αντιγραφές των Γαλλικών/Αγγλικών/Αμερικανικών συστημάτων, εντελώς τυχαία και από τους απολύτως ακατάλληλους ανθρώπους, για να γίνει κάτι.
Είδα το ζόφο των τριετών, διετών συμβάσεων, "βραδιές Ελλήνων χορογράφων", πλατφόρμες, κόντρα πλατφόρμες, άκουσα μεγαλόστομες δηλώσεις και σιγά-σιγά έδειξε ο καθένας το προ ετών προβλεφθέν πρόσωπο.

Ο Ελληνικός χορός, ακόμη και με τους μέτριους, είχε δείξει ψήγματα ελπίδας. Ναι, οι ελπίδες εξανεμίστηκαν, αλλά μικροπράγματα υπήρχαν, και δη αξιοπρεπώς. Αυτό όμως που συνέβη σταδιακά από το 2004 και μετά, ήταν πρωτοφανές. Ζούμε έναν ξεπεσμό. Όχι την προλεταριοποίηση της τέχνης αυτής (άντε πάει στα κομμάτια, κάνει και..."άποψη"), αλλά τον εναγκαλισμό του λούμπεν, και δη (όπως είναι εξ ορισμού αναμενόμενο), χωρίς άποψη.
Στην τέχνη δεν είναι ταξικό το φαινόμενο, αλλά το τοξικό αποτέλεσμα του εναγκαλισμού της (τέχνης) με φασιστοειδείς καταστάσεις και με την αταλαντοσύνη. Ποτέ άλλοτε δεν ανέλαβαν και δεν αντιποιήθηκαν τα του πολιτισμού τόσοι άνθρωποι χωρίς κανένα καλλιτεχνικό όραμα και γνώση. Ποτέ άλλοτε δεν πολλαπλασιάστηκε ως κακοήθεια η εντελώς ασήμαντη τέχνη. Ποτέ άλλοτε οι αποτυχόντες και "ατυχήσαντες" δεν υπαγόρευσαν σε τόσα θεσμικά κέντρα τι δέον γενέσθαι.
Πλέον τα έργα και οι ομάδες δεν παρουσιάζουν απλά ημικόπιες της αλλοδαπής, αλλά επιπλέον ομοιάζουν τρομακτικά μεταξύ τους, και -το χειρότερο- φαίνεται να αναπαράγουν την ιδεολογική τοξικότητα των καιρών.
Ανάλογα με το είδος της τέχνης και το επίπεδό της, εύκολα μπορεί εποχές ολόκληρες και ζωές ανθρώπων που εμπλέκονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με την τέχνη, να "πεταχτούν στα σκουπίδια". Ας αντισταθούν όσοι μπορούν, για να μην υπάρξουν πάλι "χαμένες γενιές" που επιβάλλουν τα σαχλά τους οράματα στις επόμενες γενιές όπως οι μαμάδες που δεν πήγαν ποτέ στα καλλιστεία/δεν έκαναν καριέρα (αχ, άτιμος κενωνία!)/δεν παντρεύτηκαν τον ευαίσθητο λουλουδά αλλά τον μουστακαλή χασάπη κ.ο.κ. και βγάζουν τα απωθημένα μιας παραίσθησης στους γύρω.


Monday, January 9, 2012

THE ARTIST

Σκηνοθέτης: Michel Hazanavicious. Με τους: Berenice Bejo, Jean Dujardin.

Είναι αυτό που λέμε αριστούργημα, μια ευτυχέστατη σύμπτωση ενός εκπληκτικού σεναρίου, ενός εμπνευσμένου σκηνοθέτη και σπουδαίων ηθοποιών. Το φιλμ αποτίει φυσικά φόρο τιμής στον Τσάπλιν και την αγωνία του για τη μετάβαση στον ομιλούντα κινηματογράφο τον οποίο εξακολούθησε να αρνείται για αρκετό διάστημα, την Γκρέτα Γκάρμπο που τελείωσε την καριέρα της ενδεχομένως (;) και επειδή θεώρησε ελάχιστα γοητευτική τη φωνή της, αλλά και στον πρωτομάστορα της αναρχικής κωμωδίας, Μελ Μπρουκς, που πειραματίστηκε με τον βωβό κινηματογράφο στην ταινία του Silent Movie το 1976, με τους συνεργάτες του που άφησαν εποχή: Μάρτυ Φέλντμαν, Ντομ ντε Λουίζ, Τζην Γουάϊλντερ.
Η ταινία διατρέχει περίπου τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αι. ακολουθώντας τον σταρ του βωβού George Valentin, ενώ παρελαύνουν μαζί του σε ένα art deco σετ, το πρωτόγονο αλλά αποτελεσματικό ήδη σταρ σύστεμ, κινηματογραφικά είδη όπως το μιούζικαλ στο ξεκίνημά τους, το μυστικό του Valentin που είναι ο "Artist", και το μελόδραμα της ζωής των αστέρων από καταβολής Χόλλυγουντ. Όλα αυτά τα στοιχεία τα εκμεταλλεύεται έξυπνα ο Χαζαναβίσιους, και τα κάνει να συμπλεύσουν με την ίδια την ιστορία του σινεμά: τις εταιρείες παραγωγής και του ελέγχου που ασκούν (φυσικά με τις καλές στιγμές των εμπνευσμένων διευθυντών τους), το κυνήγι του κέρδους, την άνοδο και την πτώση των αστέρων που μια λάθος απόφαση μπορεί να τους φέρει τ' απάνω-κάτω στη ζωή και την καριέρα.
Κι ακόμη, οι αλλαγές στην τεχνική γυρίσματος και προβολής μαζί με την αλλαγή στον τρόπο θεώρησης του σινεμά ως διασκέδαση, όλα με τρόπο υπέροχο και φαινομενικά παραμυθένιο. Από το φράκο και τη ζωντανή ορχήστρα, ο κινηματογράφος γίνεται το λαϊκότερο είδος και ταυτόχρονα μεταλλάσσεται καλλιτεχνικά και παραμένει ζωντανός, όπως και ο "Artist", ο κεντρικός χαρακτήρας της ταινίας.
Με έναν Ζαν Ντυζαρντάν γοητευτικό και λαμπερό, και μια συμπρωταγωνίστρια με την ομορφιά και τη μεγάλη καρδιά των γυναικείων χαρακτήρων των ταινιών του Τσάρλυ Τσάπλιν. Επειδή όμως ο Χαζαναβίσιους δημιουργεί τον 21ο αι., της πρόσθεσε και εξυπνάδα. A must see!

©

Friday, December 30, 2011

WUTHERING HEIGHTS/ ANEΜΟΔΑΡΜΕΝΑ ΥΨΗ


Ανεμοδαρμένα Ύψη, φιλμ σε σκηνοθεσία της Andrea Arnold, βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Έμιλυ Μπροντέ. Με τους Kaya Scodelario και James Howson.

Καημό το 'χω να δω μια ταινία που να μπορεί να ανταποκριθεί στη μαγική ατμόσφαιρα αυτού του βιβλίου. Και να που μετά από καιρό, από το 1992, έρχεται μια καινούργια παραγωγή που ναι μεν, έχει την καλύτερη και πιο πειστική αναπαράσταση της εποχής (όπως πριν λίγο καιρό η Τζέην Έϋρ), αλλά τίποτα από την ομιχλώδη, παθιασμένη, αποπνικτική ατμόσφαιρα του βιβλίου. Συν το γεγονός ότι "κάνει ζουμ" στην ψυχοσύνθεση των ηρώων, τύπου "πώς χτίστηκε το πάθος ανάμεσα στην Κάθυ και τον Χήθκλιφ", και καταλήγει CSI-Σκωτία.
Τέτοιο κρύο, τέτοιο γυαλιστερό τραπέζι ανατομίας, τέτοια έλλειψη συναισθήματος, είναι ακατανόητη. Και όλα αυτά, από μια σκηνοθέτιδα Αγγλίδα, που για την Αγγλία και το -εκεί- γυναικείο φύλο οι αδερφές Μπροντέ είναι τεράστιο κεφάλαιο διαρκούς αναζήτησης. Άβυσσος η ψυχή του σκηνοθέτη όμως, και παρά το καλό καστ, κάπου έρχεται η...νύστα, σαν να το σκηνοθέτησε ο Αγγελόπουλος ένα πράμα...
Εντάξει, καταλάβαμε, ο Χήθκλιφ ήταν ψυχοπαθητικάρα με νεκροφιλικές τάσεις, η Κάθυ Έρνσω υστερική ή καταθλιπτική ή με ψυχωσικό επεισόδιο στο παρελθόν της, ο αδελφός της Χίντλεϋ αλκοολικός και χαρτοπαίκτης με σαδιστικές τάσεις και ο πατέρας Έρνσω θρησκόληπτος με μαζοχιστικές τάσεις. Μόνο που αυτά θα είχαν σημασία αν δεν μπορούσε να τα πεί με ιδιοφυή τρόπο η Έμιλυ Μπροντέ και χρειαζόταν διαμεσολάβηση από το σενάριο της Άρνολντ. Που δεν το χρειαζόταν όμως, οπότε γιατί να δώσετε 9 ευρώ και να σας φύγει και η μασέλα απ' το χασμουρητό;
Τα ισοπέδωσε η σκηνοθέτις, παρά την προφανή μελέτη του έργου, ακόμη και τις ακριβείς ώρες-ώρες αναφορές στους διαλόγους του βιβλίου. Κρίμα, διότι εκείνο το ανατριχιαστικό χτύπημα στο τζάμι, το παγωμένο χέρι του Χήθκλιφ, η ακινησία του στον κήπο τη βραδιά του θανάτου της Κάθυ, αλλά και η κάθοδος στην κόλαση της Ιζαμπέλα και του Χίντλεϋ, πέρασαν στο ντούκου. Φυσικά, τα Ανεμοδαρμένα Ύψη, είναι Βρετανικό patrimoine γυναικείας "αμαρτωλής" γραφής εν είδει νεότερης τραγωδίας, οπότε οι γηγενείς καλλιτέχνες της "Νήσου" μπορούν να το ψάξουν το θέμα και να προτείνουν ερμηνείες. Μήπως εμείς δεν έχουμε δει τέρατα και σημεία, τακούνια, σεγκούνια και τσιγαρούκλες με αφορμή το αρχαίο δράμα;

Να πω εδώ ότι κατά περίεργο τρόπο, η επιθυμία του Χήθκλιφ να ταφεί μαζί με την Κάθυ, διά χειρός Έμιλυ Μπροντέ, συνάντησε τον Μάρκο (Βαμβακάρη) στο τραγούδι του "Να πεθάνεις", και στους στίχους: "Να πεθάνεις (Χ3) Κωνσταντίνα, να μας βάλουν και τους δυό μας σ' ένα μνήμα". Τι να πει και η Άρνολντ μετά...

http://www.youtube.com/watch?v=JXbvAx2PeGA



©

Wednesday, December 28, 2011

My WEEK WITH MARYLIN/ Η ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΜΟΥ ΜΕ ΤΗ ΜΑΙΡΙΛΥΝ


Στα απομνημονεύματα του Κόλιν Κλαρκ, συγγραφέα και ντοκυμαντερίστα, σχετικά με την υποτιθέμενη (;) εβδομάδα που πέρασε με τη Μέριλυν Μονρόε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας "Ο πρίγκιπας και η χορεύτρια", βασίστηκε η ταινία του Σαϊμον Κέρτις. Στο ρόλο της Μέριλυν, η Μισέλ Γουίλιαμς. Στο ρόλο του Λώρενς Ολίβιε, ο πολύς Κέννεθ Μπράνα.
Οι κινηματογραφικές βιογραφίες είναι επικίνδυνο είδος, μπορούν να συνδέσουν έναν ηθοποιό επικίνδυνα με ένα ρόλο, ιδίως αν είναι στο ξεκίνημά του. Είναι επίσης απίστευτα λαϊκό είδος και ελάχιστες φορές καταλήγει σε αξιομνημόνευτες στιγμές.
Η επιπλέον δυσκολία του εγχειρήματος είναι πως η "περίπτωση Μέριλυν" έχει αναλυθεί πολλάκις και ποικιλοτρόπως, το ίδιο και ο θάνατός της, ενώ μύρια όσα έχουν ακουστεί γι' αυτήν, απόι τις σχέσεις με τους Κέννεντι, με την αμαρτωλή παρέα Σινάτρα, την εμμονή της με τη "Μέθοδο", το σεξ-απήλ της, τις καταχρήσεις, τους συζύγους, και βάλε.
Η "ανθρώπινη πλευρά" της εκκεντρικής σταρ είναι το θέμα της ταινίας, καθώς και τα dessous ενός μύθου της Αγγλικής σκηνής του περίφημου "Λάρρυ" (Ολίβιε), και των παρασκηνιακών βεντετισμών και ανταγωνισμών. Ο πιτσιρικάς -τότε- Κόλιν Κλαρκ, τρίτος βοηθός σκηνοθέτη, βοήθησε την Αμερικανίδα ηθοποιό να έχει ένα "αποκούμπι" τις δύσκολες ώρες της ανασφάλειας και της κατάρρευσης. Επί της ουσίας, αυτό που φαίνεται, και αξίζει τον κόπο στην ταινία, είναι η διαφορά μεταξύ Βρετανικού και Αμερικανικού σταρ-σύστεμ. Ιδίως σε μια ταινία (Ο Πρίγκιπας και η Χορεύτρια), που είχε ως ατού τις γρήγορες βιτριολικές ατάκες και το "Βρετανικό" θεατρικό παίξιμο των μεγάλων ονομάτων της εποχής.
Αν δει κανείς την ταινία στην οποία αναφέρεται "Η εβδομάδα μου με τη Μαίριλυν", δηλαδή το ορίτζιναλ "Ο πρίγκιπας και η χορεύτρια", βλέπει κανείς τη βαθιά αντίφαση στην παρουσία της Μονρόε: το καλό παίξιμο, την (απόλυτα μελετημένη και φτιαγμένη) ομορφιά, και την διαρκή επίδειξη των οπισθίων (που είχε απελευθερώσει εκείνη πρώτη από τον κορσέ στην ταινία "Νιαγάρας"). Εντέλει όμως, η Μαίριλυν παίζει καλύτερα από τα περίφημα "φυσικά της προσόντα" που -δικαίως- την έκαναν διάσημη. Μάλλον στο αυτό συμπέρασμα καταλήγει και η ταινία.
Καλοκουρδισμένη και ατμοσφαιρική, αλλά μάλλον για νοσταλγικές βραδιές. Εντυπωσιακή η προσέλευση κυρίων και κυριών: καταφανώς η Μονρόε, ακραίο σύμβολο απελευθέρωσης -μέσα από τα πλέον βαριά δεσμά του Χόλλυγουντ- έχει πολλά να τους θυμίσει.

©


SYNOPSIS of the review:

Biographies on the silver-screen can be a very difficult endeavour. For all sides concerned: the actors, the person whose life is recounted, the audience. Curtis' film with a firm script to guide him ended-up in a recount of Marylin Monroe's "days in the (British) country", which is rhythmical and pleasant to watch, no matter what one's stance in regard to the American star's talent, life and choices. Nonetheless, deep down, what is discernible, and probably most interesting is the ancient quest: what is to be British, through the interpolation of two star-systems, the British and the American respectively.
Humour and subversion have helped create a trully "national" art with international appeal; that's what is to be British. Well done!

Monday, December 19, 2011

Βιβλίο: "Να νιώθεις μπλε, να ντύνεσαι κόκκινα" της Έρσης Σωτηροπούλου

"Να νιώθεις μπλε, να ντύνεσαι κόκκινα" της Έρσης Σωτηροπούλου (εκδ. Πατάκη)

Επτά διηγήματα γραμμένα από επαγγελματία που σέβεται τον εαυτό και τη γραφή του. Που κάνει προσπάθεια να αφήσει το ίχνος ενός προσωπικού στυλ: με όπλα την ιδιαιτερότητα στην καταγραφή "μικρών στιγμών" εμμένοντας στην τόλμη και την εξόρυξη κάθε λεπτομέρειας.
Ένας προθάλαμος ψυχιάτρου, ένα ταξίδι σε μια χώρα α λα Γκράχαμ Γκρήν (το ομότιτλο, και πιο σουρεαλιστικό και ατμοσφαιρικό της συλλογής), ένα ζευγάρι με μια ακόμη δυσλειτουργική σχέση, μια μάνα-φρικιό με τα παιδιά της, μια αλλοδαπή οικιακή βοηθός-καλλιτέχνις, μια συγγραφέας και ο ξεκούρδιστος θαυμαστής της, όλοι συνωστίζονται σε μια ιδιόμορφη ταξινόμηση, δραματική, όπου μεγαλύτερη είναι η αφηγηματική διαδρομή της εύρεσης του θέματος ώστε (;) να συνιστά έκπληξη, παρά το υπόλοιπο τςη διαδρομής, όπου οι χαρακτήρες πρέπει και να αποδείξου την δραματουργική τους αξία.
Είναι στιγμές που ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι διαβάζει ιστορίες γραμμένες από ένα άτομο στην ωριμότητα, αλλά που η συναισθηματική τους αξία βρίσκεται στην πολύ παλιότερη περιοχή της εφηβείας. Ίσως γιατί η συγγραφέας παίρνει πολύ στα σοβαρά τους ήρωές της, ενώ καταφανώς εκείνοι ασφυκτιούν κοστουμαρισμένοι. Οι μεγεθυμένες "μικρές στιγμές" της καθημερινότητας, η ανθρωπιστική ματιά σ' αυτές είναι φαίνεται "γυναικεία δουλειά", κι όμως αν έλειπε η δραματικότητα αλλά οι χαρακτήρες αφήνονταν να βουλιάξουν σε μια ανελέητη σάτιρα/σαρκαστική ματιά, η συλλογή αυτή θα είχε εντελώς άλλες βλέψεις. Το χιούμορ δεν αναιρεί την "λογοτεχνικότητα" και οι στιγμές που η συγγραφέας αφήνεται να χαλαρώσει είναι ελάχιστες. Ο πανταχού παρών οφθαλμός που κρίνει φαίνεται να υποχωρεί μόνο στο ομότιτλο με το βιβλίο διήγημα, όπου μειώνεται και το άγχος του αναγνώστη από την υφέρπουσα ανασφάλεια.
Κατά τα λοιπά, υπάρχει ατμόσφαιρα, και ενίοτε σασπένς. Στα συν της συλλογής και η μοναδικά υπομονετική καταγραφή καθημερινών πραγμάτων που σχεδόν προσπερνά κανείς και ξεχνά. Η Έρση Σωτηροπούλου δίνει φωνή και λεκτικοποιεί απίθανες λεπτομέρειες, εύρημα που βοηθάει στο σασπένς και φυσικά στην πειστική αναπαράσταση του περιβάλλοντος του κάθε ήρωά της. Σαν μετέωρο βήμα πριν το νέο μυθιστόρημα η συλλογή αυτή.

©

Sunday, December 11, 2011

FAUST -cinema


FAUST/ΦΑΟΥΣΤ by ALEXANDER SOKUROV

Θα ήθελα πραγματικά να απολαύσω μια μεταφορά του έργου του Γ.Β. Γκαίτε (Goethe) στη μεγάλη οθόνη. Η εκδοχή του Μουρνάου (1926) είναι εκπληκτική, αλλά μου λείπει κάτι που να είναι "της εποχής μου."
Ο Αλεξάντερ Σοκούρωφ, που δικαίως πήρε το Χρυσό λιοντάρι στο Φεστιβάλ της Βενετίας το 2011, έφτιαξε ένα αποπνικτικό, κλειστοφοβικό έργο σε μια "δύσβατη" κοινότητα του 19ου αι.
Η μεταφυσική σε έναν επίγονο ενός αιώνα υλισμού και θετικιστικής σκέψης είναι μάλλον δύσκολη υπόθεση, οπότε ο Μεφιστοφελής μετατράπηκε σε ενεχυροδανειστή της "Μεσαιωνικίζουσας" πόλης που βρίθει από πάθη και ανομολόγητους πόθους, δεισιδαιμονία και "αμαρτία". Ένα όν πολύ κοντά στον Νοσφεράτου του Μουρνάου (και πάλι), που κυκλοφορεί ανάμεσα στους ανθρώπους και κλείνει επικερδείς συμφωνίες -για τον ίδιο. Οι λαϊκές ιδέες και δοξασίες για το Διάβολο διαπερνούν το έργο του Σοκούρωφ, ενώ αυτό που σεναριακά είναι αριστουργηματικό, είναι η απεικόνιση της εξαπάτησης, και μάλιστα χωρίς την παραμικρή αίσθηση ενοχής ή μετάνοιας. Καθένας είναι υπεύθυνος για τις πράξεις και τις αποφάσεις του, και έλεος δεν υπάρχει. Ο Σατανάς υπόσχεται, ο άνθρωπος πιστεύει σε αυτό που ακούει, μόνο για να ανακαλύψει ότι δεν είχε διαβάσει "τα ψιλά γράμματα της συμφωνίας", ωσάν να συναλλασσόταν με κάποια τράπεζα που του έταζε σπίτι, ενώ είχε παίξει και τον δανειζόμενο/οφειλέτη και τα λεφτά του και την υπεραξία του, ήδη, στα hedge funds. Ο Διάβολος ως ενεχυροδανειστής βρίσκει την αντιστοιχία του στα καλόπαιδα του τραπεζικού συστήματος.
Το έργο του Γκαίτε επανέρχεται στη σκηνή στο καπηλειό, στο αθώο πρόσωπο της Μαργαρίτας/Γκρέτσεν, στην ερώτηση του Φάουστ "Τι είναι αυτός ο καπνός;" -που στο πρωτότυπο τον οδηγεί στη φυλακή και την τελευταία συνάντηση με την αγαπημένη του πριν εκτελεστεί για τους φόνους που της καταλογίζονται και βεβαίως, πριν κριθεί Άνωθεν, και σωθεί. Εδώ η πλάστιγγα τελικά μάλλον κλίνει υπέρ της καταδίκης του Φάουστ, ή τουλάχιστον προς μια αέναη περιπλάνηση για τη σωτηρία, που την αναλαμβάνει μόνος του.
Είναι δικαίωμα του δημιουργού να κάνει ό,τι εκδοχή θέλει ενός αριστουργήματος, και ο Σοκούρωφ με την ομάδα του του σεναρίου, (για να μην αναφερθεί κανείς στους απίθανους ηθοποιούς, Johannes Zeiler, Anton Adasinsky, Isolda Dychauk)έχουν προφανώς τα φόντα να το αποφασίσουν par excellence. Παρ' όλα αυτά, θα ήθελα το σύγχρονο έπος του Ρώσου σκηνοθέτη, να απέδιδε τις τεράστιες προκλήσεις του Φάουστ του Γκαίτε, κατά τρόπο πιστό στο πρωτότυπο κείμενο.

©

Faust by A. Sokurov (synopsis of the review in English)

A materialist Faust disappointed by poverty and lack of understanding for science, entrusts his soul to the pawnbroker of his small city. Devil, or his advocate, helps him win Margaret/Gretchen while the scientist tries to kill him and begins his eternal wandering through Hell or Kosmos, depending on the viewer's stance.
An interpretation of J.W. Goethe, Sokurov's Faust occasionally draws exactly on the former's work, when the hero wonders about the "smoke coming from afar", in the scene at the inn, in "Margaret's" absolutely angelic face. The Devil and the bankers are closely linked, thus making it clear that money, as traditionally seen, has a strange, devilish power over people. Sokurov's script is philosophical and rational, therefore such notions coming straight from the "heart" of the folklore, is a little puzzling.
I would personally prefer to have seen a challenging version of Goethe's work and not an entirely diversified interpretation, despite this film's artistry and interest. An amazing cast contributed a lot to the film's success.

©

Friday, December 9, 2011

CAN WE TALK ABOUT THIS? by DV8 PHYSICAL THEATRE


"Can we talk about this?"
DV8 Physical Theatre
Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών, 9/12/2011
Ο λόγος και η κινηματογραφική εικόνα υπήρξαν ανέκαθεν δυναμικά εργαλεία στα χέρια του Λόυντ Νιούσον (Lloyd Newson), του χαρισματικού χορογράφου των DV8. Αυτή τη φορά, με το Can we Talk about This? ο λόγος κυριαρχεί.
Το έργο, μια στρατευμένη περφόρμανς για τα προβλήματα της πολυπολιτισμικότητας στις Δυτικές κοινωνίες, θα το έβλεπα περισσότερο ταιριαστό σε ένα μεγάλο χώρο στο ίδιο ύψος με τους θεατές, παρά σε υπερυψωμένη ιταλική σκηνή που το έκανε λιγάκι lecture demonstration. Το πρόβλημα βέβαια δνε ήταν αξεπέραστο...
Κατά μια έννοια, μ' αυτό το έργο, ο Νιούσον κλείνει έναν μεγάλο κύκλο της academia και του χορού ως πράξη με το έργο αυτό. Και βεβαίως εναπόκειται στους μεγάλους καλλιτέχνες που ορίζουν την τέχνη των καιρών τους να κάνουν κάτι τέτοιο. Μαγκιά του! Αυτός και ο Μάϊκλ Κλαρκ ξεκίνησαν την "επανάσταση" με τα έργα τους ενάντια στους ομοφοβικούς νόμους, και πλέον κλείνει ο Αυστραλός των DV8 την όλη ιστορία, αλλάζοντας πάλι τους κανόνες του παιχνιδιού.
Το τρομερό και αγαπημένο παιδί της εποχής (δλδ. του '80 και του '90) που η πανεπιστημιακή κουλτούρα ανακατευόταν στην τέχνη και επιχειρούσε να την καθορίσει ελέγχοντας τη σκέψη και επιλέγοντας τους "εκλεκτούς συνοδοιπόρους", έκλεισε με συνοπτικές (;) διαδικασίες διά χειρός Λόυντ Νιούσον: το λατρεμένο παιδί ενηλικιώθηκε και σκέπτεται γαι λογαριασμό του, το χειρότερο που μπορεί να συμβεί για τους ελεγκτές της academia.
Με λίγα λόγια, το έργο, αναφέρεται στα προβλήματα και το φόβο της Βρετανικής, κατ' επέκταση της Ευρωπαϊκής, κοινωνίας, vis a vis με την περίφημη πολυπολιτισμικότητα και την άνοδο των ισλαμιστών. Στέλνεις φυλακή κάποιον που βγαίνει με πλακάτ και λέει "σκοτώστε τον Ρούσντι", αλλά υπάρχει άλλος που ζώνεται τα εκρηκτικά και του τη στήνει έξω απ' το σπίτι του, και αυτό πώς το πολεμάς; Πώς πολεμάς το φόβο, θέλοντας να παραμείνεις δημοκράτης; Με κορώνες τύπου Λεπέν -που η Γαλλία εν προκειμένω είναι και αλλουνού παπά Ευαγγέλιο- με τάχα μου πολιτικά ορθές συμπεριφορές, με υποταγή της κουλτούρας σου που έχει άλλες (δημοκρατικές- συνιστώσες που έχουν κερδηθεί σε βάθος χρόνου/αιώνων...πώς; Τα όρια των νέων κοινωνιών και γενεών αλλάζουν. Κοντολογής, μετά από 40 χρόνια ενσωμάτωσης, οι δύο κουλτούρες καταμεσής της Δύσης, αντιμάχονται σαν να ξεκίνησε μόλις χθες ο Πέτρος ο Ερημίτης την Α' Σταυροφορία με τ' ασκέρια και τα μπουλούκια του.
Με 10 μαγικούς χορευτές, πήρε τα σώβρακα ολωνών κι έφυγε ο Νιούσον, κι έμειναν οι θρασείς νεοσσοί της Ελληνικής κουλτούρας να αναρωτιούνται τι στα κομμάτια θα αποστηθίσουν τώρα που τα πράγματα άλλαξαν στο "Νησί" και ποιά κουλτούρα θα αγοράσουν με τα μπικικίνια του μπαμπά στα περί το Λονδίνο κολλέγια. Διότι η κουλτούρα αλλάζει και βρίσκονται οι ίδιοι Ελληναράδες περικυκλωμένοι από τα σημαίνοντα του κυρίου DV8 να παραζαλίζονται και να αποτελούν το καλύτερο παράδειγμα του πολιτισμού που δεν τους περιλαμβάνει, και ενός συστήματος το οποίο τροφοδοτούν στην αρχαϊκή μορφή του, της αποικιοκρατίας δηλαδή, προκειμένου αυτό, να ανθίσει για εκείνους και με εκείνους που αντιλαμβάνονται τη δυναμική του.

©

Can we Talk about This? - DV8 Physical Theatre (synopsis of the review)
Athens, 9/12/2011

Lloyd Newson, the enfant gate of both the British scene and the British academia, takes over his thought in this mature performance with his 10 magical performers.
Like all great artists, he comes full circle setting a new trend and finishing off what he and Michael Clark started almost 30 years ago.
He frees his art controlling his expressive means in a work that is sparkling, and which I would see more suitably set in an open space with performers and audience on the same level, than in the setting of an Italian stage. Nonetheless, the message came through. After 40 years of ardent efforts for integration, things between the Islam -or rather certain Muslims- and the West, are as hostile as if Peter the Hermit had just left with his followers to take over the territories of the "Saracens". How do you fight fear and life threats, while keeping up with freedom of speech and democracy? How do you avoid a hateful response and what goes wrong at the bottom of all this tension? Well the facts are there, it is up to each and everyone to think and come up with a response adequate to the Western ideals of freedom and equality.

Wednesday, December 7, 2011

ΤΟ ΤΑΝΓΚΟ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ


Τα ερεβώδη στρατόπεδα της δικτατορίας και ο...ερωτισμός τους, μου φαίνεται ότι αποτελούν αντικείμενο δράματος της γκέι τέχνης και αντικείμενο χαβαλέ της αντίστοιχης στρέϊτ, μου έλεγε ένας φίλος πρόσφατα.
Εδώ, στο φιλμ το Τανγκό των Χριστουγέννων, ανάμεσα σε ειρωνικές αναφορές στην εποχή Παπαδόπουλου, με τα ανάλογα σύμβολα-φετίχ, δηλ. φοίνικας, ιδεοληπτικοί εορτασμοί, φόβος κ.ο.κ., παίζεται και το δράμα του πεθαμένου γάμου ενός πιστού στο γράμμα του νόμου (έστω κι αν οσμιζόμαστε ότι νογάει περισσότερα απ' όσα η στρατιωτική του παιδεία του επιτρέπει αν παραδεχθεί) με την κατά πολύ (μα πάρα πολύ βρε παιδιά) σύζυγό του, που -ας μου επιτραπεί, διότι συμπαθώ τις μουλαροπεισματάρες- είναι εντελώς κακομαθημένο.
Η οικιακή βοηθός όπως σ' όλα τα καλά λαϊκά κουζινοδράματα μπαλώνει τα πράγματα ανάμεσα στο αφεντικό και την κυρία του, ενώ το στρατόπεδο είναι Grey's Anatomy απ' τους πόθους τους ανομολόγητους: ο τηλεφωνητής θέλει τον υπολοχαγό, ο υπολοχαγός την υστερικιά σύζυγο, η υστερικιά σύζυγος δεν ξέρει ακριβώς τι θέλει, και δώσ' του το γαϊτανάκι, που υποτίθεται μας φανερώνει ότι μέσα στην τάξη βασιλεύει μια γοητευτική αναρχία. Ναι, πες το κι έτσι, αλλού μαζοχισμό θα το λέγανε, κι ο σκηνοθέτης δεν ξέρει από πού να πρωτοκάνει (Ν. κουτελιδάκης). Ρίχνει λοιπόν κι αυτός το βάρος στην ανάπλαση της εποχής, πράγμα στο οποίο αρέσκεται το Ελληνικό μεϊνστρήμ σινεμά τα τελευταία σχεδόν 10 χρόνια, διότι έχει φάει και χοντρή στέρηση και αυστηρότητα μεταπολιτευτικά, καθότι το μπαρόκ -μεταφορικά- ήτανε για την εφησυχασμένη μπουρζουαζία.
Καλό το στρατόπεδο, καλό και το καστ, θα 'τανε καλύτερο άμα είχε γίνει ένα με το ρόλο και δεν προσπαθούσε -ακόμα- ώρες-ώρες να είναι ο ρόλος. Αλλά είπαμε καλό το καστ, καλός κι ο τόπος. Αυτά για το φλας μπακ. Διότι το σήμερα το τρώει η μαρμάγκα, και τέτοιο μεϊκ-απ, είχα να δω από τότε που ανεβάσαμε στο δημοτικό τους Σουλιώτες, κι η συμμαθήτριά μου Μαρία έπρεπε να κάνει τη μάνα μας.
Ατμοσφαιρικός ο Γ. Στάνκογλου αλλά όχι πολύ "μοναχικό αγριόσκυλο", πειστικός ο Αντίνοος Αλμπάνης ως δάσκαλος χορού ερωτευμένος με τον μουστακαλή υποχολαγό. Ο Γ. Μπέζος κρατιέται στις στιγμές-κομεντί να μη βγει από μέσα του ο κωμικός και τα καταφέρνει θαυμάσια(αν και το κοινό μπαίνει σε πειρασμό να θυμηθεί τον "Κάκαλο"). Σύζυγος αντισυνταγματάρχου και οικιακή βοηθός πράττουν τα αναμενόμενα: πόζα και μούτρα η μια, νεορεαλιστική αρχέγονη απεικόνιση η άλλη.
"Μετρώντας κεφάλια" στο σινεμά, και χωρίς πρόθεση παράθεσης στατιστικού δείγματος, μάλλον ο Γ. Ξανθούλης έχει πέραση στις γυναικοπαρέες, χωρίς να λείπουν και οι άνδρες-συνοδοί, νεότερης ηλικίας. Οι κυρίες "κάποιας ηλικίας" δηλαδή, ήρθαν με φίλες, τα παππούδια μάλλον δε θελήσανε να ζήσουν μια κινηματογραφική βραδιά με το μελόδραμα του στρατοπέδου, καθότι προφανώς ξέρανε την αλήθεια του εν λόγω χώρου από πρώτο χέρι. Επίσης, έπρεπε να θεωρήσουμε ανατρεπτικό το γεγονός ότι στο στρατόπεδο -σ' αυτό το προπύργιο/σύμβολο τάξεως και ηθικής- όταν η φύσις ησυχάζει, οι άνθρωποι "λυσσάνε"; Ε, καλά το '50 αυτά κάνανε αίσθηση, τη σήμερον ημέρα, ξέρουμε ότι γκέι δεν είναι μόνο οι ευαίσθητοι (αλλά και γόμαροι), επίσης ότι οι γκέι δεν γίνονται μόνο μοντελίστ, κομμωταί και χορευταί, αλλά επίσης γιατροί, δικηγόροι και άλλα σεπτά επαγγέλματα.

Friday, December 2, 2011

ALLES WALTZER -NATIONAL OPERA HOUSE, Athens 2/12/2011


Με ένα τρίπτυχο παλαιάς κοπής, διά χειρός του καλλιτεχνικού διευθυντή του Μπαλέτου της ΕΛΣ Ρενάτο Τζανέλλα, έκανε πρεμιέρα το Μπαλέτο της ΕΛΣ, στις 27/11.

Το ένα μέρος του Alles Waltzer -γενικός τίτλος του τρίπτυχου αλλά και του πρώτου κομματιού- είχε παρουσιαστεί με μικροαλλαγές το 2002 στην Αθήνα, όταν ο Τζανέλλα ήταν ακόμη διευθυντής του Μπαλέτου της Όπερας της Βιέννης, και θυμάμαι ότι τότε, ενθουσιασμένος από τον ερχομό του στην Αθήνα, μου είχε πει σε συνέντευξη ότι θέλει να "μαγειρέψει ενδιαφέρουσες γεύσεις για το κοινό του."
Στο κάποιας ηλικίας κοινό της 2/12, που δεν γέμισε το θέατρο, άρεσε καταφανώς το πρώτο και ομώνυμο μέρος, Alles Waltzer σε μουσική Γιόχαν Στράους, Γιόζεφ Στράους και Μάλερ, καθώς και το Μπολερό, στο τρίτο και τελευταίο μέρος πάνω στην πασίγνωστη και υπνωτική μουσική του Ραβέλ. Το μεσαίο Empty Place (Στο κενό) σε μουσική Λώρι Άντερσον, Μπράϊαν Ίνο και Τζων Χάσσελ, μάλλον μικρή αμηχανία προκάλεσε. Αλλά είπαμε, επρόκειτο για balletomanes κάποιας ηλικίας.
Ήταν επίσης περίεργο και χρήσιμο -μετά από καιρό που είχα να δω παράσταση της ΕΛΣ- να βρω μαζεμένους επί σκηνής όλους τους ξένους χορευτές που 13 (!) χρόνια πριν ξεκινούσαν την καριέρα τους -λίγο-πολύ- και να θυμηθώ πώς ήταν και τι δήλωναν τότε, για το άρθρο Dancers as Immigrants: foreign artists in Greece (Ballet/Tanz). Δίνει άλλη διάσταση στην αίσθηση της ιστορίας του χορού αυτή η συνάντηση.

Ο Τζανέλλα έχει κάνει δουλειά, μάλλον ο Ίρεκ Μουχαμέντωφ είχε ήδη αρχίσει να αλλάζει προς το καλύτερο το συγκρότημα. Ένα συγκρότημα αποτελούμενο από χορευτές σε κρίσιμη ηλικιακή καμπή, αλλαγές και ακαμψίες διευθυντών και παραδιευθυντών, και μια καλλιτεχνική κοινότητα διχασμένη ακόμη ανάμεσα στο "μοντέρνο" και το μπαλέτο, για να πούμε τα ελάχιστα και πλέον εμφανή. Αστέρια της βραδιάς η Ευριδίκη Ισαακίδου (Alles Waltzer) και η Μαρία Κουσουνή (Μπολερό). Επίσης ο Αλεξάντερ Νέσκωφ, παρτεναίρ της Ισαακίδου.
Στο πρώτο μέρος και ομότιτλο της βραδιάς, προϊόν της δημιουργικότητας του Ρενάτο Τζανέλλα από την εποχή που διηύθυνε το Μπαλέτο της Όπερας της Βιέννης, είχε κανείς την αίσθηση ότι αφήνοντας την "κρίση" έξω απ' το θέατρο, ήταν όπως η αυστριακή καλή κοινωνία της Μπελ Επόκ: "όλα τα ξεχνώ και στριφογυρίζω." Το συγκρότημα φιλότιμα προσαρμόστηκε στο ραφιναρισμένο στυλ του νέου διευθυντή και χορογράφου, και η αλληγορία ανάμεσα στις σχέσεις μέσα στο χορό και ανάμεσα στα πραγματικά ζευγάρια αποδόθηκε επιτυχώς. Σε εντελώς άλλο στυλ, μια ανάλογη εξερεύνηση είχε ιδιοφυώς επιτύχει ο Χοζέ Λιμόν στο Moor's Pavane.
Το δεύτερο έργο, προγενέστερο (1992) και "Forsythesque", με τίτλο Στο Κενό, ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον, ιστορική μαρτυρία της εποχής που οι χορεύτριες εμφανίζονταν υποχρεωτικά με μαύρο κολλάν, φορμάκι και πουκαμισάκι με μίιμαλ μουσική συνοδεία. Ο Τζανέλλα "το είχε" όμως, και παρά τις συγκρίσεις και αναφορές, κατάφερε η χορογραφία του να έχει άνετα το προσωπικό του στίγμα, που είναι και πολύ πιο "ανθρώπινο" από του Φορσάϊθ.
Το Μπολερό όπως και η αντίστοιχη εκδοχή του Μωρίς Μπεζάρ είχε έναν ερμηνευτή, το λέω έτσι επειδή ο Μπεζάρ το έχει παρουσιάσει με άνδρα και γυναίκα, και ο Τζανέλλα βάζει γυναίκα στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, για να μην μπλέκουμε με πολύπλοκο συντακτικό. Τέσσερεις άνδρες συνόδευαν το χορό της: εκείνη στο υπερυψωμένο βάθρο, οι άνδρες στα τέσσερα σημεία ενός νοητού τετραγώνου. Πάρα πολύ καλό, και η Μαρία Κουσουνή άψογη. Ανδρική φαντασίωση par excellence, κορυφώνεται και διαλύεται με την κορύφωση της μουσικής. 100 χρόνια πριν κόντεψαν να σταυρώσουν τον Νιζίνσκυ για ανάλογα πειράματα, ευτυχώς το 2011, καταχειροκρότησαν τους χορευτές, την ορχήστρα και τον χορογράφο.

©

Synopsis of the review:

With a triptych of early works of Renato Zanella, the new artistic director of the Ballet of the National Opera House, the company started its season.
In front of -mostly- old balletomanes, the ballet company presented Alles Waltzer, Empty Space and Bolero. The first was an elegant esquisse on variations of waltz and an allegory which had at its center the relations between men and women, on the dancing space and off it. Euridice Isaakidou, the protagonist, gave a wonderful performance; she has come a long way since she started out and has mastered her temperament to portray subtler nuances. Empty Space, to the music of Eno, Anderson and Hassell, came from the early '90s, when black tights and corseted ladies was a must in performance. Quick, lyrical and witty, it did not particularly satisfy the audience's appetite. Bolero, in the hypnotic music by ravel, had -like Bejart's version- one performer put on a pedestal, a female one, while four male dancers formed a virtual rectangular space around her. A male phantasy moving to frenzied passion, was superbly danced by Maria Kousouni.

Wednesday, November 30, 2011

A DANGEROUS METHOD (ΜΙΑ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ ΜΕΘΟΔΟΣ)

Παλιότερα, ο μόνος λόγος που πήγαινα στην πρώτη παράσταση νωρίς το απόγευμα, ήταν επειδή είχα σχολείο την επομένη, ή επειδή "έπαιζε" να δω άλλες δύο ταινίες μέχρι τα μεσάνυχτα και βάλε, κι έπρεπε να προλάβω. Τώρα, συμβαίνει λόγω εργασίας και συνήθειας, άσε που δε φορτώνεται και κανένας ταγάρι να σε ενοχλεί με τη φλυαρία του. Μου αρέσει να παρατηρώ το κόκκινο (μπορδοροδοκόκκινο) χαλί ή το μπλε -πάντα με μικρά μοτίβα- λίγο φθαρμένο, ξέρω ποιά γωνιά μ' αρέσει, ποιό σινεμά, ποιό ταμείο και ποιά μηχανή τυρογαριδακίου. Επίσης, αν πας ΚΑΙ νωρίς πριν την πρώτη προβολή, απολαμβάνεις την εκπληκτική ατμόσφαιρα του ανοίγματος: τις μηχανές, τα λεφτά στο ταμείο, τη μικρ-ανοργανωσιά...

Τελοσπάντων, Έμπασυ, "Μια Επικίνδυνη μέθοδος."

Το χρονικό της ρήξης των Φρόυντ και Γιουνγκ, και στη μέση μια γυναίκα, αλλά αυτή τη φορά, μια θεραπευόμενη του Γιουνγκ και μετέπειτα ψυχαναλύτρια, η Σαμπίνα Σπηλράϊν, και όχι κάποια από τις μυθικές πρώτες ασθενείς του Σίγκμουντ Φρόϋντ.
Είναι γεγονός ότι η θεωρία του Γιουνγκ, και ο ίδιος, για κάποιο λόγο, υπήρξαν ανέκαθεν πλέον συμπαθής της αντίστοιχης Φροϋδικής, και του δημιουργού της. Οπότε, αναρωτιόμουν εάν το σενάριο θα ακολουθούσε την πεπατημένη να δείξει έναν Φρόϋντ εντός των συνηθισμένων κλισέ "ας μιλήσουμε για σεξ", "πες μου τι σκέφτεσαι" και άλλα παρεμφερή, ή αν θα τον παρουσίαζε ως έναν αντιπαθέστατο αλαζόνα που τι κρίμα δεν ήταν άγιος, ή το άλλο τρομερό και εκφοβιστικό, αν θα μας πέταγε "κορώνες" περί των αντιρρήσεων όσον αφορά στη μεταβίβαση ή/και τη διαδικασία/θεραπεία καθαυτή, με την περίφημη (όσο και ταλαιπωρημένη καλλιτεχνικά) αποφυγή της βλεμματικής επαφής μεταξύ ασθενούς και θεραπευτή. Σφίχτηκε η καρδιά μου μέχρι να πεισθώ ότι οι προθέσεις ήταν σοβαρές, και δεν θα βλέπαμε τίποτα απ' όλα αυτά τα προαναφερθέντα και χαβαλεδιάρικα στην οθόνη, έναντι των αλμυρών 9 ευρώ που κόστισε το εισιτήριο.

Απεναντίας, το σενάριο, ήταν καλογραμμένο, προσεκτικό, η κινηματογράφιση άψογη διά χειρός Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, και οι ηθοποιοί εξαίρετοι, με λίγο λαχανιασμένη την Κίρα Νάϊτλι, να ακολουθεί φιλότιμα και πειθήνια προκειμένου να κάνει "την ερμηνεία της καριέρας της" και να αφήσει πίσω τον Τζακ Σπάρροου και τις περιπέτειες, αλλά να μένει ολίγον τι πίσω από τον Βίγκο Μόρτενσεν και τον Μίκαελ Φασμπέντερ.
Λέγοντας αυτά, εννοείται ότι στην ταινία υπάρχει μια ανεπαίσθητη προτίμηση ή εν πάση περιπτώσει μια αιωρούμενη ερώτηση ως προς την πιθανή "έλλειψη φαντασίας" και δημιουργικού πνεύματος στην Φροϋδική θεωρία, όμως το εκλαϊκευμένο πνεύμα τιθασεύεται από την εντιμότητα σεναρίου και κινηματογράφησης. Διαφωνώ με την γραπτή πληροφορία για τη συνέχει και το τέλος της ζωής των "ηρώων" στο τέλος της ταινίας που, ας σημειωθεί, τελειώνει λιγάκι απότομα (αμήχανα;). Το έκανε να θυμίσει fiction, και μάλιστα ολίγον μελό.

Σαφώς αξίζει τον κόπο να το δει κανείς, θα περάσει κοντά ένα δίωρο με μια καλοφτιαγμένη ταινία και θηρία ηθοποιούς, όμως γιατί ξαφνικά πιάνει κανείς ένα τέτοιο θέμα; Η εικόνα της "Σαμπίνα" μέσα στην άμαξα ενώ απομακρύνεται πληγωμένη τον καιρό της πρώτης γνωριμίας και σχέσης με τον γιουνγκ τα λέει όλα: η ενασχόληση με τη γυναίκα εκ μέρους του σκηνοθέτη, αλλά και η συγκεκριμένη "χαμένη" και ξεχασμένη γυναίκα εξηγούν την επιλογή. Από την άλλη, μάλλον υπήρξε ανταπόκριση από τον κόσμο στο κάλεσμα να επανεκτιμήσει τα κάλλη της ψυχανάλυσης στους καταθλιπτικούς καιρούς που ζούμε.


©

Synopsis of the review:

Jung or Freud? Anna O. or Sabina Spielrein? Jung has always been the enfant gate of wider audiences, partly because of his treatment of subjects popular to common people. My greatest fear watching the film, would be an overt bias and an oversimplistic version of Freud's theory of sexuality. Nonetheless, David Kronenberg had a good script, and honest intentions plus a great cast -with K. Knightley trying her best to catch up with her male co-stars, especially V. Mortensen- so he made an exquisite film. The info in the end in regard to the main characters' lives and deaths totally unnecessary.

Friday, November 25, 2011

ALVIN AILEY AMERICAN DANCE THEATER, ATHENS 25/11/2011

Το Alvin Ailey American Dance Theater, εμφανίστηε -για πολλοστή φορά- στην Αθήνα, με τα έργα Shards του Donald Byrd, Splendid Isolation της Jessica Lang, The Hunt του Robert Battle, και φυσικά το κλασικό αριστούργημα revelations (1960) του Alvin Ailey.

Τα Shards, ήταν μια προβολή στο χώρο και το χρόνο της μίξης του Ailey και του Cunningham, ιδίως του έργου Duets του τελευταίου. Με τη δράση διάσπαρτη σε διάφορα σημεία της σκηνής, με ντουέτα στο μεγαλύτερο μέρος που εναλλάσσονταν, αλλά και τον λυρισμό και την αθλητικότητα που αποτέλεσαν σήμα κατατεθέν του ύφους του Ailey, ήταν το καλύτερο "άνοιγμα" της βραδιάς: νέο αίμα στην ομάδα με αξιοποίηση της παράδοσης. Ατυχώς, δεν ενθουσίασε το κοινό, που μάλλον εξεπλάγη, ιδίως με τη μουσική συνοδεία.
Το απόσπασμα (σόλο) από το Splendid Isolation, ήταν εξαιρετικό, με ένα περίτεχνο άσπρο φόρεμα της χορεύτριας, που "έγραφε" πάνω στο φόντο, και τη συνοδεία της 5ης συμφωνίας του Μάλερ. Τώρα κατά πόσο ο τίτλος έγινε κατανοητός ή ήταν συμβατός με το έργο, αυτό μένει να το δει κανείς, καθώς Splendid Isolation, ήταν όρος που επινόησε ο Ντισραέλι τον 19ο αι. και αφορούσε στη Βρετανική πολιτική της εποχής. Προφανώς το να μένει κανείς αμέτοχος στα γεγονότα, μέσα στην πάλευκη αγνότητα της ενδεχόμενης άγνοιάς του, δεν εγγυάται τα καλύτερα αποτελέσματα. Το Hunt, ήταν ένας χορός έξι ανδρών με μαύρες παντελόνες σε ύφος σαμουράϊ, ήχο κρουστών που ανάσταινε και νεκρούς, και προφανώς αποτέλεσε ένα σχόλιο πάνω στη σκοτεινή πλευρά του ανθρώπου που αθώα αναδύεται στο κυνήγι, αλλά που μπορεί και να αποτελεί προάγγελο κακών όταν παραμένει "σκοτεινή" και ελεύθερη.
Φυσικά αποκορύφωμα ήταν το κλασικό αριστούργημα του μοντέρνου ρεπερτορίου, οι Revelations του Ailey. Θα πρέπει να ήταν όντως Αποκάλυψη το 1960 που πρωτοπαρουσιάστηκε, όσο κι αν σήμερα μας φαίνονται αυτονόητα όσα λέει, ενδεχομένως και υπερβολικά αθώα για την εποχή μας. Στην εποχή που ίσχυαν ακόμη οι διαχωρισμοί (segregation), το να επικαλεστεί κανείς σκηνές από βουντού, εκκλησίες των μαύρων, θρησκευτικά τραγούδια, και εν γένει να καλέσει τους μαύρους προγόνους ως ισότιμους των λευκών θεατών στη σκηνή, ήταν καταφανώς ένα ζήτημα. Μέσα στη ραπ κουλτούρα και τα μεταγενέστερα μουσικά ρεύματα και την ταύτιση -και διαμαρτυρία ταυτόχρονα γι' αυτό- του μαύρου με τον παράνομο ή τον Good Man Friday, ο Alvin Ailey μπορεί να φάνηκε κάποια εποχή γραφικός ή ξεπερασμένος, καθώς ασχολήθηκε με τον καημό και την περηφάνια να είσαι μαύρος, με μάλλον διπλωματικό τρόπο. Εντωμεταξύ, το mingling με τους λευκούς πέρασε από σραάντα κύματα, το ίδιο και όσοι είχαν θυσιάσει μια πιο ρεαλιστική εικόνα, για το λυρισμό των φαντασμάτων της εποχής των σκλάβων.
Η Αφρική του Ailey όμως, είναι εκείνη των Αφρο-Αμερικανών, οπότε επί της ουσίας η τέχνη του, είναι ό,τι πιο ζωτικό έχει να παρουσιάσει ο χορός στην πεriοχή του αιτήματος για ενσωμάτωση και διεκδίκηση ισονομίας. Ο Ailey δεν παραιτείται, αλλά διεκδικεί την αμερικανική του ταυτότητα, και οι επίγονοι ή άλλοι δημιουργοί που χορογραφούν για το συγκρότημά του, το λαμβάνουν υπ' όψιν τους, αν κρίνουμε από το ύφος των έργων τους, που έστω σε ψήγματα πάντοτε υπενθυμίζουν τις ρίζες του συγκροτήματος και του δημιουργού του.

©


Synopsis of the review:

Ailey's works, a true master of neo-expressionist dance, with great lyricism and a flair for spectacle, are always a pleasurable and welcoming event. Revelations, despite their old age, manage to stir the emotion in me, plus they make me think on race issues afresh. It is the mastery of the art and craft of an old grand master that probably does the trick. As for Hunt and Pleasant Isolation, they both do justice to the robust and lyrical performers of the company as well as its tradition, while offering contemporary perspectives to today's audiences.