https://drive.google.com/file/d/1Hw7wW20lEXn5NBM83EHRc430pR2SzYBg/view?usp=sharing
Tuesday, December 29, 2015
ΕΥΧΕΣ ΓΙΑ ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΑΙ ΚΑΛΑ!
ΧΡΟΝΙΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΑ, ΜΕ ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΟΡΕΞΗ ΓΙΑ ΔΟΥΛΕΙΑ!
ΧΡΟΝΙΑ ΥΠΕΡΟΧΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!
ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟ ΤΟ 2016!!!
Thursday, December 17, 2015
ΕΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΑ -θέατρο Άνεσις, 16/12
Τα πάθη του φοιτητή της Νομικής Ροντιόν Ρασκόλνικωφ αφηγείται ο Φ. Ντοστογιέφσκι σε ένα από τα πλέον πολυδιαβιασμένα βιβλία της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ψυχογράφημα ενός εγκληματία, σκέψεις πάνω στην ηθική και το δίκαιο αλλά και την εφαρμογή των κανόνων δικαίου το έργο, και βεβαίως αστυνομικό μεγατόνων, το Έγκλημα και Τιμωρία είναι μια σκοτεινή ιστορία που φέρνει ο πολύπαθος συγγραφέας στο κοινό του. Μπορεί και αξίζει να συγχωρεθεί ένας εγκληματίας; Έχει κάποια στοιχειώδη ηθική θεώρηση της ζωής η πόρνη; Ποιάς ηθικής μετέχουν τέτοιοι χαρακτήρες; Είναι μια για όλους ή είναι διαφορετική η ηθική; Ποιά είναι η ηθική επιταγή για τον εκπρόσωπο του νόμου, για τον λούμπεν περιπλανώμενο αλκοολικό, και έχει διαφορά η "εκπόρνευση" κάποιας στο πεζοδρόμιο σε σχέση με κάποια κυρία που αναζητά πλούσιο σύζυγο για να λύσει τα προβλήματά της; Πώς οδηγείται κάποιος στο έγκλημα; Τι είναι το έγκλημα; Πώς το κρίνει αυτός που βρίσκεται μέσα σ' αυτό και πώς οι απ' έξω; Μπορούν ποτέ να αποκτήσουν μια κοινή οπτική οι εντός και εκτός, να υπάρξει αποθεραπεία, να αναβαπτισθεί το Κακό;
Ένα πολυσύνθετο έργο που μπορεί να αναλύει κανείς για τα θέματα που θέτει άπειρες ώρες, να το εντάξει στην εποχή του, να το μελετήσει ιστορικά, από νομική ή/και κοινωνιολογικήάποψη, από ψυχαναλυτική σκοπιά, φιλοσοφικά κ.ο.κ. Η μελέτη των χαρακτήρων που έπλασε ο Ντοστογιέφσκι υπήρξε σχολείο για τους νομικούς πολλών γενεών, πραγματικό αίνιγμα προς επίλυση και άσκηση των κανόνων του ποινικού δικαίου: από τη γριά-άπληστη που δολοφονείται, μέχρι τον φοιτητή Ρασκόλνικωφ, που ως φοιτητής Νομικής γνωρίζει το νόμο και το αναγκαστικό της επιβολής του, υποτίθεται πως τον σέβεται και έχει επίγνωση των υποχρεώσεων που γεννά η ενασχόλησή του με το δίκαιο. Κι όμως, αυτός, ο φοιτητής της Νομικής, περνά τη γραμμή και εγκληματεί αφαιρώντας τη ζωή δύο γυναικών, και επιπλέον προσπαθεί να γλυτώσει την τιμωρία. Δρα δηλαδή ως το πλέον τυπικό δείγμα εγκληματία. Τι αντιστροφή ρόλων και ειρωνία του συγγραφέα...
Και βεβαίως παραμένει σε δεύτερο πλάνο η ανάκριση, η αποκάλυψη του δράστη, οι τύψεις του ενόχου και η σχέση δικαστικού λειτουργού και δράστη. Είναι έξοχο από πλευράς σασπένς και παρ' όλο που η αστυνομική λογοτεχνία έχει θεωρηθεί, και από πολλούς ακόμη θεωρείται παραλογοτεχνία, το Έγκλημα και Τιμωρία αποτελεί εξαιρετικό δείγμα. Η κλασική αστυνομική λογοτεχνία έχει απλοποιήσει τους κανόνες και τη γραφή και έχει επικεντρωθεί στην πράξη και την αποκάλυψη του ή των ενόχων, με βασικό γνώμονα την εμπέδωση της άποψης ότι όλοι μπορεί να είναι ένοχοι, πολύ εύκολα, αρκεί να ξέρει να δει κανείς πίσω από τα απατηλά φαινόμενα και τις συναισθηματικές διακυμάνσεις της στιγμής.
Η παράσταση στο "Άνεσις", ανεβαίνει σε διασκευή-σκηνοθεσία του Λέβαν Τσουλάτζε. Πολύ καλή δουλειά με ένα έργο-ποταμό, δύσκολο να μεταφερθεί στη θεατρική σκηνή. Πολύ δυνατό το πρώτο μέρος, λίγο αποδυναμωμένο το δεύτερο παρά τις περί τους αντιθέτου προσδοκίες. Θαυμάσιος Ρασκόλνικωφ ο Τάσος Ιορδανίδης, στο δεύτερο μέρος μερικές στιγμές περισσότερο απήγγελλε παρά ένιωθε το ρόλο του, στο κρεσέντο με τη Σόνια. Αφοπλιστικά απλός, στέρεος ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης Πορφύρι/Ανακριτής, αλλά ο θεατής νιώθει ότι του χρειάζεται κάποιος πιο εντυπωσιακός ρόλος για να ξεδιπλώσει τις δυνάμεις του. Πολύ καλή η Σοφία Πανάγου ως Ντούνια, καλή αλλά με διακυμάνσεις η Θάλεια Ματίκα στον απαιτητικό ρόλο της Σόνια, χρειάζεται λίγη δουλειά ακόμη. Πληθωρικός ως Ραζουμίχν ο Δημήτρης Καπετανάκος και πολύ καλός στο ρόλο της γριάς Αλιόνα ο Δημήτρης Διακοσάββας. Εξαιρετικός, εντυπωσιακός ο Θοδωρής Κατσαφάδος ως Μαρμελάντωφ.
Εν ολίγοις, είναι ένα δύσκολο έργο και μια πολύ καλή, με θαυμάσιο ρυθμό παράσταση, όπου οι συντελεστές τα δίνουν όλα. Να το δείτε!
Monday, December 14, 2015
ΓΙΑ ΟΝΟΜΑ... θέατρο Αλίκη – 13/12/2015
Το
“μπουλβάρ” καταφανώς στην εποχή μας
παίρνει άλλες μορφές, και ειδικά στη
Γαλλία, όπου η αστική ταυτότητα περνάει
για άλλη μια φορα από 40 κύματα, προκειμένου
να κριθεί έτι μια φορά, να αποκηρύξει
τη νέα υποκρισία της και να δηλώσει ότι
ομνύει στο κοσμικό κράτος, την βοήθεια
και αποδοχή των καταφρονεμένων, έστω
με μια εσσάνς κομψής προοδευτικότητας.
Στο πλαίσιο αυτό έχουν κινηθεί πάμπολλες
Γαλλικές κινηματογραφικές παραγωγές
της τελευταίας πενταετίας, με λιγότερο
ή περισσότεο βιτριολικές ή εύπεπτες
εκδοχές της σημερινής ζωής, πολλές από
τις οποίες έκαναν και επιτυχία. Το μοτίβο
λίγο-πολύ κατασταλαγμένο όσον αφορά
στους υπό κρίσιν ανθρώπινους τύπους:
καλοβαλμένη upper middle class,
γιατροί, οδοντίατροι,
ελεύθεροι επαγγελματίες κάθε είδους,
λιγότερο πολιτικοί, με συζύγους που δεν
είναι πλέον οι ελαφρόμυαλες που φέρνουν
τα πάνω-κάτω όπως στις κομε
ντί/κωμωδίες του '60, αλλά ζωηρούλες με
άποψη που πατάνε πόδι και δεν συγχωρούν
εύκολα, ενίοτε εργαζόμενες, που μαζί με
τα παιδιά τους αυτή τη φορά μαθαίνουν
τον κόσμο, τον καινούργιο κόσμο, και τον
αποδέχονται. Έτσι η οικογένεια ξεπερνάει
την κρίση και όλοι μαζί ή σε νέους
σχηματισμούς ελεύθερης διαβούλευσης,
συνεχίζουν σε αγαστή σύμπνοια την πορεία
τους.
Ο
πυρήνας του θέματος, η κρίση σε μια
οικογένεια, μπορεί βεβαίως να γίνει
δράμα μεγατόνων, και κάπως έτσι θα νόμιζε
κανείς ότι έχουν τα πράγματα αν άκουγε
τα συνοδευτικά του έργου που ανέβηκε
πριν λίγες εβδομάδες στο θεάτρο Αλίκη,
με τίτλο Για Όνομα...,
(των M. Delaporte-A. De La
Patelliere) σε
σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη
και με πρωταγωνιστές τους Χρήστο
Χατζηπαναγιώτη, Βίκυ Σταυροπούλου, Φάνη
Μουρατίδη, Μαρία Κωνσταντάκη και Αντώνη
Λουδάρο. Πλην όμως πρόκειται για μια
διασκεδαστική και ευφυή εκδοχή του
τραγουδιού Shame
and scandal in the family. Εν
μέσω συζητήσεων της εποχής μας περί
πολιτικής ή μη ορθότητας και θεμάτων
αφομοίωσης ξένων πληθυσμών, δεν είναι
κι άσχημο υποννοούμενο καθώς η δράση
της σκανδαλώδους οικογένειας του εν
λόγω άσματος, τοποθετείται στο (μέχρι
το 1962 αποικία πλείστων όσων) Τρινιντάντ.
Πέντε
φίλοι βγάζουν τα εσώψυχά τους και
ανακαλύπτουν γεγονότα και μυστικά
κρυμμένα για δεκαετίες. Αντί να σφαχτούν
μεταξύ τους όμως, συνεχίζουν πολιτισμένα
τη ζωή τους γιατί (μοιάζουν να λένε οι
συγγραφείς) οι διαφορές και τα μυστικά
όταν συζητηθούν και έρθουν στο φως
παύουν να ρίχνουν βαριά σκιά -και να! η
πίστη ση λογική και την εκλαϊκευμένη
επιστήμη. Αρκεί να σεβαστεί κανείς σε
γενικές γραμμές τις επιλογές των άλλων
και “όλοι αδέρφια είμαστε”...Ναι, καλά.
Αλλά είπαμε, κωμωδία είναι το Για
όνομα...,
και τουλάχιστον τα ισότης/αδελφότης,
τα λέει -εν προκειμένω- με έξυπνο τρόπο
χωρίς διδακτικά μηνύματα και μεγαλοστομίες.
Αu
contraire mes amis...
Επίσης, ορίζει τον νέο τύπο ανθρώπου
που υπόκειται σε διακωμώδηση, η νέα
ελαφρά κωμωδία, στρατευμένη βεβαίως
στις θεμελιώδεις αρχές της Γαλλικής
δημοκρατίας. Κι εδώ βλέπει κανείς τη
λειτουργία και τις δυνατότητες της
Μητρόπολης: να αναδιπλώνεται γύρω από
τα πατροπαράδοτα, πολλά να τα ανατρέπει,
μα και να παρουσιάζει με νέο λούστρο τα
απαρασάλευτα.
Στα
“logistics”
τώρα
της παράστασης. Καταρχήν καλοδουλεμένη,
εμπορικό θέαμα ανάλογο του θεάτρου όπου
φιλοξενείται. Στο χώρο της βασίλισσας
του εμπορικού, καλό εμπορικό. Τέρμα.
Σκηνικά, κοστούμια, όλα χάρμα. Μικροχασμωδίες
σχεδόν αόρατες σε μερικά σημεία στο
ρυθμό, αλλά μην το κάνουμε και θέμα.
Από την άλλη, συγγνώμη που θα το πω, αλλά
δεύτερη κωμωδία που βλέπω και οι άνδρες
“παίρνουν τα σώβρακα” ας μου επιτραπεί
η λαϊκή ρήση. Είναι πολύ καλές οι γυναίκες
ηθοποιοί της παράστασης, αλλά τα καλύτερα
σημεία είναι γραμμένα για τους άνδρες.
Εξαιρετικός ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης-Πιέρ
που πειθαρχεί την τηλεοπτική μανιέρα
του και λίγο θέλει για να γίνει εντελώς
ο χαρακτήρας που ερμηνεύει. Νομίζω ότι
όσο περνούν τα χρόνια, αυτό έχει τεράστια
σημασία, το ξεσκαρτάρισμα του περιττού.
Ναι μεν αναγνωρισιμότητα στο παίξιμο,
που είναι και πολύ σημαντικό για το
“γκελ” του κωμικού στο κοινό, αλλά με
“υποταγή” ενίοτε του τερτιπιού στο
ρόλο ώστε να βγαίνει ο χαρακτήρας. Πράγμα
δύσκολο με τον τρόπο ερμηνείας της
ελληνικής τηλεόρασης και τα σενάρια
που καλούνται να ερμηνεύσουν κάθε φορά
οι ηθοποιοί. Πολύ καλός και γενναιόδωρος
ο Φάνης Μουρατίδης-Βικτόρ στο ρόλο του
πληθωρικού, πολυλογά, φτασμένου, ενίοτε
αντιπαθούς αλλά κατά βάθος καλόκαρδου
συγγενή, (σαν τον αδερφό της γυναίκας
του αρχηγού του Γαλατικού χωριού στον
Αστερίξ). Πειστικός, και ταιριαστός με
τους άλλους δύο ο Αντώνης Λουδάρος-Κλωντ,
ο υπομονετικός, ντροπαλός μουσικός και
έμπιστος φίλος-μπαλαντέρ και καταλύτης
της βραδιάς, υπακούει στη συναισθηματική
κλιμάκωση που υποβάλλουν οι αποκαλύψεις.
Θαυμάσια η Βίκυ Σταυροπούλου-Ελιζαμπέτ
στον μονόλογό της (και γενικά) στο δεύτερο
μέρος, ενώ στο μεγαλύτερο μέρος του
πρώτου μέρους, παίζει με τις ευκολίες
της τηλεοπτικής της περσόνας, που
ξεκάθαρα δεν την έχει ανάγκη, μην πω της
είναι και μεγάλο βαρίδι. Στο ύψος των
περιστάσεων και η Μαρία Κωνσταντάκη-Άννα
ως πεισματάρα, θαρραλέα, μοντέρνα σύζυγος
του Βικτόρ.
Εν
ολίγοις: θα διασκεδάσετε, θα γελάσετε,
και όσοι δεν επιθυμείτε να πονοκεφαλιάσετε
απ' τον προβληματισμό, το έργο θα σας
γαργαλήσει με εύπεπτο τρόπο τα στερεότυπα,
χώρια που θα θυμηθείτε γνωστές σας
περιπτώσεις κουμπάρους, φίλους, συγγενείς.
Είπαμε, shame
and scandal in the family...
Wednesday, December 9, 2015
Ο ΑΡΧΟΝΤΟΧΩΡΙΑΤΗΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
Ο Αρχοντοχωριάτης, θέατρο Βρετάνια, 9/12/2015
Το
δημοφιλές και πασίγνωστο έργο του
Μολιερου, “Ο Αρχοντοχωριάτης”,
παρουσιάζει αυτή τη σαιζόν ο Γιάννης
Μπέζος με ενδεκαμελή θίασο στο θέατρο
Βρετάνια.
Πρέπει
να το παραδεχτώ: μου φαίνεται ακόμη
περίεργο να περιμένω την παρέα μου στην
είσοδο ενός “εμπορικού” θεάτρου, σε
έναν από τους δρόμους των εμπορικών
θιάσων, και το κυριότερο, των εμπορικών
παραγωγών, όπως ο δρόμος όπου βρίσκεται
το Βρετάνια, στην καρδιά του mainstream.
Βέβαια
και εντός του λεγόμενου “εμπορικού”
υπάρχουν διαβαθμίσεις, αναλόγως της
έκθεσης στην τηλεόραση, τους ρόλους και
την επιρροή που έχει ασκήσει το μέσον
(η τιβί) στην υποκριτική δεινότητα του
ηθοποιού. Οπότε, συνακολούθως, (που θα
έλεγε και ο Ζουρνταίν-Ιορδάνης, ο ήρωας
του Αρχοντοχωριάτη), και στις επιλογές
του ρεπερτορίου. Έτσι υπάρχει το
εμπορικό-ποιοτικό, το εμπορικό-δεν
πλησιάζω, το εμπορικό-κραυγαλέο, το
εμπορικό-αλλά “in” κ.ο.κ.
Το εμπορικό θέατρο, είναι καταρχήν λαϊκό
θέατρο, και ως τέτοιο ή το δέχεσαι ή δεν
πας. Από την άλλη, λαϊκό ενίοτε σημαίνει
άρπα-κόλλα, σε μια θεμελιώδη παρερμηνεία,
φεύ, των καιρών.
Σχετικά με την παράσταση, νομίζω ότι ο
Γιάννης Μπέζος, άγετο και εφέρετο μεταξύ
πολλαπλών επιθυμιών: να βρει μια
εκσυγχρονισμένη εκδοχή του έργου, μια
εκδημοκρατισμένη εκδοχή του έργου, να
ικανοποιήσει τη φυσική του φιλοδοξία
(ορθώς) για μια ερμηνεία σημαντική ενός
σημαντικού έργου του παγκόσμιου
δραματολογίου, και να παρουσιάσει μια
εύπεπτη εκδοχή ικανή να προσεταιριστεί
μεγάλο αριθμό θεατών. Όλα κατανοητά και
σεβαστά, εφόσον δεν είναι ορατά στην
παράσταση, δηλαδή έχουν επιλυθεί
νωρίτερα.
Ο ίδιος ο Γ. Μπέζος έχει χαρισματική
παρουσία: όσο μικρή και να 'ναι η παρουσία
του, ο θεατής γοητεύεται. Αυτή τη φορά
όμως μάλλον έκανε πολλά: από μετάφραση
και διασκευή μέχρι σκηνοθεσία και
παίξιμο. Και ο “Ιορδάνης” του βγήκε
λίγο άκεφος, παρ' όλο που η παράσταση
συνολικά είχε νεύρο και ρυθμό. Η εκδοχή
που παρουσίασε ήταν καταφανώς μεταφερμένη
στη σύγχρονη πραγματικότητα, όχι όμως
και εντελώς, καθότι δεν αποφεύχθηκε
-φυσικά- το παραμύθι της μεταμφίεσης
σε ανατολίτη του Κλεάνθη, μέλλοντος
γαμπρού του Ιορδάνη. Βεβαίως σήμερα και
ειδικά στην Ελλάδα, μόνο σε ανέβασμα
εποχής μπορεί η Τουρκική μεταμφίεση να
δημιουργήσει αίσθηση μυστηρίου, και
βεβαίως η εγγύς Ανατολή δεν προσφέρεται
ως πρωτοτυπία, δεδομένης της γνώσης
πλέον των χαρακτηριστικών των εκεί
εγκατεστημένων λαών. Άσε που οι “εμίρηδες”
έχουν συνδεθεί οριστικά με τις χειρότερες
κινηματογραφικές φάρσες του '70. Επομένως,
ορθώς -από τη στιγμή που ήθελε τον Μολιέρο
μεταξύ 1670 και 2015, δηλαδή μεταξύ 17ου και
21ου αιώνα- παρέμεινε στην “Turquerie”
και χρησιμοποίησε στερεότυπα σχετικά
με τη γλώσσα. Δεν είχε και άλλη επιλογή.
Από την άλλη, βέβαια, θυμηθήκαμε
πολυχρησιμοποιημένα ανέκδοτα τύπου
“μεμέ ζεμπίλ”, που δεν είναι και ό,τι
καλύτερο. Η σημαία της ΕΕ στο τέλος ως
απώτατο δείγμα ελληνικού αρχοντοχωριατισμού
δε χρειαζόταν. Ας το ξανασκεφτεί ο
σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής της
παράστασης. Τέτοια ευρήματα δεν πάνε
το γενικότερο θεατρικό εγχείρημα μακριά,
απεναντίας το περιορίζουν δυσάρεστα.
Η παράσταση έχει ρυθμό, γέλιο, ταχύτητα,
καλό καστ, κοστούμια οριακά ανεκτά, και
απλό σκηνικό, λιτό, ίσως λίγο “γυμνό”.
Ενδεχομένως επίσης η ταχύτητα κάποιες
στιγμές να έκανε να χαθεί η σημασία και
το βάθος της μελέτης των ανθρώπινων
χαρακτήρων και σχέσεων, θέλω να πω, ότι
δεν επιτρέπεται ο σαρκασμός του Μολιερικού
κειμένου, η λεπτοκεντημένη σάτιρα να
γίνεται ατακαδόρικη sitcom
άσκηση. Έτσι οι χαρακτήρες χάνουν
το βάθος τους και γίνονται καρτούν.
Ο θίασος είναι σε μεγάλο μέρος του
υπερεκτεθειμένος στην τηλεόραση, αλλά
είναι καλός θίασος. Ο Γιάννης Μπέζος
έχει τις ευκολίες του και τις χρησιμοποιεί
-αν και κάνει τεράστιες προσπάθειες να
πλάσει το χαρακτήρα του Ιορδάνη πέρα
από τον ανέμελο χαρακτήρα του ωχαδερφιστή,
ενίοτε γκαφατζή, γοητευτικού, καλόκαρδου
ήρωα που έχει συνηθίσει το κοινό του.
Είναι σαν να “ζητάει” πλέον πιό
σκοτεινούς ρόλους. Αυτά δεν αναιρούν
το γεγονός πως έχει μεγάλο εκτόπισμα
πάνω στη σκηνή, τον θέλει το μάτι του
θεατή -είναι το “χάρισμα” που έλεγα
και πιό πάνω. Χωρις να θέλω να αδκήσω
κάποιον, μάλλον είναι ο πιό σημαντικός
κωμικός αυτή τη στιγμή.
Θαυμάσιος ο Τάσος Γιαννόπουλος ως
Δοράντης και με σωματικότητα απίστευτη.
Ο Δημήτρης Λιόλιος -Δάσκαλος Μουσικής
άξιος, και ο Θανάσης Ισιδώρου, απρόσμενα
ακροβατικός ως Δάσκαλος Χορού. Πολύ
καλός Κλεάνθης ο Αλμπέρτο Φάϊς, χωρίς
ψευτοκλάψες και υπερβολές, καλοζυγισμένος.
Ο Κώστας Φλωκατούλας ερμηνεύει έναν
λίγο χαοτικό Κοβιέλο, αλλά τον τιθασεύει
τελικά, ενώ πειστικός εμφανίζεται και
ο Δημητρης Κανέλλος-Δάσκαλος Φιλοσοφίας.
Η Ελένη Τσιμπρικίδου-Νικολέττα, μου
άρεσε, και η φωνή της ήταν ξεκούραση για
τα αυτιά, στέρεη και δυνατή. Έχω ένα
μικρό πρόβλημα με την Στυλίστρια-Φιλιώ
Φωτιάδη, έμεινε λίγο στην επιφάνεια. Η
κυρία Ιορδάνη-Άννα-Μαρία Παπαχαραλάμπους,
είχε σκαμπανεβάσματα ερμηνευτικά, παρ'
όλο που ήταν “γαντζωμένη” στο ρόλο της
και αποφασισμένη να τα καταφέρει. Πείσμων
ο χαρακτήρας, πείσμων και η ηθοποιός.
Συμπαθής ως Δοριμένη η Ντένια Στασινοπούλου,
θέλει ακόμα δουλειά. Καλή η Αμαλία
Νίνου-Λουσίλ, σε ρόλο που μπορεί να
παιχτεί ως “μελό μιας ενζενύ”, αλλά
που όμως εδώ ο εκσυγχρονισμός του
κειμένου είχε καλό αποτέλεσμα και στην
ερμηνεία του ρόλου.
Sunday, December 6, 2015
ΤΟ ΓΛΥΚΟ ΠΟΥΛΙ ΤΗΣ ΝΙΟΤΗΣ, Θέατρο ΑΛΜΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ (5/12/2015)
Το καταπληκτικό που συμβαίνει στα εργα του Τεννεσσή Ουίλλιαμς, είναι πως έχει κανείς διαρκώς την αίσθηση ότι μέσα από τους χαρακτήρες στη σκηνή μιλάει ο ίδιος ο συγγραφέας. Όχι ότι σε έργα άλλων συγγραφέων δεν απαντάται το ίδιο φαινόμενο, αλλά εδώ ο λόγος του "ακούγεται" σχεδόν σαν αντίλαλος σε όσα διαμείβονται πάνω στη σκηνή. Για παράδειγμα στο Γλυκό πουλί της Νιότης, η κεντρική ηρωίδα, η υστερική σταρ Αλεξάνδρα ντελ Λάγκο, δυνατή επί της ουσίας, (κακο)μαθημένη αλλά και με πλήρη επίγνωση των κινδύνων (της επιθυμίας) να ζει κανείς διαρκώς κάτω από τα φώτα της δημοσιότητας, την αναγνώριση, το χάϊδεμα, την επιβεβαίωση και το θαυμασμό, δεν μπορεί να αποκοπεί από τον αισθαντικό θρήνο μιας γκέι περσόνας για τη νεότητα. Et in Arcadia ego, και βεβαίως τα νιάτα με την ταυτόχρονη ενατένιση του γήρατος, από τους Αλεξανδρινούς μέχρι τον Καβάφη είχαν -και με το παραπάνω- την τιμητική τους.
Όπως και ο σαρκαστικός σχολιασμός των ευκαιριακών σχέσεων με νεότερους άνδρες, για γυναίκες και άνδρες, που όσο κυνισμό κι αν επιστρατεύσει κανείς, έχει επίγνωση της κατάστασης και ότι ο χρόνος πρώτα απ' όλα ήταν αμείλικτος με εκείνον που είναι μεγαλύτερος στη σχέση των δύο.
Κι εκεί μπορεί να θρηνήσει αλλά και να μισήσει κανείς την ομορφιά και τη νεότητα. Των άλλων. Οι γυναίκες των θυγατέρων τους, οι άνδρες των νεότερων ομοφύλων τους.
Στο Γλυκό πουλί της Νιότης, στο τελευταίο της σκίρτημα προς την ενεργό δράση, η Αλεξάνδρα ντελ Λάγκο, παθιασμένη για μια ακόμα ανάσα ζωής -κυριολεκτικά και μεταφορικά- δεν μπορεί να έχει δίπλα της τον αποτυχημένο, χαμένο κομπάρσο Τσανς. Θα ήταν "βαρίδι" στη φήμη, την ελευθερία και τη ζωή της. Τέτοιες σχέσεις δεν τελεσφορούν παρά μόνο αν είναι να συνενώσουν το αίσθημα αυτοκαταστροφής και των δύο εμπλεκομένων πλευρών, και η ντελ Λάγκο είναι πολύ έξυπνη για να αφεθεί να ρουφήξει λίγο από τον αέρα "επαναφοράς της νιότης" της ένα ευκαιριακό ψωνιστήρι. Ο Τσανς Γουέϊν, όπως λέει και το όνομά του, είναι ένα "αποκύημα" της τύχης. Της τύχης, που είναι τόσο αγαπητή/επιθυμητή, αλλά και τόσο δεύτερη στη λίστα των επιτυχημένων ανθρώπων. Ο Τσανς, ένας τυχαίος, μοιάζει σαν να πήρε το όνομά του πολύ σοβαρά. Ωσότου μετά από άλλη μια αποτυχημένη "ζαριά" θα καταλήξει στα χέρια ενός υπερσυντηρητικού βάρβαρου, να πληρώσει για όσα τυχαία γεγονότα από το παρελθόν του δεν έμαθε, τυχαία έπραξε και σωρευτικά μαθαίνει όταν γυρνάει στη γενέτειρά του να συναντήσει τη μοίρα του.
Στο όμορφο θέατρο Άλμα, Το γλυκό πουλί της νιότης, έγινε μια θαυμάσια παράσταση. Μια αληθινή παράσταση, από αυτές που για λίγο σου παίρνουν από τα αυτιά τις φωνασκίες και τα τερτίπια που αφήνει πίσω της ακόμη και στο θεάτρο η στενή ενασχόληση με την τηλεόραση. Με ρυθμό, καλαισθησία, εξαιρετικές ερμηνείες, δικαίωσε ένα δύσκολο έργο και ανάδειξε τα διαφορετικά επίπεδα ερμηνείας αυτού του αγαπημένου κειμένου, που παρουσιάστηκε στην σπουδαία απόδοσή του από τον Μάριο Πλωρίτη. Σκεπτόμενη την παράσταση, μου έρχεται στο νου και η λέξη σεμνότητα, που δεν έχει τίποτε από ταπεινότητα, αλλά σχετίζεται με την ισορροπία και τη σιγουριά που εκπέμπει κάποιος που δε χρειάζεται να αποδείξει τίποτα, παρά επιβεβαιώνει την αγάπη και την αφοσίωσή του στην τέχνη.
Εξαιρετική Αλεξάνδρα ντελ Λάγκο η Κατερίνα Μαραγκού, πραγματικά σπουδαία, ικανή να κάνει το θεατή να πιστέψει πως βρίσκεται σε μια γωνιά του δωματίου του ξενοδοχείου με τους φοίνικες, μαζί της. Αληθινή κάθε στιγμή. Θαυμάσιοι στο ρόλο τους και οι υπόλοιποι ηθοποιοί της παράστασης: ο Όμηρος Πουλάκης στο δύσκολο ρόλο του τραγικού Τσανς Γουέην, έπλασε σωστά έναν νευρικό, ανεύθυνο, ερωτευμένο, αυτοκαταστροφικό νεαρό. Η Αγγελική Μητροπούλου έξοχη στο ρόλο της Χέβενλυ Φίνλεϋ, εύθραυστης, τσακισμένης και προδομένης νεανικής αγάπης του πρωταγωνιστή. Μετρημένος και πειστικός ο Αργύρης Γκαγκάνης στο ρόλο του Μπος Φίνλεϋ, σκληρού, εγωιστή πατριάρχη μιας προβληματικής οικογένειας που κατά βάθος του μοιάζει. Με ισορροπία και χαμηλούς τόνους ο Τζωρτζ Σκάντερ-Λευτέρης Βασιλάκης, ο επαγγελματικά πετυχημένος ανταγωνιστής του Τσανς Γουέην, αποτυχημένος κι αυτός στα ερωτικά, που έχει να διαχειριστεί τη δύσκολη επίγνωση ότι αποτελεί "λύση ανάγκης" για τους Φίνλεϋ. Εκνευριστικό τσιράκι του πατέρα του, καθόλου καλύτερος από τον Τσανς αλλά πιο τυχερός, ο γιος Τομ Φίνλεϋ-Νικόλας Παπαδομιχελάκης, ένωσε πετυχημένα επάνω του τα αδιέξοδα όλων. Πνιγμένη στα ένοχα μυστικά της οικογένειας, ανίκανη να βοηθήσει ουσιαστικά αλλά με αγάπη για τους αδικημένους εραστές, η ευαίσθητη θεία Νόννη-Βέφη Ρέδη -ως Χορός αρχαίου δράματος.
Κομψότατο και καλοεκτελεσμένο το χορευτικό "ιντερμέδιο" από τους Α. Μητροπούλου και Λ. Βασιλάκη, απολύτως σωστή η μουσική συνοδεία και έξοχα τα κοστούμια, με τις τουαλέτες της κ. Μαραγκού να προκαλούν θαυμασμό στο γυναικείο κοινό. Λιτή, με ρυθμό και δύναμη η σκηνοθεσία της Αναστασίας Ρεβή. Εν ολίγοις, μια παράσταση που δεν πρέπει να χάσετε! Το καλό θέατρο πρέπει να μείνει ζωντανό.
©
Όπως και ο σαρκαστικός σχολιασμός των ευκαιριακών σχέσεων με νεότερους άνδρες, για γυναίκες και άνδρες, που όσο κυνισμό κι αν επιστρατεύσει κανείς, έχει επίγνωση της κατάστασης και ότι ο χρόνος πρώτα απ' όλα ήταν αμείλικτος με εκείνον που είναι μεγαλύτερος στη σχέση των δύο.
Κι εκεί μπορεί να θρηνήσει αλλά και να μισήσει κανείς την ομορφιά και τη νεότητα. Των άλλων. Οι γυναίκες των θυγατέρων τους, οι άνδρες των νεότερων ομοφύλων τους.
Στο Γλυκό πουλί της Νιότης, στο τελευταίο της σκίρτημα προς την ενεργό δράση, η Αλεξάνδρα ντελ Λάγκο, παθιασμένη για μια ακόμα ανάσα ζωής -κυριολεκτικά και μεταφορικά- δεν μπορεί να έχει δίπλα της τον αποτυχημένο, χαμένο κομπάρσο Τσανς. Θα ήταν "βαρίδι" στη φήμη, την ελευθερία και τη ζωή της. Τέτοιες σχέσεις δεν τελεσφορούν παρά μόνο αν είναι να συνενώσουν το αίσθημα αυτοκαταστροφής και των δύο εμπλεκομένων πλευρών, και η ντελ Λάγκο είναι πολύ έξυπνη για να αφεθεί να ρουφήξει λίγο από τον αέρα "επαναφοράς της νιότης" της ένα ευκαιριακό ψωνιστήρι. Ο Τσανς Γουέϊν, όπως λέει και το όνομά του, είναι ένα "αποκύημα" της τύχης. Της τύχης, που είναι τόσο αγαπητή/επιθυμητή, αλλά και τόσο δεύτερη στη λίστα των επιτυχημένων ανθρώπων. Ο Τσανς, ένας τυχαίος, μοιάζει σαν να πήρε το όνομά του πολύ σοβαρά. Ωσότου μετά από άλλη μια αποτυχημένη "ζαριά" θα καταλήξει στα χέρια ενός υπερσυντηρητικού βάρβαρου, να πληρώσει για όσα τυχαία γεγονότα από το παρελθόν του δεν έμαθε, τυχαία έπραξε και σωρευτικά μαθαίνει όταν γυρνάει στη γενέτειρά του να συναντήσει τη μοίρα του.
Στο όμορφο θέατρο Άλμα, Το γλυκό πουλί της νιότης, έγινε μια θαυμάσια παράσταση. Μια αληθινή παράσταση, από αυτές που για λίγο σου παίρνουν από τα αυτιά τις φωνασκίες και τα τερτίπια που αφήνει πίσω της ακόμη και στο θεάτρο η στενή ενασχόληση με την τηλεόραση. Με ρυθμό, καλαισθησία, εξαιρετικές ερμηνείες, δικαίωσε ένα δύσκολο έργο και ανάδειξε τα διαφορετικά επίπεδα ερμηνείας αυτού του αγαπημένου κειμένου, που παρουσιάστηκε στην σπουδαία απόδοσή του από τον Μάριο Πλωρίτη. Σκεπτόμενη την παράσταση, μου έρχεται στο νου και η λέξη σεμνότητα, που δεν έχει τίποτε από ταπεινότητα, αλλά σχετίζεται με την ισορροπία και τη σιγουριά που εκπέμπει κάποιος που δε χρειάζεται να αποδείξει τίποτα, παρά επιβεβαιώνει την αγάπη και την αφοσίωσή του στην τέχνη.
Εξαιρετική Αλεξάνδρα ντελ Λάγκο η Κατερίνα Μαραγκού, πραγματικά σπουδαία, ικανή να κάνει το θεατή να πιστέψει πως βρίσκεται σε μια γωνιά του δωματίου του ξενοδοχείου με τους φοίνικες, μαζί της. Αληθινή κάθε στιγμή. Θαυμάσιοι στο ρόλο τους και οι υπόλοιποι ηθοποιοί της παράστασης: ο Όμηρος Πουλάκης στο δύσκολο ρόλο του τραγικού Τσανς Γουέην, έπλασε σωστά έναν νευρικό, ανεύθυνο, ερωτευμένο, αυτοκαταστροφικό νεαρό. Η Αγγελική Μητροπούλου έξοχη στο ρόλο της Χέβενλυ Φίνλεϋ, εύθραυστης, τσακισμένης και προδομένης νεανικής αγάπης του πρωταγωνιστή. Μετρημένος και πειστικός ο Αργύρης Γκαγκάνης στο ρόλο του Μπος Φίνλεϋ, σκληρού, εγωιστή πατριάρχη μιας προβληματικής οικογένειας που κατά βάθος του μοιάζει. Με ισορροπία και χαμηλούς τόνους ο Τζωρτζ Σκάντερ-Λευτέρης Βασιλάκης, ο επαγγελματικά πετυχημένος ανταγωνιστής του Τσανς Γουέην, αποτυχημένος κι αυτός στα ερωτικά, που έχει να διαχειριστεί τη δύσκολη επίγνωση ότι αποτελεί "λύση ανάγκης" για τους Φίνλεϋ. Εκνευριστικό τσιράκι του πατέρα του, καθόλου καλύτερος από τον Τσανς αλλά πιο τυχερός, ο γιος Τομ Φίνλεϋ-Νικόλας Παπαδομιχελάκης, ένωσε πετυχημένα επάνω του τα αδιέξοδα όλων. Πνιγμένη στα ένοχα μυστικά της οικογένειας, ανίκανη να βοηθήσει ουσιαστικά αλλά με αγάπη για τους αδικημένους εραστές, η ευαίσθητη θεία Νόννη-Βέφη Ρέδη -ως Χορός αρχαίου δράματος.
Κομψότατο και καλοεκτελεσμένο το χορευτικό "ιντερμέδιο" από τους Α. Μητροπούλου και Λ. Βασιλάκη, απολύτως σωστή η μουσική συνοδεία και έξοχα τα κοστούμια, με τις τουαλέτες της κ. Μαραγκού να προκαλούν θαυμασμό στο γυναικείο κοινό. Λιτή, με ρυθμό και δύναμη η σκηνοθεσία της Αναστασίας Ρεβή. Εν ολίγοις, μια παράσταση που δεν πρέπει να χάσετε! Το καλό θέατρο πρέπει να μείνει ζωντανό.
©
Sunday, November 1, 2015
Burnt, by John Wells- Film Review
Gregory Markopoulos had spoken about the dictatorship of the actor as a problem. And although Bradley Cooper is a darling to watch and really wants to make history with his acting, let's not fool ourselves, the whole "Burnt" film is a bunch of crap aimed at showing beautiful faces at distress on the silver screen.
I admit that cooking for me is tedious and boring, an activity that I have no talent for or inclination at and yet I do enjoy fine ingredients and taste. However, all these plates at great speed in front of me, just made me crave for a simple ratatouille (oh lovely mouse with the ultimate cook film!) instead of titillating my pallet for rare vegetables and spices so expensive that could ruin the Roman Empire (and they did.)
I think that cook/food-movies are segregational. They may nowadays show female chefs running cusines and being as bossy as their male counterparts, but I hate the war of the sexes taking cover while patronising into the kitchen and pretend that it's all fine and smooth. Translation: women make sweets (Chocolat et al) and control the animal world of smell and taste, spice and everything nice and the men still cut the beef (argh!) and combine scnitzenflubenzauerflower with cassetonpani devosarmesasanssouci in post-industrial decor. Now...really?
And just as we begun to relax from the last cook in distress on film ("KIss the Cook"), we bumped into Bradley Cooper and his sinful past in gai Paris, that still haunt his post-addiction days. So cooking and creating and combining flavours is not all that gai, but has another level, a level in which anxiety for Michelin stars reigns. It's the level of terror, insomnia and antagonism, mean acts and betrayal between buddies-in-spoons.
Well, I can watch Gordon Ramsay shows if I want high speed and anxiety, so get me out of the movie theatre and of the kitchen, now!
I admit that cooking for me is tedious and boring, an activity that I have no talent for or inclination at and yet I do enjoy fine ingredients and taste. However, all these plates at great speed in front of me, just made me crave for a simple ratatouille (oh lovely mouse with the ultimate cook film!) instead of titillating my pallet for rare vegetables and spices so expensive that could ruin the Roman Empire (and they did.)
I think that cook/food-movies are segregational. They may nowadays show female chefs running cusines and being as bossy as their male counterparts, but I hate the war of the sexes taking cover while patronising into the kitchen and pretend that it's all fine and smooth. Translation: women make sweets (Chocolat et al) and control the animal world of smell and taste, spice and everything nice and the men still cut the beef (argh!) and combine scnitzenflubenzauerflower with cassetonpani devosarmesasanssouci in post-industrial decor. Now...really?
And just as we begun to relax from the last cook in distress on film ("KIss the Cook"), we bumped into Bradley Cooper and his sinful past in gai Paris, that still haunt his post-addiction days. So cooking and creating and combining flavours is not all that gai, but has another level, a level in which anxiety for Michelin stars reigns. It's the level of terror, insomnia and antagonism, mean acts and betrayal between buddies-in-spoons.
Well, I can watch Gordon Ramsay shows if I want high speed and anxiety, so get me out of the movie theatre and of the kitchen, now!
Tuesday, October 20, 2015
THE INTERN- Film Review (Athinaion cinema, city of Athens)
Anne Hathaway is not my favourite. I think she's sort of stuck in the role of the damsel in distress who pulls through, like a Julia Roberts revisited. Nonetheless, in this [The intern] Nancy Meyers film, I liked her, she had something genuine in her performance and she did match Robert de Niro in his piece-of-cake-role as the 72-year old intern in her e-commerce (miraculously skyrocketed) business. But this a film review, not a lesson during an MBA class, so I won't go into any SWOT analysis, I' ll stick to more performative data.
So....,
Being difficult to please, I must state that I do have resevations about women's writing, women's this and that. I mean, who am I to argue with worlds apart, when I am an advocate for "amazon cities", but OK, let's not get into that right now. It's just that I think the times call not for segregation practices, but for assimilation of women's lib in the zeitgeist of the 21st c., which is both progressive and regressive towards women who are still being subjugated to all sort of discrimanatory policies. And I disagree or am suspicious with what was named women's writing/cinema/music whatever, because it hasn't come up with much victory over the "cause" other than helping Rianna, Miley and more to get easily undressed to catch attention, inventing Nannies, Diaries, the New York quartet of Sex and the City and talking about fat in the hips, married sex and lamenting over adultery. So I am happy that Meyers didn't step too much into the twilight zone of sentimentality with her characters, but gave them a sort of realistic allure. Plus she cunningly reversed the traditional family pattern and eased guilt upon patriarchy about bread-winners and Alpha-males.
The weak point of the film to my opinion has nothing to do with the script, the acting or anything of the sort. It's an OK film to fill two descent hours. My reservation has to do with the body-type Hollywood pushes onto the silver screen and the extreme thinness of the super stars. This is not healthy eating, it's the hunger games. It's great to exercise, avoid saturated fat and eat vegetables and fruit, but this is getting too far. Starvation, really? If not anorexic, then is it from guilt? Is it to teach a lesson to the obese? I think that the answer can be a mix of all that, but deep down, I feel it's a much worse situation, cause it seems to be about the chance to peak into the exclusive world of the few and the privileged and their latest trend for longevity: yoga and starvation to the point of arrogance. Elevated to universal truth. It is as if food is a low, unworthy activity unless in precious ingredients and very few bites in highly meditated nutritious combinations.
Score: 3* (out of 5) for this modern fairy tale
Thanks for reading.
Natasha
So....,
Being difficult to please, I must state that I do have resevations about women's writing, women's this and that. I mean, who am I to argue with worlds apart, when I am an advocate for "amazon cities", but OK, let's not get into that right now. It's just that I think the times call not for segregation practices, but for assimilation of women's lib in the zeitgeist of the 21st c., which is both progressive and regressive towards women who are still being subjugated to all sort of discrimanatory policies. And I disagree or am suspicious with what was named women's writing/cinema/music whatever, because it hasn't come up with much victory over the "cause" other than helping Rianna, Miley and more to get easily undressed to catch attention, inventing Nannies, Diaries, the New York quartet of Sex and the City and talking about fat in the hips, married sex and lamenting over adultery. So I am happy that Meyers didn't step too much into the twilight zone of sentimentality with her characters, but gave them a sort of realistic allure. Plus she cunningly reversed the traditional family pattern and eased guilt upon patriarchy about bread-winners and Alpha-males.
The weak point of the film to my opinion has nothing to do with the script, the acting or anything of the sort. It's an OK film to fill two descent hours. My reservation has to do with the body-type Hollywood pushes onto the silver screen and the extreme thinness of the super stars. This is not healthy eating, it's the hunger games. It's great to exercise, avoid saturated fat and eat vegetables and fruit, but this is getting too far. Starvation, really? If not anorexic, then is it from guilt? Is it to teach a lesson to the obese? I think that the answer can be a mix of all that, but deep down, I feel it's a much worse situation, cause it seems to be about the chance to peak into the exclusive world of the few and the privileged and their latest trend for longevity: yoga and starvation to the point of arrogance. Elevated to universal truth. It is as if food is a low, unworthy activity unless in precious ingredients and very few bites in highly meditated nutritious combinations.
Score: 3* (out of 5) for this modern fairy tale
Thanks for reading.
Natasha
Wednesday, October 14, 2015
MACBETH by Justin Kurzel - Review
Easter, quite some time ago. I was 11 years old and we all left in a hurry to go to father's village to celebrate and eat with friends and relatives there. While the adults were cracking jokes and eating and remembering things past, we, the children, played, run like crazy and explored the places around the yard of the house in which the feast was hosted. Farmhouses were a mystery to some of us who were growing up in the city and at one point I left the others and entered an older cousin's room. And there was her book case. I browsed through the titles and one book made a lasting impression on me: the cover was a colour print of a dead king in his bed. He was still wearing his royal crown and he was peaceful under the white sheets as if asleep. On the right corner of his bed there was a red cape that witnessed his royal blood but also made me see it as a clue of his ill fate. The title on the cover, read: MACBETH. I passed the whole day reading it, and this book is still with me to the present day, a gift by cousin Elisabeth.
As a critic and lecturer, over the years, Ι realised that the feelings towards the content and the meaning of a book that stemm from the fresh look of a child can be very useful later, when a deeper analysis is required. So, I can say that my first impression after I finished the book, was that I had never seen such arrogance, ambition, paranoia and mistrust as in Macbeth's deeds and thoughts. I had never seen such guilt, a guilt that brings people to the point of madness and death. I had never imagined of a horror and agony as in the killings of the familly of Macduff. And yet, despite all that, I felt that Macbeth the tyrant deserved respect for his folly, for his courage to break the line of succession and turn everybody's world upside-down in the way that Dionysus had repeatedly done in the Greek tragedies. To my opinion, Macbeth, along with the Bacchae is one of the most important masterpieces of the world, and deserves great courage to bring it to life on the silver screen.
Director Justin Kurzel displayed a great deal of courage dealing with Scotland's traitor, so did his actors undertaking such roles of gigantic prestige and difficulty. Kurzel recreated convinsingly an era of turmoil and conspiracy on the Highlands. However, we could not avoid being surprised at the false nose of Sean Harris (Macduff) in an otherwise epic scene in the end of the movie, and with Marion Cotillard playing her big Lady Macbeth "good-bye" scene as she could have probably rehearsed it in her own room in front of a mirror. Michael Fassbender's Macbeth was totally convincing, but the various interpretations towards which the director dragged him mercilessly, punished the Scottish King-Fassbender well before Malcolm and Macduff did.
What was Macbeth for Kurzel? A weak, filled with remorse army general who played with the fire of power and got burned? An unworthy traitor? A toy in his wife's little hands? (nudge nudge allusion to the text). Was he just one of the Macchiavellian usurpers of the era? Was he suffering from paranoia and delusions? Was he suffering from depression (too)? Was it an exquisitly described folie a deux? Was he another innocent Oedipus who believed in fate, omens and oracles? Was he the modern man who makes his own destiny? Was he a reminiscent of the constant danger of the Catholic Scottish cousins? And of course the fashionable hipster question: was Macbeth gay? Which honestly, is getting a little old by now.
The director alluded to many possible interpretations and this can be a blessing (he did a lot of reading) and a curse (couldn't make up his mind at times): it made the film move like mercury in front of our eyes like a collage beyond Kurzel's grasp. An additional mistake was the use of Shakespeare's words in an ultra super modern "landscape"; and if the battlefield scenes and the (Shakespearean) gore were the desirable outcome and focus, why not put a Braveheartian allure to it and skip the "esoteric monologue"? And please, we know that the mainstream star system immitates "deep acting" practices, so to earn an Oscar one needs to: lose 20 kilos, gain 35 kilos, get wrinkles, get a toupe, play horrid characters before getting back to the normal botox acting and filming of muscles and face lifts. But why oh why should Fassbender bathe in ice cold water for three nanoseconds of meaning...lesness? For the good old allegory of chastising in baptising and the use of the magical forces of water and fire? Oh pleeeease!
In short, Macbeth did not make history (again), but with a large bowl of pop corn and a soda, you' ll enjoy nose bleeding, bone cracking, necks twisting, jaws dislocating, torsos being dismembered and some English krypto-feminists playng the evil spirits of the forest who tell Macbeth of his rise to self-made glory and his subsequent fall after, he, the great army general, would fail to recognise a simple stratagem that he himself might have used at some point: the camouflage, thus mistaking soldiers moving disguised, for a forest moving (the ultimate delusion).
One last point: why the uncanny run of Banco's child in the end of the film? Yes we got it: power corrupts and one has to fulfill one's destiny and Malcolm had a valuable lesson learnt from Macbeth and had heard of the prophecy about the ascension of Banco's children to power and paranoia would possibly cover Scotland's Paradise Lost like a thick mist (...) and was it Stephen King or Shakespeare who wrote the book?
As a critic and lecturer, over the years, Ι realised that the feelings towards the content and the meaning of a book that stemm from the fresh look of a child can be very useful later, when a deeper analysis is required. So, I can say that my first impression after I finished the book, was that I had never seen such arrogance, ambition, paranoia and mistrust as in Macbeth's deeds and thoughts. I had never seen such guilt, a guilt that brings people to the point of madness and death. I had never imagined of a horror and agony as in the killings of the familly of Macduff. And yet, despite all that, I felt that Macbeth the tyrant deserved respect for his folly, for his courage to break the line of succession and turn everybody's world upside-down in the way that Dionysus had repeatedly done in the Greek tragedies. To my opinion, Macbeth, along with the Bacchae is one of the most important masterpieces of the world, and deserves great courage to bring it to life on the silver screen.
Director Justin Kurzel displayed a great deal of courage dealing with Scotland's traitor, so did his actors undertaking such roles of gigantic prestige and difficulty. Kurzel recreated convinsingly an era of turmoil and conspiracy on the Highlands. However, we could not avoid being surprised at the false nose of Sean Harris (Macduff) in an otherwise epic scene in the end of the movie, and with Marion Cotillard playing her big Lady Macbeth "good-bye" scene as she could have probably rehearsed it in her own room in front of a mirror. Michael Fassbender's Macbeth was totally convincing, but the various interpretations towards which the director dragged him mercilessly, punished the Scottish King-Fassbender well before Malcolm and Macduff did.
What was Macbeth for Kurzel? A weak, filled with remorse army general who played with the fire of power and got burned? An unworthy traitor? A toy in his wife's little hands? (nudge nudge allusion to the text). Was he just one of the Macchiavellian usurpers of the era? Was he suffering from paranoia and delusions? Was he suffering from depression (too)? Was it an exquisitly described folie a deux? Was he another innocent Oedipus who believed in fate, omens and oracles? Was he the modern man who makes his own destiny? Was he a reminiscent of the constant danger of the Catholic Scottish cousins? And of course the fashionable hipster question: was Macbeth gay? Which honestly, is getting a little old by now.
The director alluded to many possible interpretations and this can be a blessing (he did a lot of reading) and a curse (couldn't make up his mind at times): it made the film move like mercury in front of our eyes like a collage beyond Kurzel's grasp. An additional mistake was the use of Shakespeare's words in an ultra super modern "landscape"; and if the battlefield scenes and the (Shakespearean) gore were the desirable outcome and focus, why not put a Braveheartian allure to it and skip the "esoteric monologue"? And please, we know that the mainstream star system immitates "deep acting" practices, so to earn an Oscar one needs to: lose 20 kilos, gain 35 kilos, get wrinkles, get a toupe, play horrid characters before getting back to the normal botox acting and filming of muscles and face lifts. But why oh why should Fassbender bathe in ice cold water for three nanoseconds of meaning...lesness? For the good old allegory of chastising in baptising and the use of the magical forces of water and fire? Oh pleeeease!
In short, Macbeth did not make history (again), but with a large bowl of pop corn and a soda, you' ll enjoy nose bleeding, bone cracking, necks twisting, jaws dislocating, torsos being dismembered and some English krypto-feminists playng the evil spirits of the forest who tell Macbeth of his rise to self-made glory and his subsequent fall after, he, the great army general, would fail to recognise a simple stratagem that he himself might have used at some point: the camouflage, thus mistaking soldiers moving disguised, for a forest moving (the ultimate delusion).
One last point: why the uncanny run of Banco's child in the end of the film? Yes we got it: power corrupts and one has to fulfill one's destiny and Malcolm had a valuable lesson learnt from Macbeth and had heard of the prophecy about the ascension of Banco's children to power and paranoia would possibly cover Scotland's Paradise Lost like a thick mist (...) and was it Stephen King or Shakespeare who wrote the book?
Monday, October 5, 2015
PREVIEWS
ΤΟ
ΘΕΑΤΡΟ ΟΔΟΥ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΙ
«Η
ΤΣΕΡΛΙΝΕ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΩΝ ΚΥΝΗΓΩΝ»
Βασισμένο
στο «Η διήγηση της υπηρέτριας Τσερλίνε»,
από το μυθιστόρημα
«ΟΙ
ΑΘΩΟΙ» του Χέρμαν Μπροχ.
σε
σκηνοθεσία Γιάννη Καλαβριανού
με
την Μπέττυ Αρβανίτη
Γερμανία,
Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, λίγο πριν
ξεσπάσει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος.
Η
Τσερλίνε, η γριά υπηρέτρια του σπιτιού
της Βαρόνης Ελβίρας, πέρασε όλη της τη
ζωή υπηρετώντας τη Βαρόνη και ζώντας
στη σκιά της. Ερωτεύτηκε αυτούς που
ερωτεύτηκε και εκείνη, μεγάλωσε το νόθο
παιδί της, γέρασε και συνεχίζει να ζει
μέσα σε ένα κλειστό σπίτι, που μοιάζει
να εγκυμονεί το κακό και να κατατρώει
τους ενοίκους του. Ολόκληρη η ζωή της
είχε σαν σημείο αναφοράς την κυρία της
και τρεφόταν από ματαιωμένες δυνατότητές
και κρυφούς εραστές. Όσο όμως και αν
υπήρξε ικανή, η Τσερλίνε ξέρει πως η
ζωή δεν στέκεται γενναιόδωρη απέναντί
στις υπηρέτριες.
Στην
παράσταση του Θεάτρου Οδού Κεφαλληνίας,
η ηρωίδα Τσερλίνε μας παρουσιάζει έναν
πραγματικό εφιάλτη. Τον εφιάλτη της
ζωής της και όλων των κλειστών συστημάτων
που αρνούνται να συνδιαλαγούν με την
πραγματικότητα. Η Βαρόνη Ελβίρα, η κόρη
της, Χίλντεγκαρντ, ο μυστηριώδης κύριος
Αντρέας, η μικρή Μελίττα και η γριά
υπηρέτρια Τσερλίνε, φτιάχνουν έναν
κόσμο μυστηριώδη, που ανακαλύπτει
συνεχώς εχθρούς, αφού αισθάνεται διαρκώς
να απειλείται. Παράλογα πειθαρχημένο,
θρησκόληπτο και επικριτικό. Γεμάτο
υποψίες, δυνατούς έρωτες, κρυφούς
εραστές, ιδιότυπο χιούμορ και ζήλεια,
που εγκυμονεί μεθοδικά το τέρας του
ολοκληρωτισμού. Είναι ο κόσμος των
καθημερινών ανθρώπων που αγαπάνε μέχρι
θανάτου, γελούν, σαρκάζουν αδιάφοροι
και που πάνω τους πάτησε ολόκληρο το
φασιστικό οικοδόμημα. «Ενώ έξω, το δάσος
και το λιβάδι φτάνουν στα κάγκελα του
στρατοπέδου και στα σπίτια των δήμιων
κελαηδούν τα καναρίνια».
Το
κείμενο αποτελεί διασκευή του
μυθιστορήματος του Χέρμαν Μπροχ, «Οι
Αθώοι».
Ο
Αυστριακός συγγραφέας, ένας από τους
κορυφαίους του προηγούμενου αιώνα, μετά
τα αριστουργήματά του «Οι Υπνοβάτες»
και «Ο Θάνατος του Βιργίλιου», συγκέντρωσε
στο ιδιότυπο αυτό μυθιστόρημα, κείμενα
που ξεκίνησαν να γράφονται το 1917 και
ολοκληρώθηκαν το 1949. Οι ήρωές του,
βυθισμένοι στις προσωπικές τους ιστορίες,
ερωτεύονται, ζηλεύουν, θυμούνται,
επιτίθενται ο ένας στον άλλον και
παραμένουν θεατές των εξελίξεων, «αθώοι»
για ότι συμβαίνει γύρω τους, άρα συνένοχοι
για την επερχόμενη βαρβαρότητα.
Ο Γιάννης Καλαβριανός, ένας από
τους πλέον ταλαντούχους σκηνοθέτες της
νέας γενιάς, συνεργάζεται για πρώτη
φορά με το θέατρο Οδού Κεφαλληνίας και
την Μπέττυ Αρβανίτη, σχεδόν 25 χρόνια
μετά το ανέβασμα του πέμπτου κεφαλαίου
των «Αθώων» του Μπροχ, όταν είχε
παρουσιαστεί σαν μονόλογος με την Αλέκα
Παϊζη.
Μετάφραση:
Ελένη Βαροπούλου
(του κειμένου «Η διήγηση της υπηρέτριας
Τσερλίνε»)
Διασκευή:
Στρατής Πασχάλης
Δραματουργική
επεξεργασία-Σκηνοθεσία: Γιάννης
Καλαβριανός
Σκηνικά-κοστούμια:
Ελένη Μανωλοπούλου
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Μουσική
επιμέλεια: Άγγελος
Τριανταφύλλου Διδασκαλία
κίνησης: Αλεξία Μπεζίκη
Βοηθός
σκηνοθέτη: Μαριέττα
Σπηλιοπούλου
Παίζουν:
Μπέττυ
Αρβανίτη, Μαρία Κατσιαδάκη, Κώστας
Βασαρδάνης, Σύρμω Κεκέ, Εύα Σιμάτου
Τραγούδι:
Γιώργος Γλάστρας
Εναρξη
παραστάσεων 28 Οκτωβρίου
Ημέρες
κι ώρες παραστάσεων: Tετάρτη
στις 7.00μμ Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο
στις 9.00μμ και Κυριακή στις 8.00μμ
Πληροφορίες:
Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας, τηλ. 210.8838727
Προπώληση
– ηλεκτρονική πώληση: Viva.gr
Τιμές εισιτηρίων:
κάθε Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή
γενική είσοδος 13 ευρώ,
Σάββατο και Κυριακή 19, ειδικές
κατηγορίες 16 ευρώ,
προπώληση έως 23 Οκτωβρίου 10
ευρώ
PREVIEWS
ΤΟ
ΓΛΥΚΟ ΠΟΥΛΙ ΤΗΣ ΝΙΟΤΗΣ
Ένα
από τα πιο γνωστά και αγαπημένα έργα
του
Tenesse
Williams
Στη
σκηνή του θεάτρου Άλμα
από
21
Οκτωβρίου
Αμερικάνικος
νότος 1959...
Η
Κατερίνα
Μαραγκού
μετά τα Καλοκαίρι
και καταχνιά
και Τριαντάφυλλο
στο στήθος
«ενδύεται τη σκιά» μιας ακόμη ηρωίδας
του διάσημου Αμερικανού συγγραφέα και
επιστρέφει δυναμικά στη σκηνή του Άλμα
ως Αλεξάντρα ντε Λάγκο έχοντας στο
πλευρό της τον Όμηρο
Πουλάκη
στο ρόλο του Τσανς Γουέην. Μια εμπνευσμένη
και πολλά υποσχόμενη σκηνοθεσία της
Αναστασίας
Ρεβή,
καλλιτεχνικής
διευθύντριας της βραβευμένης ομάδας
Theatre
Lab Company
.
Στη
νοσηρή ατμόσφαιρα της επαρχίας, σε μια
πόλη του αμερικανικού Νότου, συναντώνται
ο Τσανς Γουέην και η
Αλεξάντρα
ντε Λάγκο, δύο άνθρωποι μόνοι, κυριευμένοι
απ’ τους φόβους και τις παραισθήσεις
τους. Εκείνος, ένας φιλόδοξος επαγγελματίας
εραστής που αδίστακτα κυνηγά το όνειρο
του και εκείνη μια σπουδαία ηθοποιός
του Hollywood στη δύση της λάμψης της,
εξαρτημένη από το αλκοόλ και τις ουσίες.
Μέσα σ’ ένα βίαιο, ρατσιστικό περιβάλλον
όπου κυριαρχεί μόνο το δίκαιο/άδικο του
ισχυρού επινοούν τον «παράδεισο» και
αναμετρώνται με τις επιθυμίες, τα πάθη,
το χρόνο και τη μνήμη. Δύο τραγικοί
ήρωες, δέσμιοι της ουτοπίας που στο
τέλος θα τους κατακρημνίσει.
Πριγκίπισσα,
οι άνθρωποι του κόσμου τούτου δεν
χωρίζονται σε πλούσιους και φτωχούς ή
σε καλούς και κακούς, αλλά σε κείνους
που γνώρισαν ή γνωρίζουν την ηδονή στον
έρωτα και σε κείνους που δεν τη γνώρισαν,
αλλά την αγναντεύουν από μακριά με
ζήλια, άρρωστη ζήλια.
Η
σκηνοθέτιδα Αναστασία Ρεβή σημειώνει
: «God
bless America,
είναι το σύνθημα της μέσης Αμερικάνικης
κοινωνίας που ονειρεύεται: ευτυχισμένες
οικογένειες με επιτυχημένους συζύγους
και χαμογελαστές νοικοκυρές, ροζ
τραπεζομάντηλα και εκκλησία την Κυριακή,
μαύρους και μειονότητες στο γκέτο,
λευκούς φράχτες στους κήπους και
επισκέψεις με κέικ από λεμόνι. Μέσα σ’
αυτό το σελοφάν πανδαιμόνιο , ανάμεσα
σε πραγματικές αισθήσεις ανταλλαγής
ονείρων και παραισθήσεις επιθυμιών
συναντώνται ο Chance Wayne και η Alexandra Del Lago».
Η
Αναστασία Ρεβή ζει και εργάζεται ως
σκηνοθέτης στο Λονδίνο τα τελευταία 20
χρόνια. Είναι η καλλιτεχνική διευθύντρια
της βραβευμένης ομάδας Theatre
Lab Company
και συνεργάζεται κυρίως με τον πολυχώρο
τέχνης RIVERSIDE
STUDIOS.
Τα τελευταία χρόνια προωθεί μέσα από
τις αγγλόφωνες παραστάσεις της το αρχαίο
Ελληνικό δράμα στο Λονδρέζικο κοινό
ενώ παράλληλα σκηνοθετεί εναλλακτικές
παραστάσεις εικαστικού και σωματικού
θεάτρου εμπνευσμένες κυρίως από την
γοτθική λογοτεχνία.
Το
θέατρο Άλμα
θα φιλοξενήσει, στο χώρο του αίθριου,
έργα της καταξιωμένης ζωγράφου Σοφίας
Καλογεροπούλου.
Πρεμιέρα
στις 21 Οκτωβρίου 2015
Η
ταυτότητα της παράστασης
Απόδοση:
Μάριος Πλωρίτης
Σκηνοθεσία:
Αναστασία Ρεβή
Σκηνικά
/ Κοστούμια: Μάιρα Βαζαίου
Φώτα:
Σάκης Μπιρμπίλης
Ηχητική/Μουσική
επιμέλεια: Ζηνοβία Αρβανιτίδη
Βοηθός
σκηνογράφου: Μαργαρίτα Χατζηιωάννου
Βοηθός
παραγωγής: Ιωάννα Βουδούρη
Τα
κοστούμια της κυρίας Μαραγκού για το
ρόλο της Αλεξάντρα ντε Λάγκο σχεδίασε
η ΛΟΥΚΙΑ.
Παίζουν:
Κατερίνα
Μαραγκού (Αλεξάντρα ντε Λάγκο), Όμηρος
Πουλάκης (Τσάνς Γουέην), Λευτέρης
Βασιλάκης (Τζώρτζ Σκάντερ), Αργύρης
Γκαγκάνης (Μπος Φίνλευ),
Νικόλας
Παπαδομιχελάκης (Τομ Φίνλευ), Αγγελική
Μητροπούλου (Χέβενλυ Φίνλευ), Βέφη Ρέδη
(Θεία Νόννι)
ΗΜΕΡΕΣ
& ΩΡΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ:
ΤΙΜΕΣ:
18 ευρώ, απογευματινή 15 ευρώ, μειωμένο
(φοιτητές, άνεργοι)10 ευρώ
Προπώληση:
Στα
ταμεία του θεάτρου Άλμα, Αγίου Κωνσταντίνου
και Ακομινάτου 15 – 17Αθήνα, Τηλ. 210 5220100,
Ώρες Ταμείου: Δευτέρα έως Κυριακή.10.30 -
13.30 και 17.00 -21.30
PREVIEWS
ΕΓΚΛΗΜΑ
ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΑ
του
Φ.Μ. Ντοστογιέφσκι
Το
αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας
στη
σκηνή του θεάτρου Άνεσις από 8
Οκτωβρίου
«Γονάτισα
όχι μπροστά σου, αλλά μπροστά σε όλη την
ανθρωπότητα που υποφέρει.»
Ο
αναμορφωτής του Γεωργιανού θεάτρου και
καλλιτεχνικός διευθυντής του Kote
Marjanishvili theatre, Λεβάν Τσουλάτζε, συνεργάζεται
για 2η
συνεχή χρονιά με το θέατρο Άνεσις,
μετά
την περσινή επιτυχία «Λεωφορείο ο
Πόθος», αναλαμβάνοντας τη διασκευή και
τη σκηνοθεσία του παγκόσμια αναγνωρισμένου
λογοτεχνικού έργου του Φίοντορ
Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι, Έγκλημα
και Τιμωρία.
Πρόκειται
για ένα από τα σημαντικότερα έργα του
Ρώσου πεζογράφου και στοχαστή που αφορά
στην ηθική, το νόμο και τον άνθρωπο. Ο
Ντοστογιέφσκι εμπνεύστηκε το «Έγκλημα
και τιμωρία» από ένα αληθινό περιστατικό,
όταν στα μέσα της δεκαετίας του 1860, ένας
φοιτητής είχε δολοφονήσει έναν γέροντα
... με κίνητρα παρόμοια με αυτά του
Ρασκόλνικοφ , του ήρωα του βιβλίου του.
Σε
αυτό το βιβλίο, ο συγγραφέας καταπιάστηκε
με ύψιστα ηθικά διλήμματα και τα ανέλυσε
σε μεγάλο βάθος, παρασύροντας τον
αναγνώστη στο σκοτεινό λαβύρινθο μιας
αλλοτριωμένης ψυχής. Το πρόβλημα του
κακού τοποθετείται στην πιο ακραία
εκδήλωσή του, το έγκλημα.
«Η
γενική μελέτη του καλού και η γενική
μελέτη της ορθής πράξεως αποτελούν το
κύριο έργο της ηθικής» (The Cambridge Dictionary
of Philosophy, 1955, σ. 244). Χωρίς τη διάκριση καλού
και κακού η έννοια της ηθικής καταρρέει
και για τον Ρασκόλνικοφ, φοιτητή της
Νομικής, η υπακοή και η συμμόρφωση στους
νομικούς κανόνες δε συνεπάγεται πάντα
με την ηθική καθώς η γριά ενεχυροδανείστρια,
την οποία δολοφονεί, ασκεί απολύτως
νόμιμα το επάγγελμά της συντελώντας
από την άλλη στην κοινωνική αδικία και
ανισότητα.
Είναι
χαρακτηριστικό ότι ο ίδιος ο Ντοστογιέφσκι
σχολίασε για το «Εγκλημα και τιμωρία»:
«Εδώ,
αναπτύσσεται η συνολική ψυχολογική
διαδικασία του εγκλήματος. Ο δολοφόνος
βασανίζεται από άλυτα προβλήματα και
απρόσμενα συναισθήματα. Θείοι και
ανθρώπινοι νόμοι ζητούν να τους καταβληθεί
το οφειλόμενο αντίτιμο. Και, στο τέλος,
αναγκάζεται να παραδοθεί, ούτως ώστε,
παρότι ίσως πεθάνει στη φυλακή, να μπορεί
να χαρεί τη συντροφιά των άλλων ανθρώπινων
πλασμάτων. Τον οδηγεί σ' αυτό η αίσθηση
ότι απομονώθηκε από την υπόλοιπη
ανθρωπότητα».
Η
υπόθεση
Ο
Ρασκόλνικοφ, φοιτητής της Νομικής στην
Πετρούπολη διαπράττει το διπλό φόνο
μιας γριάς τοκογλύφου και
της αδελφής της. Κίνητρο της δολοφονίας
ήταν η ληστεία, αλλά σε βάθος ο ήρωας
φαίνεται πως επιδίωξε να υπερβεί τα
ηθικά κοινωνικά όρια.
Μετά
την δολοφονία ο Ρασκόλνικοφ κατακλύζεται
από αντιφατικά συναισθήματα μεταξύ
ενοχής και παράνοιας. Κυρίαρχα πρόσωπα
στη ζωή του, ο Ραζουμίχιν, συμφοιτητής
του, η αδελφή του Ντούνια, μία ορφανή
νεαρή πόρνη, η Σόνια, που έχει πάρει το
ρόλο του προστάτη της οικογένειάς της
από τον ανήμπορο και αλκοολικό πατέρα
της Μαρμελάντωφ, ενώ καταδιώκεται από
τον δαιμόνιο Πορφύρη Πετρόβιτς, ο οποίος
ξέρει από την αρχή πως είναι ο ένοχος
και σπρώχνει τον Ρασκόλνικοφ στο να
κάνει τρομερά λάθη ώστε να αποκαλυφθεί.
Στους
κεντρικούς ρόλους ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης
που δεν χρήζει συστάσεων, η Θάλεια
Ματίκα και ο Τάσος Ιορδανίδης που
με τη δουλειά τους τα 2-3 τελευταία χρόνια
έχουν χωρίς άλλο πείσει το θεατρικό
κοινό ότι είναι δύο ηθοποιοί με ξεχωριστή
συνέπεια και ταλέντο.
Πρεμιέρα
στις 8 Οκτωβρίου 2015.
Η
ταυτότητα της παράστασης
Διασκευή
- Σκηνοθεσία/Φωτισμοί/Μουσική επιμέλεια:
Λεβάν Τσουλάτζε
Μετάφραση
(από τα γεωργιανά) : Xάτια
Γκόσουα
Σκηνικά:
Σταύρος Λίτινας
Κοστούμια:
Ηλένια Δουλαδίρη
Παίζουν:
Ιεροκλής
Μιχαηλίδης
(ανακριτής Πορφύρης), Τάσος
Ιορδανίδης (Ρασκόλνικοφ), Θάλεια
Ματίκα
(Σόνια), Σοφία
Πανάγου
(Ντούνια), Δημήτρης
Καπετανάκος
(Ραζουμίχιν), Δημήτρης
Διακοσάββας
(γριά τοκογλύφος-Λούζιν)
και
ο
Θοδωρής Κατσαφάδος
(Μαρμελάντωφ).
ΗΜΕΡΕΣ
& ΩΡΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ:
Τετάρτη
και Κυριακή στις 19.30, Πέμπτη στις 20.00,
Παρασκευή & Σάββατο στις 21.00
ΤΙΜΕΣ:
Τετάρτη & Πέμπτη 16 ευρώ, , Παρασκευή,
Σάββατο & Κυριακή 19 ευρώ, φοιτητές,
δάσκαλοι, καθηγητές & άνω των 65 χρόνων
14 ευρώ, άνεργοι 10 ευρώ
Προπώληση
εισιτηρίων
Στο
ταμείο του θεάτρου ΑΝΕΣΙΣ, Λ. Κηφισίας
14, Αμπελόκηποι, Τηλ.2107488881-2, στο Viva.gr (
τηλέφωνο κρατήσεων 11876), στο κατάστημα
Viva (The Mall Athens) και στο VivaWallet Mobile App, στα
καταστήματα Public
και στο tickets.puplic.gr,
στα βιβλιοπωλεία Παπασωτηρίου και στο
tickets.papasotiriou.gr, στα βιβλιοπωλεία Ianos και
στο tickets.ianos.gr, στα καταστήματα Seven Spots,
στα Reload Stores, στα καταστήματα Media Markt και
στο tickets.mediamarkt.gr
Βρείτε
αναλυτικά τα 300+ σημεία προπώλησης στο
Viva:www.vivapayments.com/el-gr/network
PREVIEWS
το
ΑΠΟ ΜΗΧΑΝΗΣ ΘΕΑΤΡΟ
παρουσιάζει
το ρεπερτόριο της θεατρικής σαιζόν
2015-2016
ΠΑΡΑΤΑΣΗ
ΕΙΔΙΚΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ
ΟΣΟΙ
ΠΡΟΑΓΟΡΑΣΟΥΝ ΕΙΣΙΤΗΡΙΑ
ΓΙΑ
ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΕΩΣ ΤΕΛΟΣ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ
ΙΣΧΥΕΙ
ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΟΔΟΣ 5 ΕΥΡΩ
Α΄
ΣΚΗΝΗ
- Στροχάιμ του Δημήτρη Δημητριάδη
Από
τις 7 Οκτωβρίου στο Από Μηχανής Θέατρο,
η Καρυοφυλλιά
Καραμπέτη,
ο Ακις
Βλουτής
και η Αγλαϊα
Παππά,
θα επαναλάβουν για περιορισμένο αριθμό
παραστάσεων το έργο του Δημήτρη Δημητριάδη
Στροχάιμ.
Σκηνοθετεί
ο Σταμάτης
Φασουλής.
Ο
Δημήτρης Δημητριάδης γοητευμένος από
την παράξενη και σύνθετη προσωπικότητα
του αυστροαμερικανού σκηνοθέτη και
ηθοποιού Έριχ Φον Στροχάιμ, αλλά και
από τις μοναδικές ερμηνείες τόσο του
ίδιου όσο και της Γκλόρια Σουάνσον στην
ταινία - σταθμό Η
Λεωφόρος της Δύσης
του Μπίλλυ Ουάιλντερ γράφει τον Στροχάιμ,
ένα λυρικό κείμενο, που ξεκινά εκεί …
που η ταινία τελειώνει.
Τη
Νόρμα Ντέσμοντ, τον μεγαλύτερο ρόλο της
ντίβας του αμερικανικού βωβού και
ομιλούντα κινηματογράφου Γκλόρια
Σουανσον, υποδύεται η Καρυοφυλλιά
Καραμπέτη σε μια τελευταία
συνάντηση
με τον Στροχάιμ που ερμηνεύει ο Άκις
Βλουτής. Τον τρίτο κομβικό ρόλο, εκείνο
της Ντενίζ, της επί 20 χρόνια συντρόφου
του Στροχάιμ ερμηνεύει η Αγλαΐα Παππά.
Οι τρεις έξοχοι ηθοποιοί συναντώνται
για πρώτη φορά επί σκηνής.
Στο
Στροχάιμ
ο Δημήτρης Δημητριάδης εξερευνά μια
άλλη αρχέγονη πηγή, αυτή της απαρχής
του κινηματογράφου και μιας από τις
εμβληματικές του μορφές, του κινηματογραφιστή
και ηθοποιού Έριχ Φον Στροχάιμ. Στο έργο
έχουμε την ευκαιρία να ακούσουμε
ανθρώπινους και σαρκαστικούς διαλόγους
περί αλήθειας και ψεύδους, πραγματικού
και φανταστικού, ζωής και θανάτου. Περί
τέχνης εντέλει, την μόνη διαφυγή της
ανθρώπινης ύπαρξης σε καιρούς
χαλεπούς.
Η
ταυτότητα της παράστασης
Σκηνοθεσία:
Σταμάτης Φασουλής
Σκηνικά:
Νίκος Αναγνωστόπουλος
Κοστούμια:
Ντένη Βαχλιώτη
Φωτισμοί:
Σάκης Μπιρμπίλης
Μουσική
επιμέλεια: Παύλος Η. Αγιαννίδης
Βοηθός
σκηνοθέτη: Θεοδώρα Καπράλου
Εκτέλεση
Παραγωγής: Βάσω Στεργίου
Δείτε
το teaser
Δείτε
το trailer
Παραστάσεις
Τετάρτη
- Πέμπτη - Παρασκευή - Σάββατο - Κυριακή
21:15
Διάρκεια:
60 λεπτά
Γενική
Είσοδος: 14€ / Μειωμένο: 10€ / Ατέλεια: 5€
- Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ του Έντουαρντ Άλμπυ
Περίοδος
Παρουσίασης : 20 Ιανουαρίου 2016 – Μάιος
2016
Το
έργο Ποιος φοβάται
την Βιρτζίνια Γουλφ
του Έντουαρντ Άλμπυ,
έλκει την καταγωγή
του από τον πατέρα της σύγχρονης
δραματουργίας Ερρίκο Ίψεν (περί ζωτικού
ψεύδους) και ακόμα περισσότερο από τον
αναρχικό του θεάτρου Αύγουστο Στρίνμπεργκ
(Ο Χορός του Θανάτου).
Ένα έργο κλειστοφοβικό που ακροβατεί
ανάμεσα στην κωμωδία και το δράμα.
Παρακολουθούμε
την συνάντηση του Τζωρτζ και της Μάρθας
στο σαλόνι του σπιτιού τους, στις 2 η ώρα
μετά τα μεσάνυχτα με ένα νεαρότερο
ζευγάρι τον Νικ και την Χάνυ, η οποία
ολοκληρώνεται την ώρα που χαράζει.
Τα
πρόσωπα για πρώτη φορά στην ιστορία του
θεάτρου γκρεμίζουν τους κοινωνικούς
φραγμούς και ο λόγος τους γίνεται άγριος,
ίσως αγοραίος , σχεδόν χυδαίος. Και αυτός
αρθρώνεται από σοβαρούς, ευυπόληπτους
και ευκατάστατους πολίτες, διανοούμενους
ακαδημαϊκούς χρησιμοποιώντας όμως την
συνθήκη του παιχνιδιού.
Ένα
άγριο παιχνίδι στον οποίο θίγονται
πολλά δίπολα. Άνδρας – γυναίκα, αγάπη
- μίσος, γονιμότητα – στειρότητα, θύμα
– θύτης, ιστορία - βιολογία, εκκλησία –
παγανισμός. Και όλα αυτά συμβαίνουν
κάτω από την επήρεια του αλκοόλ που ρέει
άφθονο μέχρι το τέλος. Βασικό στοιχείο
που αποκαλύπτει τα βαθύτερα ένστικτα
και τα πιο βαθειά μυστικά. Βακχεύουν.
Ο
Άλπμυ με έναν μαγικό τρόπο και διατηρώντας
πάντα επί σκηνής σε θαυμαστή ισορροπία
το χιούμορ, ενώ απλώνεται σε μια τεραστία
θεματολόγια, ταυτόχρονα τοποθετεί τους
ήρωες του στον κεντρικό πυρήνα, την
οικογένεια και ανιχνεύει τις αναπηρίες
της. Αυτός ο πυρήνας εκρήγνυται μπροστά
στους θεατές, διαλύει κάθε ψευδαίσθηση,
και ο ίδιος ο Άλμπυ διερωτάται πια μήπως
είμαστε εμείς οι ίδιοι μάρτυρες-πιόνα
σε ένα παιχνίδι που οδηγεί στο Τέλος
της Δύσης και στην γέννηση μια νέας
πραγματικότητας, στην οποία όμως ο
άνθρωπος χάνει την ατομικότατα του και
νεκρώνεται η φαντασία του μπρος στην
αποκαλυπτικότητα της επιστήμης.
Άκις
Βλουτής
Η
ταυτότητα της Παράστασης
Μετάφραση:
Τζένη Μαστοράκη
Σκηνοθεσία:
Τσέζαρις Γκραουζίνις
Σκηνικά
- Κοστούμια: Νίκος Αναγνωστόπουλος
Φωτισμοί:
Σάκης Μπιρμπίλης
Ερμηνεύουν:
Άκις Βλουτής, Αγλαΐα Παππά, Δημήτρης
Κουρούμπαλης, Γιούλικα Σκαφιδά
Παραστάσεις
Τετάρτη
- Πέμπτη - Παρασκευή - Σάββατο - Κυριακή
20:00
Διάρκεια:
150 λεπτά
Γενική
Είσοδος: 14€ / Μειωμένο: 10€ / Ατέλεια: 5€
Β’
ΣΚΗΝΗ
- ΝΤΕ ΣΑΝΤ. ΣΤΗ ΖΥΣΤΙΝ
Περίοδος
Παρουσίασης: 7 Οκτωβρίου 2015 και για
περιορισμένο αριθμό παραστάσεων
Ο
κωμικός (;) μονόλογος βασισμένος σε
μοτίβα και αποσπάσματα από τα πιο γνωστά
έργα του Μαρκήσιου Ντε Σαντ, με τη Μάρω
Παπαδοπούλου.
Ο
μονόλογος ΝΤΕ ΣΑΝΤ. ΣΤΗ ΖΥΣΤΙΝ δημιουργήθηκε
στην αυγή της οικονομικής και πολιτικής
κρίσης. Τα γεγονότα εξελίσσονται και ο
φανταστικός χαρακτήρας της Μαντάμ
Ντελμόνς που αντιπροσωπεύει όλη τη
φιλοσοφία του Μαρκήσιου Ντε Σαντ, είναι
ακόμα εδώ. Μας παρακολουθεί χαμογελώντας
σαρκαστικά. Μαντάμ Ντελμόνς: Πιο δυνατή,
πιο δαιμόνια και πιο δικαιωμένη από
ποτέ. Μας προσκαλεί στον εκκεντρικό της
κόσμο, αγγίζει τα πιο κρυφά ταμπού μας,
μας χαρίζει απλόχερα συμβουλές επιβίωσης
και προτείνει τρόπο ζωής.
Τώρα!
Με μεγαλύτερη πίστη από ποτέ!
Και
η αθώα Ζυστίν; Εμείς; Τα αιώνια κατατρεγμένα
θύματα; Στέκουμε άπραγοι και απορημένοι.
Έχοντας να διαλέξουμε τι και ποιόν θα
ακολουθήσουμε…
Η
Ταυτότητας της Παράστασης
Κείμενο
- Σκηνοθεσία – Φωτισμοί: Cezaris Graužinis
Κοστούμι
– Styling:
Vilma Galeckaite- Dabkiene
Σκηνικό:
Cezaris Graužinis
Ηχητικό
περιβάλλον βασισμένο στην άρια Κάστα
Ντίβα: Martynas Bialobžeskis
Μετάφραση:
Αλεξάνδρα Ιωαννίδου
Ερμηνεύει:
Μάρω Παπαδοπούλου
Παραστάσεις
Τετάρτη
- Πέμπτη 20:00
Διάρκεια:
60 λεπτά
Γενική
Είσοδος: 10€ / Ατέλεια: 5€
- JULIUS (ΓΙΟΥΛΙΟΥΣ) του Κωνσταντίνου Χατζή
Συμπαραγωγή
Εταιρείας Θεάτρου Συν Επί με την Εταιρεία
Θεάτρου Ομάδα Χρώμα
Περίοδος
Παρουσίασης : 12 Οκτωβρίου 2015 για
περιορισμένο αριθμό παραστάσεων
Τι
θα γινόταν αν η Μάγδα Γκέμπελς δεν
αυτοκτονούσε, προκειμένου να σώσει και
να μεγαλώσει το μικρότερο παιδί της;
Ο
συγγραφέας του έργου, χρησιμοποιεί ένα
ιστορικό πρόσωπο απλώς ως ερέθισμα. Το
έργο είναι μια πολιτική τοποθέτηση, μια
επιλογή ιδεολογίας.
Πως
εκπαιδεύεται ένα παιδί και καθοδηγείται
για να καθοδηγήσει αργότερα ως ενεργό
μέλος μιας κοινωνίας. Και εδώ βρίσκεται
όλη η ουσία. Γιατί ανάλογα με την επιλογή
που θα κάνουμε, μπορεί να αναθρέψουμε
έναν άγγελο ή ένα τέρας.
Ταυτότητα
της Παράστασης
Σκηνοθεσία:
Κωνσταντίνος Χατζής
Σκηνικά-Κοστούμια:
Ομάδα Χρώμα
Διαχείριση
παραγωγής-Φωτογραφίες: Γεωργία Λένη
Βοηθός
σκηνοθέτη: Πάνος Κατσιαούνης
Ερμηνεύουν:
Αγλαΐα Παππά, Γιάννης Χαρτοδιπλωμένος
Παραστάσεις
Δευτέρα
- Τρίτη 22:00
Διάρκεια:
50 λεπτά
Γενική
Είσοδος: 10€ / Ατέλεια: 5€
- Αμεντέ του Ευγένιου Ιονέσκο
Φιλοξενούμενη
Παράσταση
Περίοδος
Παρουσίασης : 23 Οκτωβρίου 2015 και για
περιορισμένο αριθμό παραστάσεων
Ο
Αμεντέ Μπουτσινιόνι και η σύζυγός του
Μαντλέν, ζουν κλεισμένοι στο διαμέρισμά
τους εδώ και δεκαπέντε χρόνια, χωρίς
καμία επαφή με τον έξω κόσμο. Η αιτία
για την απομόνωσή τους αυτή είναι ένα
πτώμα που κρύβουν στην κρεβατοκάμαρα,
παρότι κανείς δεν θυμάται πως βρέθηκε
εκεί. Όταν το πτώμα αρχίζει να μεγαλώνει,
τόσο ώστε να σπάει τους τοίχους, ο Αμεντέ
αποφασίζει επιτέλους να το ξεφορτωθεί...
Το
έργο επικεντρώνεται στη φθορά του χρόνου
και στο τέλος του έρωτα. Στέκεται στον
φόβο που μεγαλώνει γύρω μας, τον φόβο
που μας εγκλωβίζει στον «ζωτικό» μας
χώρο. Οι ήρωες του Ιονέσκο, μέσα από τον
παράλογο κόσμο τους, μιλάνε με καθαρή
φωνή για το σήμερα.
Τι
γίνεται η αγάπη όταν πεθαίνει;
Τι κάνει ένα πτώμα στην κρεβατοκάμαρα;
Είναι η γεωμετρική πρόοδος ανίατη ασθένεια;
Ο κτύπος της καρδιάς ξεχωρίζει από τον κτύπο της πόρτας;
Τι κάνει ένα πτώμα στην κρεβατοκάμαρα;
Είναι η γεωμετρική πρόοδος ανίατη ασθένεια;
Ο κτύπος της καρδιάς ξεχωρίζει από τον κτύπο της πόρτας;
Η
ταυτότητα της παράστασης
Μετάφραση:
Ερρίκος Μπελιές
Σκηνοθεσία:
Γιάννης Μπουγιούκας
Σκηνικά:
Βάσια Εξάρχου
Κοστούμια:
Βάσια Εξάρχου, Ηρώ Βαγιώτη
Φωτισμοί:
Βασίλης Κλωτσοτήρας
Επιμέλεια
κίνησης: Αγνή Παπαδέλη Ρωσσέτου
Βοηθός
σκηνοθέτη: Νάσια Μπουγιούκα
Φωτογραφίες/Video:
Ανέστης Παρουσίδης
Video/Trailer:
Γιάννης Μπουγιούκας
Ερμηνεύουν:
Κωσταντής Μιζάρας, Γεωργία Μουλαγιαννιού,
Νίκος Ζωιόπουλος
Παραστάσεις
Παρασκευή
– Σάββατο 22:15
Διάρκεια: 85’
Γενική Είσοδος: 12€ / Μειωμένο: 8€ / Κάρτα Ανεργίας: 6€
Διάρκεια: 85’
Γενική Είσοδος: 12€ / Μειωμένο: 8€ / Κάρτα Ανεργίας: 6€
- Η Βέρα του Δημήτρη Κεχαΐδη
Περίοδος
Παρουσίασης: 9 Νοεμβρίου και για
περιορισμένο αριθμό παραστάσεων
Έρωτας,
φιλία, εμμονή, συμβιβασμός.
Παρουσιάστηκε
για πρώτη φορά το 1972 στο υπόγειο του
ΘΕΑΤΡΟΥ ΤΕΧΝΗΣ μαζί με το Τάβλι σε
σκηνοθεσία του Καρόλου Κούν. Τρεις
αδελφικοί φίλοι που πολέμησαν μαζί στη
Μικρασία συναντιούνται όπως συνηθίζουν
τα βράδια στο σπίτι - παλαιοβιβλιοπωλείο
του Προκόπη. Η Βέρα αποτελεί μία από
τις πιο συγκινητικές κωμωδίες του
νεοελληνικού θεάτρου και ένα από τα
σπουδαιότερα δημιουργήματα του Δημήτρη
Κεχαίδη.
Σημείωμα
Σκηνοθέτη
Με
μεγάλη μου χαρά για δεύτερη συνεχή
χρονιά παίζω και σκηνοθετώ έργο του
Δημήτρη Κεχαίδη. Τα έργα αυτού του
σπουδαίου συγγραφέα προβάλουν μια εποχή
βαθιά ριζωμένη μέσα μου που πρόλαβα στο
φεύγα της και που διαμόρφωσε ένα μεγάλο
μέρος του χαρακτήρα μου με τις αυλές
και τα γιασεμιά, α τζούκ-μποξ, τις χτένες
στην κωλότσεπη, την αρπαχτή, τη μαγκιά,
την μεγάλη ευαισθησία αλλά και τη
σκληρότητα ανθρώπων που βγήκαν από
πολέμους και ξεριζωμούς, όπου πρωταρχικό
ζητούμενο ήταν η επιβίωση.
Ο
Προκόπης, ο Μήτσος και ο Κώστας της
Βέρας
είναι οι παππούδες μου που πολέμησαν
μέχρι τον Σαγγάριο. Ίσως αυτός να είναι
τελικά και ο λόγος που ο Κεχαΐδη παραμένει
επίκαιρος. Ρίχνοντας “ξεκάθαρες”
ματιές στο παρελθόν μπορούμε ίσως, να
επαναπροσδιοριστούμε στο μέλλον.
Ταυτότητα
της παράστασης
Σκηνοθεσία
- Μουσική επιμέλεια: Κωνσταντίνος Κάππας
Σκηνικά
- Κοστούμια: Χρύσα Δαπόντε
Φωτισμοί:
Έλενα Σιώκου
Βοηθός
Σκηνοθέτη: Αγγελική Βαγγη
Μακιγιάζ:
Όλγα Χαμαμτζη
Ερμηνεύουν:
Μήτσος: Κωνσταντίνος Κάππας
Προκόπης:
Κανέλλης Γιώργος
Κώστας:
Μαρσέλος Δημήτρης
Παραστάσεις
Δευτέρα
- Τρίτη 20:00
Διάρκεια:
60’
Γενική Είσοδος: 10€ /Ανεργίας: 5€
Γενική Είσοδος: 10€ /Ανεργίας: 5€
- Τρεις αδελφές του Άντον Τσέχωφ (επανάληψη)
Φιλοξενούμενη
Παράσταση
Εταιρεία Θεάτρου Casus Belli
Εταιρεία Θεάτρου Casus Belli
Περίοδος
Παρουσίασης:22 Νοεμβρίου έως 10 Ιανουαρίου
2016
Όλα όσα
ονειρευτήκαμε δε θα γίνουν ποτέ;
Μια παράσταση για τη συντριβή και τα χαμένα όνειρα.
Ένας κόσμος καταρρέει και δίνει τη θέση του σ’ έναν άλλο.
Υπάρχει ελπίδα μετά την ματαίωση; Μπορούμε, έστω, να ελπίζουμε στην ευτυχία;
Μια παράσταση για τη συντριβή και τα χαμένα όνειρα.
Ένας κόσμος καταρρέει και δίνει τη θέση του σ’ έναν άλλο.
Υπάρχει ελπίδα μετά την ματαίωση; Μπορούμε, έστω, να ελπίζουμε στην ευτυχία;
Το
κλασικό έργο του Άντον
Τσέχωφ φωτίζει
την καθημερινή ζωή μιας αριστοκρατικής
οικογένειας των αρχών του περασμένου
αιώνα που χάνει σιγά-σιγά τα προνόμια
της. Πρόκειται για το τέλος μιας εποχής.
Για τα μεγάλα όνειρα που διαψεύδονται.
Σχεδόν όλοι οι κεντρικοί ήρωες του έργου
ονειρεύτηκαν άλλους έρωτες, άλλες
δουλειές, άλλη διαδρομή. Όμως αν και
απόλυτα ηττημένοι, θέλουν απελπισμένα,
«καίγονται» να ζήσουν. Αυτή η αντίθεση
είναι που τους κάνει τόσο γοητευτικούς,
τόσο ανθρώπινους. Η ομάδα Casus
Belli
παρουσιάζει το έργο με σημείο αναφοράς
το δικό μας «τέλος εποχής».
Ταυτότητα
της παράστασης
Μετάφραση-Διασκευή:
Ομάδα Casus Belli(Ανδρονίκη Αβδελιώτη,Γεωργία
Κούρτη,Ελίζα Πιτσικώνη)Σκηνοθεσία:
Ομάδα Casus Belli(Ανδρονίκη Αβδελιώτη, Ελίζα
Πιτσικώνη)
Βοηθός σκηνοθέτη:Γεωργία Κούρτη
Μουσική : Σίσσυ Βλαχογιάννη
Βίντεο-Trailer -Φωτογραφίες: Ελένη Κορακάκη
Παίζουν: Ανδρονίκη Αβδελιώτη, Χάρης Αποστολάκος, Βασίλης Αρβανίτης, Ευάγγελος Κοντομούς, Βαγγέλης Παπαδάκης, Μαρία Πίγκου, Ελίζα Πιτσικώνη, Μάριος Σουγιουτζόγλου, Άννα Ψαρρά
Βοηθός σκηνοθέτη:Γεωργία Κούρτη
Μουσική : Σίσσυ Βλαχογιάννη
Βίντεο-Trailer -Φωτογραφίες: Ελένη Κορακάκη
Παίζουν: Ανδρονίκη Αβδελιώτη, Χάρης Αποστολάκος, Βασίλης Αρβανίτης, Ευάγγελος Κοντομούς, Βαγγέλης Παπαδάκης, Μαρία Πίγκου, Ελίζα Πιτσικώνη, Μάριος Σουγιουτζόγλου, Άννα Ψαρρά
Παραστάσεις
Κάθε
Κυριακή στις 18.00
Διάρκεια:100’
Γενική
Είσοδος: 12€ / Μειωμένο: 8€ / Ανεργίας: 5€
- Καρφίτσες στα Γόνατα της Ρούλας Γεωργακοπούλου
Περίοδος
Παρουσίασης: 11 Δεκεμβρίου 2015 – 17
Ιανουαρίου 2016
Η
Σοφία Φιλιππίδου συνεργάζεται δεύτερη
φορά με την Εταιρεία Θεάτρου Συν Επί
του Άκι Βλουτή, μετά την επιτυχία της
παράστασης "Μπάρτλεμπυ ο γραφιάς"
για να παρουσιάσει δύο σουρεαλιστικά
μονόπρακτα της γνωστής δημοσιογράφου
και συγγραφέως Ρούλας Γεωργακοπούλου
σε μία παράσταση με κοινό τίτλο «Καρφίτσες
στα γόνατα».
Λίγα λόγια για το έργο
Δυο «συνηθισμένες» γυναίκες, πωλήτρια και πελάτισσα, συναντιούνται σε έναν χώρο εκτός τόπου και χρόνου, που είναι ένα διανυκτερεύον κατάστημα γυναικείων ρούχων, κάτω από το οποίο περνάει ο ηλεκτρικός. Η πελάτισσα επείγεται να βρει το οριστικό ρούχο της, την αποκρυσταλλωμένη εικόνα του σώματος εαυτού - καινούργιου ρόλου, ενώ η πωλήτρια- ψυχοπομπός διατηρεί την εξουσία και τη γοητεία του θανάτου και της αναγέννησης!
Δοκιμάζοντας
συνεχώς ρούχα, μεταφέρουν όλη τη
γκάμα των συναισθημάτων και τις τεχνικές
παιχνιδιού, που είναι απαραίτητα στοιχεία
κάθε πρόβας, είτε είναι πρόβα θεάτρου,
είτε πρόβα θανάτου και αλλαγής. Όταν η
πελάτισσα, που ήδη έχει "γράψει"
το μικρό της μονόπρακτο, βρει το νέο
της "ρούχο" «επιστρέφει» με
τον «ηλεκτρικό»... το έσχατο όχημα....
«πίσω» στο μικρό της σπίτι, όπου
«συγκατοικεί» με τα δυο της
ζωγραφικά έργα: Τον ναύτη του Τσαρούχη
και την Προσπερίνα (Proserpine του Dante Gabriel
Rosseti)τα οποία αλωνίζουν πέρα δώθε
διεκδικώντας ζωτικό χώρο.
Ο
ναύτης με την ελληνικότητά του
απαιτεί σεβασμό ως εθνικό και
ερωτικό σύμβολο, όμως η παμπόνηρη
"δυτική" Προσπερίνα με την κοφτερή
της γλώσσα, αναστρέφει όλες τις
βεβαιότητες και "υπαγορεύει" στην
πελάτισσα -αφηγήτρια, ενα καινούργιο
μονόπρακτο, που αυτήν την φορά θα είναι
μια ξεκαρδιστική κωμωδία!
Σημείωμα Σκηνοθέτη
Σημείωμα Σκηνοθέτη
Αγάπησα τα έργα της Ρούλας Γεωργακοπούλου με την πρώτη ανάγνωση και με ενθουσιασμό μεγάλο πρότεινα να τα σκηνοθετήσω και να συμμετέχω στην παράσταση. Εκείνη δέχτηκε επίσης με χαρά και άρχισε το ωραίο μας το θεατρικό παιχνίδι!
Η Ρούλα Γεωργακοπούλου με την βαθιά και ουσιαστική αγάπη της για το θέατρο, έγραψε και μας παραδίδει δυο μικρά αριστουργήματα, έχοντας σαν πρότυπο την ιδιοφυή τεχνική, των αγαπημένων σουρεαλιστών συγγραφέων και επηρεασμένη απο τη δύναμη και την γοητεία του μεγάλου ρεύματος του υπαρξισμού και του παραλόγου.
Στα έργα της αναγνωρίζουμε το ανθρώπινο δράμα της ύπαρξης και της κοινωνίας και ανακαλύπτουμε τους κανόνες του παιχνιδιού, που μας βοηθούν να δούμε τον εαυτό μας από μια νέα οπτική γωνία. Έτσι μέσω της αυτογνωσίας μπορούμε να καταλάβουμε ίσως, την μηδαμινή σημασία του κοινωνικού μας ρόλου και τα ειρωνικά του όρια και με απεριόριστη ελευθερία να φτιάξουμε νέους κανόνες και να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να ζήσει ουτοπικά!
Στην
δική μου περίπτωση η επιθυμία μου είναι
να «ξυπνήσω» τον μαγικό κόσμο της
Ρούλας Γεωργακοπούλου και να φτιάξω
με τις λέξεις και με τις φράσεις, με τις
εικόνες και τα αισθήματα μια σουρεαλιστική
παράσταση, που να μιλάει για τον άνθρωπο,
την ποίηση, την γυναίκα και τον άντρα,
τα σύμβολα, το παράλογο της ύπαρξης…
το όνειρο και κυρίως για το μεγάλο
ζητούμενο: την επικοινωνία και την
αγάπη.
Η
ταυτότητα της παράστασης
Σκηνοθεσία:
Σοφία Φιλιππίδου
Σκηνικά:
Νίκος Αναγνωστόπουλος
Κοστούμια:
Χριστίνα Σκαρπέλη
Φωτισμοί:
Πέτρος Γκορίτσας
Μουσική:
Ξανθή Γεωργακοπούλου-Ντάβου
Βοηθός
Σκηνοθέτη: Δανάη Γκουτκίδου
Ερμηνεύουν:
Χάρης Αττώνης, Πάνος Παπαδόπουλος, Σοφία
Φιλιππίδου
Παραστάσεις:
Παρασκευή
– Σάββατο 20:00 – Κυριακή 21:30
Διάρκεια:90’
Γενική
Είσοδος: 14€/Μειωμένο: 10€ / Ατέλεια: 5€
Κάθε
Παρασκευή: 10€
- Οφσάιντ-Εκτός Παιδιάς του Σέρτζι Μπελμπέλ
Φιλοξενούμενη
Παράσταση
Εταιρεία Θεαμάτων Το Διάσημο Μικρούλι Τσίρκο
Εταιρεία Θεαμάτων Το Διάσημο Μικρούλι Τσίρκο
Περίοδος
Παρουσίασης:
25 Ιανουαρίου έως
26 Απριλίου 2016
Μια
μαύρη κωμωδία για την οικονομική κρίση,
την μετανάστευση, το ποδόσφαιρο, τα
παράλληλα σύμπαντα, τα όνειρά μας για
επιτυχία και ένα καλύτερο μέλλον, τις
σχέσεις μέσα στην οικογένεια.
Το
«Οφσάιντ-Εκτός Παιδιάς» είναι η ιστορία
πέντε χαρακτήρων εν καιρώ οικονομικής
κρίσης. Ο Πολ και η Άννα δίνουν αγώνα να
προσφέρουν ένα καλύτερο μέλλον στην
κόρη τους, Λίζα, η οποία ονειρεύεται
να σπουδάσει στις ΗΠΑ. Ο παππούς της
οικογένειας και πατέρας της Άννας,
Ζουζέπ, καθηλωμένος σε αναπηρικό
καροτσάκι στο διαμέρισμα που του πληρώνει
η κόρη του, χρειάζεται φροντίδα «πλήρους
απασχόλησης». Αυτό, δηλαδή, το οποίο
πληρώνεται να κάνει ο Ρίκυ, ο οικότροφος
μετανάστης από την Λατινική Αμερική
που φροντίζει τον ηλικιωμένο Ζουζέπ,
και δίνει τον δικό του αγώνα για να
στείλει χρήματα στην πατρίδα του, στην
γυναίκα του και στον γιο του, ο οποίος
ονειρεύεται να γίνει κάποτε αστέρι του
ποδοσφαίρου και να υπογράψει συμβόλαιο
με ένα μεγάλο ευρωπαϊκό κλάμπ. Αιφνιδίως,
ο Πολ, δέχεται μια γενναία περικοπή
αποδοχών, εξ αιτίας της οικονομικής
κρίσης. Αλλά και η αίτηση υποτροφίας
της Λίζας απορρίπτεται από το κράτος
λόγω των δημοσιονομικών ελλειμμάτων.
Η Άννα, όμως, αρνείται να παραιτηθεί από
τις λίγες πολυτέλειες της καθημερινότητάς
της, αν και κάτι τέτοιο φαίνεται επιτακτικό
στην προσπάθειά τους να εξοικονομήσουν
χρήματα για τις σπουδές της Λίζας. Αφού
η φροντίδα του Ζουζέπ, και το διαμέρισμά
του κοστίζουν, το αδιανόητο μοιάζει η
μόνη διέξοδος στο πρόβλημα: Να δολοφονήσουν
τον παππού…
Ταυτότητα
της παράστασης
Μετάφραση: Μαρία
Χατζηεμμανουήλ
Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Μάρκελλος
Σκηνικά-Κοστούμια: Γεωργία Μπούρδα Μουσική: Γιώργος Κασαβέτης
Σχεδιασμός Φωτισμών: Ελίζα Αλεξανδροπούλου Επιμέλεια Κίνησης: Χρυσηίς Λιβίρη
Σύμβουλος Δραματολογίου-Θεατρολόγος: Βασιλική Δεμερτζή
Σχεδιασμός Ήχου: Μανώλης Ανδρεάδης
Παραστάσεις
Δευτέρα - Τρίτη 20:00
Πληροφορίες:
Από
Μηχανής θέατρο
Ακαδήμου
13 Μεταξουργείο Αθήνα Τ.Κ. 104 36
Ε-mail: info@syn-epi.com
Subscribe to:
Posts (Atom)