Ο Αρχοντοχωριάτης, θέατρο Βρετάνια, 9/12/2015
Το
δημοφιλές και πασίγνωστο έργο του
Μολιερου, “Ο Αρχοντοχωριάτης”,
παρουσιάζει αυτή τη σαιζόν ο Γιάννης
Μπέζος με ενδεκαμελή θίασο στο θέατρο
Βρετάνια.
Πρέπει
να το παραδεχτώ: μου φαίνεται ακόμη
περίεργο να περιμένω την παρέα μου στην
είσοδο ενός “εμπορικού” θεάτρου, σε
έναν από τους δρόμους των εμπορικών
θιάσων, και το κυριότερο, των εμπορικών
παραγωγών, όπως ο δρόμος όπου βρίσκεται
το Βρετάνια, στην καρδιά του mainstream.
Βέβαια
και εντός του λεγόμενου “εμπορικού”
υπάρχουν διαβαθμίσεις, αναλόγως της
έκθεσης στην τηλεόραση, τους ρόλους και
την επιρροή που έχει ασκήσει το μέσον
(η τιβί) στην υποκριτική δεινότητα του
ηθοποιού. Οπότε, συνακολούθως, (που θα
έλεγε και ο Ζουρνταίν-Ιορδάνης, ο ήρωας
του Αρχοντοχωριάτη), και στις επιλογές
του ρεπερτορίου. Έτσι υπάρχει το
εμπορικό-ποιοτικό, το εμπορικό-δεν
πλησιάζω, το εμπορικό-κραυγαλέο, το
εμπορικό-αλλά “in” κ.ο.κ.
Το εμπορικό θέατρο, είναι καταρχήν λαϊκό
θέατρο, και ως τέτοιο ή το δέχεσαι ή δεν
πας. Από την άλλη, λαϊκό ενίοτε σημαίνει
άρπα-κόλλα, σε μια θεμελιώδη παρερμηνεία,
φεύ, των καιρών.
Σχετικά με την παράσταση, νομίζω ότι ο
Γιάννης Μπέζος, άγετο και εφέρετο μεταξύ
πολλαπλών επιθυμιών: να βρει μια
εκσυγχρονισμένη εκδοχή του έργου, μια
εκδημοκρατισμένη εκδοχή του έργου, να
ικανοποιήσει τη φυσική του φιλοδοξία
(ορθώς) για μια ερμηνεία σημαντική ενός
σημαντικού έργου του παγκόσμιου
δραματολογίου, και να παρουσιάσει μια
εύπεπτη εκδοχή ικανή να προσεταιριστεί
μεγάλο αριθμό θεατών. Όλα κατανοητά και
σεβαστά, εφόσον δεν είναι ορατά στην
παράσταση, δηλαδή έχουν επιλυθεί
νωρίτερα.
Ο ίδιος ο Γ. Μπέζος έχει χαρισματική
παρουσία: όσο μικρή και να 'ναι η παρουσία
του, ο θεατής γοητεύεται. Αυτή τη φορά
όμως μάλλον έκανε πολλά: από μετάφραση
και διασκευή μέχρι σκηνοθεσία και
παίξιμο. Και ο “Ιορδάνης” του βγήκε
λίγο άκεφος, παρ' όλο που η παράσταση
συνολικά είχε νεύρο και ρυθμό. Η εκδοχή
που παρουσίασε ήταν καταφανώς μεταφερμένη
στη σύγχρονη πραγματικότητα, όχι όμως
και εντελώς, καθότι δεν αποφεύχθηκε
-φυσικά- το παραμύθι της μεταμφίεσης
σε ανατολίτη του Κλεάνθη, μέλλοντος
γαμπρού του Ιορδάνη. Βεβαίως σήμερα και
ειδικά στην Ελλάδα, μόνο σε ανέβασμα
εποχής μπορεί η Τουρκική μεταμφίεση να
δημιουργήσει αίσθηση μυστηρίου, και
βεβαίως η εγγύς Ανατολή δεν προσφέρεται
ως πρωτοτυπία, δεδομένης της γνώσης
πλέον των χαρακτηριστικών των εκεί
εγκατεστημένων λαών. Άσε που οι “εμίρηδες”
έχουν συνδεθεί οριστικά με τις χειρότερες
κινηματογραφικές φάρσες του '70. Επομένως,
ορθώς -από τη στιγμή που ήθελε τον Μολιέρο
μεταξύ 1670 και 2015, δηλαδή μεταξύ 17ου και
21ου αιώνα- παρέμεινε στην “Turquerie”
και χρησιμοποίησε στερεότυπα σχετικά
με τη γλώσσα. Δεν είχε και άλλη επιλογή.
Από την άλλη, βέβαια, θυμηθήκαμε
πολυχρησιμοποιημένα ανέκδοτα τύπου
“μεμέ ζεμπίλ”, που δεν είναι και ό,τι
καλύτερο. Η σημαία της ΕΕ στο τέλος ως
απώτατο δείγμα ελληνικού αρχοντοχωριατισμού
δε χρειαζόταν. Ας το ξανασκεφτεί ο
σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής της
παράστασης. Τέτοια ευρήματα δεν πάνε
το γενικότερο θεατρικό εγχείρημα μακριά,
απεναντίας το περιορίζουν δυσάρεστα.
Η παράσταση έχει ρυθμό, γέλιο, ταχύτητα,
καλό καστ, κοστούμια οριακά ανεκτά, και
απλό σκηνικό, λιτό, ίσως λίγο “γυμνό”.
Ενδεχομένως επίσης η ταχύτητα κάποιες
στιγμές να έκανε να χαθεί η σημασία και
το βάθος της μελέτης των ανθρώπινων
χαρακτήρων και σχέσεων, θέλω να πω, ότι
δεν επιτρέπεται ο σαρκασμός του Μολιερικού
κειμένου, η λεπτοκεντημένη σάτιρα να
γίνεται ατακαδόρικη sitcom
άσκηση. Έτσι οι χαρακτήρες χάνουν
το βάθος τους και γίνονται καρτούν.
Ο θίασος είναι σε μεγάλο μέρος του
υπερεκτεθειμένος στην τηλεόραση, αλλά
είναι καλός θίασος. Ο Γιάννης Μπέζος
έχει τις ευκολίες του και τις χρησιμοποιεί
-αν και κάνει τεράστιες προσπάθειες να
πλάσει το χαρακτήρα του Ιορδάνη πέρα
από τον ανέμελο χαρακτήρα του ωχαδερφιστή,
ενίοτε γκαφατζή, γοητευτικού, καλόκαρδου
ήρωα που έχει συνηθίσει το κοινό του.
Είναι σαν να “ζητάει” πλέον πιό
σκοτεινούς ρόλους. Αυτά δεν αναιρούν
το γεγονός πως έχει μεγάλο εκτόπισμα
πάνω στη σκηνή, τον θέλει το μάτι του
θεατή -είναι το “χάρισμα” που έλεγα
και πιό πάνω. Χωρις να θέλω να αδκήσω
κάποιον, μάλλον είναι ο πιό σημαντικός
κωμικός αυτή τη στιγμή.
Θαυμάσιος ο Τάσος Γιαννόπουλος ως
Δοράντης και με σωματικότητα απίστευτη.
Ο Δημήτρης Λιόλιος -Δάσκαλος Μουσικής
άξιος, και ο Θανάσης Ισιδώρου, απρόσμενα
ακροβατικός ως Δάσκαλος Χορού. Πολύ
καλός Κλεάνθης ο Αλμπέρτο Φάϊς, χωρίς
ψευτοκλάψες και υπερβολές, καλοζυγισμένος.
Ο Κώστας Φλωκατούλας ερμηνεύει έναν
λίγο χαοτικό Κοβιέλο, αλλά τον τιθασεύει
τελικά, ενώ πειστικός εμφανίζεται και
ο Δημητρης Κανέλλος-Δάσκαλος Φιλοσοφίας.
Η Ελένη Τσιμπρικίδου-Νικολέττα, μου
άρεσε, και η φωνή της ήταν ξεκούραση για
τα αυτιά, στέρεη και δυνατή. Έχω ένα
μικρό πρόβλημα με την Στυλίστρια-Φιλιώ
Φωτιάδη, έμεινε λίγο στην επιφάνεια. Η
κυρία Ιορδάνη-Άννα-Μαρία Παπαχαραλάμπους,
είχε σκαμπανεβάσματα ερμηνευτικά, παρ'
όλο που ήταν “γαντζωμένη” στο ρόλο της
και αποφασισμένη να τα καταφέρει. Πείσμων
ο χαρακτήρας, πείσμων και η ηθοποιός.
Συμπαθής ως Δοριμένη η Ντένια Στασινοπούλου,
θέλει ακόμα δουλειά. Καλή η Αμαλία
Νίνου-Λουσίλ, σε ρόλο που μπορεί να
παιχτεί ως “μελό μιας ενζενύ”, αλλά
που όμως εδώ ο εκσυγχρονισμός του
κειμένου είχε καλό αποτέλεσμα και στην
ερμηνεία του ρόλου.
No comments:
Post a Comment