https://drive.google.com/file/d/1Hw7wW20lEXn5NBM83EHRc430pR2SzYBg/view?usp=sharing

Tuesday, November 26, 2019

ΚΡΙΤΙΚΗ - ΘΕΑΤΡΟ (Θέατρο ΘΗΣΕΙΟΝ)

Η ΜΗΔΕΙΑ του Μποστ, 
σε σκηνοθεσία Νικορέστη Χανιωτάκη  (24/11/2019).

Η Μήδεια είναι μια ηρωίδα που όπως κι αν την πιάσεις, έκανε πράγματα που δεν είναι και εύκολη η υπεράσπισή της. Το ισοζύγιο των πράξεών της βγαίνει πάντοτε ελλείπον. Ο Μποστ κατάφερε όμως, το ακατόρθωτο: να παρουσιάσει μια Μήδεια ικανή να βγάλει γέλιο, τρελλή, υστερική, σουρεάλ, που παίζει από νωρίς με αυτό που όλοι ξέρουμε ότι έχει κάνει κι εκείνη ίσα που ψυχανεμίζεται στη διάρκεια του έργου, λες και τη σπρώχνει προς τα εκεί μια δύναμη και "ο ρους των γεγονότων". 

Τα παιδιά φταίνε, είναι εξώλης και προώλης, ολόκληρη η οικογένεια Ιάσονος και Μήδειας έχει τέτοια ψυχοπαθολογία, περίπου όπως και η κοινωνία μέσα στην οποία ζουν και την οποία ειρωνεύεται και σατιρίζει τόσο εύστοχα ο Μποστ, ώστε είναι φυσικό να πάει κατά διαόλου. Κι ενώ το δράμα εξελίσσεται, εύκολη φιλοπατρία, δεκάρικοι λόγοι, ψευτοαλληλεγγύη και λυκοφιλίες, όλα μπαίνουν στο μικροσκόπιο και αλλοίμονο στους εμπόρους και ταγούς των ανωτέρω σσυμπεριφορών και ιδεών. Ως άλλος Μολιέρος, στη Μήδεια ο Μποστ ξεσκεπάζει την υποκρισία των καιρών του, των καιρών μας, των καιρών της Μήδειας. Όσο υπάρχει άνθρωπος, ο άλλος του εαυτός ενίοτε είναι ο Ταρτούφος. Για την περιγραφή των πράξεων τέτοιων ανθρώπων υπάρχει η τραγωδία, το δράμα, υπάρχει και η λυτρωτική κωμωδία στην οποία είναι εξπέρ ο Μποστ. Ευριπίδης, Οιδίποδας, Αντιγόνη, πολιτικοί, υπηρέτες, άνθρωποι του Θεού, παρελαύνουν απ' τη Μήδεια. Όλοι κρύβουν έναν ανθρωπάκο μέσα τους που όταν τον δεις και τον αποκαλύψεις, το αποτέλεσμα, ανάλογα με την πλευρά τραγική ή κωμική, που θα το αντιμετωπίσεις, είναι από ισοπεδωτικό μέχρι ιλαρό.

Στη παράσταση στο θέατρο Θησείον-ένα θέατρο για τις τέχνες, οκτώ ηθοποιοί και ένας μουσικός επί σκηνής, αποδίδουν τη Μήδεια σε άσπρο-μαύρο όσον αφορά στα κοστούμια, πλην της τελικής αιματοβαμμένης εμφάνισης της ηρωίδας. Το ανέβασμα προσπαθεί να φέρει με τη σειρά του κάτι διαφορετικό και να "ανανεώσει" το κείμενο, που όπως όλες οι σάτιρες έχει στοιχεία της "τότε" επικαιρότητας. Μόνο που τα κείμενα του Μποστ ανθίστανται σθεναρά σε παρεμβάσεις λόγω του ότι μεταλλάσσουν την επικαιρότητα μπολιάζοντάς την με διαχρονικά (να, την είπα τη λέξη κλισέ) στοιχεία. 

Ακούμε λοιπόν στην αρχή το "Γιαξεμπόρε" που μας ειδοποιεί ότι μπαίνει θίασος-μπουλουκτσίδικος, όπως στον Θίασο του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Από τη μια είναι μια έξυπνη υπόμνηση για το στυλ του επικείμενου ανεβάσματος, από την άλλη ξενίζει διότι δημιουργεί μια μουντίλα λόγω της επιτυχούς και απόλυτης συνένωσής του τραγουδιού αυτού με την ταινία του Αγγελόπουλου και το κλίμα ζόφου που αυτή περιγράφει, έστω και καλλιγραφικά. Επίσης, σταματάει πολύ νωρίς, και ο κόσμος πάει κάπως να το ξεχάσει, γιατί δηλαδή άκουσε ο συγκεκριμένο τραγούδι. Οπότε ας αρχίσει αφού καθίσουν οι θεατές ή έχουν σχεδόν καθίσει. Το πρόβλημα της παράστασης όμως, είναι οι πολλές και διαφορετικές μουσικές που δημιουργούν χάος, μερικές φορές εκνευριστικό. Κατά τα λοιπά, ως ανέβασμα μπουλουκιού, είναι λίγο επί τούτου "χαοτικό", λίγο επί τούτου "δε βαριέσαι", κι αυτή η ατμόσφαιρα περνάει πολύ επιτυχώς κι ευχάριστα στο θεατή, και μπλέκεται έξυπνα με την επιλογή -κατά τα αρχαιοπρεπή- να ερμηνεύσει τη Μήδεια άνδρας ηθοποιός. 
Ο οποίος, είναι πολύ καλή επιλογή: δεν μπαλαφαριάζει, δεν φωνασκεί, είναι απολαυστικός ο Μάκης Παπαδημητρίου. (Και παρά το γεγονός ότι η ερμηνεία της Λήδας Πρωτοψάλτη στοιχειώνει τον συγκεκριμένο ρόλο.) Ωραίος Ευριπίδης ο Γιάννης Δρακόπουλος, βρίσκει τη στιγμή του να λάμψει, και για να πούμε την αλήθεια, είναι δίκαιη η διανομή και βρίσκουν όλοι το σκηνικό χρόνο που ταιριάζει στην εμπειρία και το ταλέντο τους. Πονηρή, σέξυ, με girlie chic style καλογριά η Μίνα Αδαμάκη. Ύφος πολύ πετυχημένο και Διονυσιακό ο Νίκος Πουρσανίδης ως Ιάσονας στην τελική στροφή της παράστασης, πήρε όλα τα τραγουδιστικά μέρη η Μπέτυ Αποστόλου πάνω της, έμπειρος και επιβλητικός ο Κώστας Τριανταφυλλόπουλος (Οιδίποδας), κεφάτος και οργανωτικός ο Γεράσιμος Σκαφίδας (τροφός), δραστήρια, με καλύτερες ισορροπίες μετά τα μισά η Άννα Κλάδη.
Θα περάσετε πολύ καλά με τη Μήδεια, να τη δείτε. 

φωτο: Α. Κοκοβέ.



Sunday, November 17, 2019

ΚΡΙΤΙΚΗ - ΣΙΝΕΜΑ

Πόνος και Δόξα, του Πέντρο Αλμοντόβαρ. 


Κάπως σαν "Γη και Ελευθερία" ο τίτλος της νέας ταινίας του Πέντρο Αλμοντόβαρ, στο κάτω-κάτω για την Ισπανία μιλούσε η ταινία του Κεν Λόουτς. 
Με χρώματα και ρυθμό ο διάσημος σκηνοθέτης δίνει το δικό του "8 1/2", την κρίση της ώριμης ηλικίας -στην περίπτωσή του- με ατζέντηδες, παλιά αμόρε, αναμνήσεις, πόνο και συμφιλίωση με την απώλεια της μητέρας να καταπλακώνουν την καθημερινότητα του σκηνοθέτη-πρωταγωνιστή. 

Πρέπει ο "Σαλβαντόρ"-πρωταγωνιστής να αποδεχτεί τον πόνο πέρα από την υποχονδρία, να υποδεχτεί την θνητότητα και να "καπνίσει την πίπα της ειρήνης" (φράση απ' την ταινία) με όσους πίκρανε, τον πίκραναν και να προχωρήσει όπως μπορεί, στο μετασχηματισμό του πόνου του και των αναμνήσεων σε πράξη δημιουργίας. Ό,τι έκανε πολλές φορές ως τώρα, να το ξεγυμνώσει ως διαδικασία χωρίς να φοβάται ή να ντρέπεται μπροστά στο θεατή. 

Και μέσα στην αντικοινωνικότητα, τη βαρεμάρα, το χαμένο καιρό, το άγχος, τη φιλοδοξία, τη ματαιοδοξία, τους εφιάλτες, τα φάρμακα και τα ναρκωτικά, να πάρει απόσταση και να καταλάβει ποιό ήταν το δικό του "rosebud" -αναφορά αδιόρατη στον Πολίτη Καίην: ο πυρήνας της σεξουαλικότητάς του που τον καθόρισε, λοιπόν, ήταν ο νεαρός ζωγράφος-εργάτης που γνώρισε ως παιδί στη φτωχοσυνοικία που ζούσε με τη μάνα του, τον άλλο πυλώνα της ζωής του. Και μέσα στην υποψία γύρω απ' τα ζητήματα της σεξουαλικότητας, υπάρχει αυτό που ήταν πραγματικά, αυτό που ο πιτσιρικάς-ζωγράφος απέδωσε ως χαρακτηριστικό του μικρού Αλμοντόβαρ: το διάβασμα, η γνώση, η εξυπνάδα -που τον βοήθησε να κάνει καλό στον εαυτό του και στους άλλους. 

Με κομψότητα και σεβασμό ακολουθεί το Φελλινικό 8 1/2 για να βγάλει άκρη με τα της δικής του αφήγησης, και όντως η γειτνίαση με τον Ιταλό δημιουργό τον βγάζει σε ασφαλή στεριά, αν και μερικές φορές η κακομαθημένη queenie βγαίνει στην επιφάνεια περιπαικτικά. 
Με χιούμορ και ένα καστ εκπληκτικό φτιάχνει μια αισιόδοξη ταινία χωρίς queer melodrama -εντάξει ίσως λίγο μερικές φορές- και ευτυχισμένο τέλος, μετά από ένα μαίανδρο συγκίνησης και σασπένς. 






Monday, November 11, 2019

ΚΡΙΤΙΚΗ - ΣΙΝΕΜΑ (ADDAMS FAMILY)

Addams Family (σκηνοθεσία: Κόνραντ Βέρνον, Γκρεγκ Τίρναν).

Ο θρύλος της Οικογένειας Addams ξαναζεί στην ταινία κινουμένων σχεδίων που πρόσφατα βγήκε στις αίθουσες. Και ταυτόχρονα ισοπεδώνεται ορθοπολιτικά και χάνει όλη την ανατρεπτικότητά της και γίνεται "καλούλα" και απλώς ένα "φρικιό" που ενσωματώνεται, δανείζεται και δανείζει τρέλλα και ομοιομορφία στο μπανάλ προάστιο πέριξ του οποίου κατοικεί.

Από 'κει που οι Addams ήταν το κέντρο της αλλαγής και της απόκοσμης αλλά γοητευτικής εκκεντρικότητας και ομορφιάς της διαφορετικής ματιάς στις οικογενειακές σχέσεις, εκεί που "έστηναν παγίδες" στον ανιαρό, συνηθισμένο κόσμο, βρίσκονται εδώ στο φιλμ των Βέρνον και Τίρναν, να είναι όλα τα καλά της Νέας Καλοσύνης. Αποτέλεσμα, γίνονται κι αυτοί μπανάλ αλλά απλώς μαυρόασπρο μπανάλ, φαίνονται εντελώς φρικιά και για πρώτη φορά -όσο με αφορά- σχεδόν αντιπαθητικοί.

Είναι τόσο επιτακτικό το διδακτικό μήνυμα του έργου, τόσο μπουκωμένο και παραφουσκωμένο, που δε θες ποπ-κορν, δε χωράνε, σου έχει κάτσει η ταινία στο λαιμό.

Φαντάζομαι όλες οι πολιτισμικές αλλαγές έφεραν κάποτε την υπερβολή και όλοι ήθελαν να δείξουν ότι ανήκουν στον εκάστοτε νέο ανθρωπισμό: από την Αυλή της Ελεονώρας της Ακουϊτανίας μέχρι την Αναγέννηση και βάλε. Αλλά θα πρέπει να είναι πολύ γελοίο όλο αυτό, εξ ού και το περιέλαβε ο Μολιέρος και άλλαξε τα φώτα στους "προύχοντες" της καλλιέπειας του καιρού του (δίνοντας το μήνυμα σ' όλες τις εποχές). Εμείς δεν έχουμε κάποιον τόσο μάστορα να "την πει" στο Νέο Κατηχητικό που μας κουνάει το δάχτυλο, και κάνει την κομψή, ανατρεπτική, αγαπημένη, πολυεπίπεδη Οικογένεια Addams, να μοιάζει με φυλλάδιο ΜΚΟ που περιμένει την επόμενη επιχορήγηση.
Μόνο καλό για τα παιδιά της γενιάς του instagram και του κολλήματος στην εικόνα τους μέσω διαδικτύου, η καυτηρίαση των πρακτικών επιβουλής και ελέγχου μέσω των κοινωνικών δικτύων. 


Friday, November 8, 2019

ΚΡΙΤΙΚΗ - ΘΕΑΤΡΟ (Νέος Ακάδημος)

10 ΜΙΚΡΟΙ ΝΕΓΡΟΙ 

Το έργο της Άγκαθα Κρίστυ 10 Μικροί Νέγροι (And then there were none, όπως είναι ο τίτλος με τον οποίο έγινε κυρίως γνωστό στον Αγγλοσαξωνικό κόσμο μετά τον Β'ΠΠ, και που είναι σχετικός με τον πρωτότυπο της συγγραφέως, αφού είναι στίχος παρμένος από το τραγουδάκι που αποτέλεσε έμπνευση για το βιβλίο) παρουσιάζεται στο θέατρο Νέος Ακάδημος, σε σκηνοθεσία Ρέινα Εσκενάζυ (4/11). 

Από τα πιό σκοτεινά και περίπλοκα έργα της αγαπημένης και διάσημης συγγραφέως, το έργο δεν ξεφεύγει από τη βασική της αρχή ότι κάτι κακό υπάρχει στην προσωπικότητα κάθε ανθρώπου, και αρκεί μια σπίθα, μια αφορμή για να το κάνει να αναδυθεί, κάνοντας φιλήσυχους πολίτες, επαρχιώτες ή υπεράνω υποψίας καθωσπρέπει και εξέχοντα μέλη της κοινωνίας να εγκληματίσουν. Αρκεί η ζήλεια, το χρήμα, η ερωτική αντιζηλία ή κάτι σκοτεινό στην ψυχή για να καταλυθούν δεσμοί φιλίας, συγγένειες και αγάπες. Είναι φιλοσοφικό εντέλει το ερώτημα που διαπνέει τα βιβλία της Κρίστυ, που είχε βιώσει τεράστια ερωτική απογοήτευση, που είχε έρθει η ίδια αντιμέτωπη με την προδοσία και το σοκ που την άλλαξαν για πάντα. Επίσης δεν είναι τυχαία η περιγραφή της Αγγλικής επαρχίας και των ανθρώπινων τύπων στα έργα της, ούτε και στους Δέκα Μικρούς Νέγρους το Ντέβον ως τόπος συγκέντρωσης των προσώπων του έργου, καθώς ήταν το μέρος στο οποίος είχε μεγαλώσει και η ίδια η Άγκαθα Κρίστυ.

Η πολυδιαβασμένη συγγραφέας, αμφισβητήθηκε όπως είναι φυσικό με την πάροδο των δεκαετιών αλλά η πατίνα του χρόνου δεν άλλαξε την αγάπη του κοινού για τα έργα της, που επανήλθαν ως vintage αγαθό της ανθρωπότητας. Συνδέθηκαν στο ανέβασμα τους στο θέατρο ή στη μεταφορά τους στη μεγάλη οθόνη, με ηθοποιούς σπουδαίους, που ταυτίστηκαν με τους ήρωές της ντετέκτιβ Ηρακλή Πουαρό και Μις Μαρπλ, που ενσάρκωσαν. 
 Ώσπου το έργο 10 Μικροί Νέγροι (1939), ένα από τα πλέον ευπώλητα βιβλία όλων των εποχών, το περιέλαβε η σουρρεαλιστική κωμωδία και σάτιρα της δεκαετίας του '70, και το Murder by Death (Πρόσκληση σε γεύμα από έναν υποψήφιο δολοφόνο, του Robert Moore, 1976), με τον Τρούμαν Καπότε και μια πλειάδα σπουδαίων ηθοποιών έγραψε ιστορία, μετατρέποντας το σενάριο της Αγκάθα Κρίστυ, από πρόσκληση κάποιων χαμένων ψυχών σε ένα νησί κάπου στο Ντέβον της Αγγλίας, σε σύναξη των μεγαλύτερων ντετέκτιβ της λογοτεχνίας, που αποκαλύπτουν τις νευρώσεις και τις αδυναμίες τους, αν όχι και τις μικρότητες και το σταριλίκι τους, αντί για το σύνηθες κουλ ύφος που τους έκανε γνωστούς στο αναγνωστικό κοινό. Νωρίτερα, το έργο της Α.Κ. είχε γνωρίσει τρεις κινηματογραφικές μεταφορές, η μια με τον επίσης γνωστό τίτλο Ten Little Indians, και πάλι με καταπληκτικό καστ, κάθε μια από τις μεταφορές αυτές.  

Το ανέβασμα του έργου στον Νέο Ακάδημο, είναι ατμοσφαιρικό, και με ένταση που χτίζεται προσεκτικά και καθηλώνει καθώς η ώρα περνάει και πυκνώνει το μυστήριο. Οι χαρακτήρες αποδίδονται στο σύνολο θαυμάσια από το καστ, και μάλιστα κάποιοι ηθοποιοί δείχνουν ότι έχουν κάνει πολλή δουλειά στο διάστημα που απέχουν από την τηλεόραση και έχουν εξελίξει την ερμηνευτική τους γκάμα, όπως ο Αργύρης Αγγέλου. Το στοιχείο του σασπένς -whodunit- κρατιέται σωστά και παρ' όλο που πρόκειται για γνώριμο έργο, ο θεατής αισθάνεται ότι το βλέπει σαν καινούργιο και φρέσκο. 
Όλος ο θίασος είναι χάρμα, αλλά ιδού και μερικές ειδικότερες αναφορές μια και σε τέτοια έργα από τη μια δεν μπορεί να προδοθεί η υπόθεση και από την άλλη, το καστ έχει μεγάλη σημασία καθώς συνήθως είναι συγκέντρωση "all star" ηθοποιών: έτσι λοιπόν, η Γωγώ Μπρέμπου άρχισε λίγο δειλά αλλά έδωσε σταδιακά μια θαυμάσια ερμηνεία. Σύντομη η παρουσία της "καμαριέρας" που παίζει η Τζούλι Τσόλκα αλλά μένει στο νου του θεατή. Σατανικός και χειμαρρώδης ο Άρης Λεμπεσόπουλος ως "δικαστής", εκπληκτικός με δραματικό κρεσέντο ο Βασίλης Ευταξόπουλος ως "γιατρός", (πάντα) κομψά κυνικός ως "στρατιωτικός" που όπως όλοι οι καλσεμένοι στην έπαυλη, έχει προδώσει αυτό ακριβώς που ορκίστηκε να προστατεύει, ο ώριμος Φιλιππος Σοφιανός, λίγο ατσαλάκωτος "αστυνομικός" ο Παύλος Ευαγγελόπουλος. 
Να πω εδώ ότι το σκηνικό του Γιώργου Λυντζέρη, είναι λειτουργικό μεν και εναλλακτικό σε σχέση με τα όσα έχουμε συνηθίσει στα έργα της Άγκαθα Κρίστυ, αλλά πραγματικά αισθάνθηκα ότι κάτι του έλειπε, που το έκανε να προδίδει την εποχή και τη συγγραφέα. 
Εν κατακλείδι, μια παράσταση που αξίζει να δείτε: (το ανακαινισμένο θέατρο είναι όμορφο), το έργο αγαπημένο, το καστ άξιο. 










Sunday, November 3, 2019

ΚΡΙΤΙΚΗ - ΘΕΑΤΡΟ (ΘΕΑΤΡΟ ΑΛΦΑ/ΠΡΕΜΙΕΡΑ)

Οι Κάτω απ' τ' αστέρια. 

Στο θέατρο Άλφα, στις 2/11, έκανε πρεμιέρα το έργο του Τηλέμαχου Τσαρδάκα "Οι Κάτω απ' τ' Αστέρια", με πρωταγωνιστές τους Λίλα Μπακλέση και Κωνσταντίνο Μπιμπή, επιτυχημένη παραγωγή που συνεχίζεται για δεύτερη χρονιά.

 "Οι Κάτω απ' τ' αστέρια" είναι η ιστορία ενός αποτυχημένου έρωτα και μια μαθηματική εξίσωση με έναν άγνωστο: τα συναισθήματα της "Μενίτας" για τον σύζυγό της, που όμορφα και ισορροπημένα πήρε τη θέση του παθιασμένου, άστατου εραστή, όταν στα χρόνια της ωριμότητας, η κεντρική ηρωίδα "Ασημένια" (ή Μενίτα όπως τη φωνάζει ο αγαπημένος της και εφηβικός, πρώτος μεγάλος έρωτας) αρχίζει να θέλει να βάλει τη ζωή της σε τάξη. 
Οι διαπροσωπικές, ερωτικές και οικογενειακές σχέσεις, μπήκαν στο στόχαστρο της θεατρικής παραγωγής με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους και στυλ, έντονα, από τη δεκαετία του '70 και μετά, ήτοι στα χρόνια της Μεταπολίτευσης και εποχή της όψιμης σεξουαλικής απελευθέρωσης των Ελλήνων. 
Αρχικά στο στόχαστρο μπήκε το παράλογο της εξουσίας στις πολιτικές, διαπροσωπικές και στις ερωτικές σχέσεις, μερικές φορές συνδέονταν κιόλας αυτές, καθώς ο ένας κρίκος, κατά τη θεωρία της εποχής ξέσπαγε στον από κάτω: ο καταπιεσμένος υπάλληλος στη γυναίκα του, και οι δύο στο παιδί και όλοι μαζί στους γύρω τους και ο καθένας στις εξω-οικιακές τους σχέσεις. Δηλαδή ο γιος στη γκόμενα, η μάνα στον πεθερό, ο πατέρας μετέωρος πρώην πάτερ-φαμίλιας, στον χρεωκοπημένο του εαυτό. 
Έπειτα ήρθαν τα οικογενειακά τραπέζια και οι γιορτές, ο παραλογισμός της βίας, η ανία και οι ανταγωνισμοί, οι ανομολόγητες αποτυχίες και τα ανεκπλήρωτα όνειρα. Ο ξάδερφος-αντάρτης, ο δωσίλογος κουμπάρος, τα κρυφά πάθη και η υποκρισία της μικροαστικής ηθικής, ο νατουραλισμός μιας προίκας και μιας κληρονομιάς μαζί με το αυθαίρετο στη Λούτσα και οι υποχωρήσεις και οι ίντριγκες για να γραφτεί αυτό το ακίνητο στο γιο/εγγονό της οικογένειας υποσκελίζοντας άλλους συγγενείς που όλοι μαζί εκόπτοντο για την περιποίηση του πλούσιου "γέρου" της φαμίλιας. Το ξεγύμνωμα ήταν επώδυνο και σκληρό, η ισοπέδωση της υποτιθέμενης ευτυχίας, οριστική. 
Για να ακολουθήσει η αστική τάξη και οι συνήθειές της. Η άδεια ζωή, ο πόνος, οι απώλειες, το παράλογο της καθημερινότητας, οι σιωπές. Κι ακόμη η μοναξιά των γάμων, η σεξουαλικότητα που δεν συζητιέται, οι ανικανοποίητες γυναίκες, η κρυφή ζωή των νόμιμων ζευγαριών, αποτέλεσαν πρώτη ύλη για εξαιρετικά έργα. Μανιώτης, Κεχαϊδης-Χαβιαρά, Αναγνωστάκη, Μουρσελάς και άλλοι. 
Για να πάρουν τη σκυτάλη νεότεροι που μπορούν πια να ειρωνεύονται κιόλας και να χρησιμοποιούν και λιγάκι πιό "ελαφρύ περιτύλιγμα" για να σατιρίσουν τη νεοελληνική πραγματικότητα που από τον κρυφό πόθο της κουνιάδας και τις οικογενειακές συνωμοσίες γύρω απ' τον κατάκοιτο "γέρο", πέρασε στα όνειρα ενός ΕΣΠΑ, στην κατάχρηση μαζί με τα φιλαράκια, στην κουνιάδα που πηδιέται φανερά, στο νεοπλουτισμό και τη βαρβαρότητα ενός Έλληνα που παραμένει μπερδεμένης ταυτότητας και φλογερού ταμπεραμέντου: πιό προβεβλημένοι Κατσικονούρης, Δήμου, Τσίρος, Κιτσοπούλου. 
Στη γραμμή αυτών των αλλαγών και των δεδομένων, ο Τηλέμαχος Τσαρδάκας βάζει με μεγάλη προσοχή το δικό του λιθαράκι, σε ένα έργο με έξοχα ισορροπημένο, ευρηματικό χιούμορ, πριν ανατρέψει την κατάσταση με μεγάλες δόσεις συγκίνησης και μια σταδιακή αποκατάσταση του παζλ κομμάτια του οποίου πετάει στους θεατές χωρίς να τους δείχνει ολόκληρη την εικόνα που πρέπει να συμπληρώσουν -κάπως σαν Τζέϊσον Μπορν που αντιλαμβάνεται σιγά-σιγά τα δεδομένα της αποστολής του. Οι "Κάτω απ' τ' αστέρια", είναι έργο γραμμένο στο σύγχρονο ύφος των αστυνομικών μυθιστορημάτων, και δημιουργεί στο τέλος την απατηλή εντύπωση στον θεατή ότι έφτασε στη λύση του "μυστηρίου".  Η λύση που δίνει ο συγγραφέας στο δράμα της "Μενίτας" και του "Νικολή" όμως, είναι απλώς το τέλος του έργου. 
Το πραγματικό ζητούμενο που δεν ομολογείται και δεν αγγίζεται επί της ουσίας στα 70 λεπτά της παράστασης, είναι τα αισθήματα της ηρωίδας για τον απόντα από τη σκηνή σύζυγό της. Αυτό το μυστήριο, είναι ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στον Τσαρδάκα και τις αποχρώσεις των θεατρικών διαπραγματεύσεων των ανθρώπινων σχέσεων που περιέγραψα πιό πάνω. Είναι η γενεαλογία του έργου και του συγγραφέα, που μ' αυτό το εύρημα, ακουμπάει στέρεα στην παράδοση, δημιουργώντας κάτι νέο. Κι αυτό, είναι θαυμάσιο: το να βλέπεις ότι υπάρχει παράδοση που μπολιάζεται με σύγχρονα στοιχεία ύφους που αντλούν την καταγωγή από Νέσμπο μέχρι βρετανικό χιούμορ και stand-up comedy. 
Οι δύο ηθοποιοί, η Λίλα Μπακλέση και ο Κωνσταντίνος Μπιμπής είναι εκπληκτικοί και ο ρυθμός της παράστασης καταιγιστικός. Δεν ξεπέφτει κανείς, κείμενο και ηθοποιοί σε χοντράδες και φτηνιάρικες λύσεις, όλα είναι δόσιμο πλήρες, με το κοινό να δακρύζει απ' το γέλιο και το κλάμα. 










ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ:
Κείμενο: Τηλέμαχος Τσαρδάκας
Ερμηνεύουν: Λίλα Μπακλέση, Κωνσταντίνος Μπιμπής
Σκηνοθεσία: Άρτεμις Γρύμπλα, Λίλα Μπακλέση, Κωνσταντίνος Μπιμπής,
Σκηνικά: Αντώνης Χαλκιάς
Σχεδιασμός φωτισμού: Σεσίλια ΤσελεπίδηΦωτογραφίες: Σοφοκλής Μπιμπής
Δ/νση παραγωγής: Λευτέρης Πλασκοβίτης
Παραγωγή: K2L ΑΛΦΑ.ΘΕΑΤΡΟ Ε.Ε